Τζούλια Γκανάσου, Δευτέρα παρουσία, εκδόσεις Καστανιώτη 2024
Βαθιά τομή στον ρεαλισμό, για να χωρέσει η μαγική του υπόσταση
Η Τζούλια Γκανάσου επανέρχεται με ένα μυθιστόρημα που εντυπωσιάζει τόσο για ανθρωπιστικό του περιεχόμενο, όσο και για τον πρωτότυπο τρόπο που διαπραγματεύεται τα θέματά της. Πρόκειται για μια βαθιά τομή στον ρεαλισμό, ώστε να χωρέσει τη μαγική του υπόσταση σε μια γοητευτική συνύπαρξη με στοιχεία της παραμυθίας, ενώ το διακείμενο συμβάλει καίρια, καθώς συνδέεται τόσο θεματικά όσο και αφηγηματολογικά με το αφηγηματικό σύμπαν της Τζούλια Γκανάσου. Στίχοι, κυρίως, του S. Rushdie, του Ν. Γκάτσου, αλλά και η αναφορά στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μαρκές για την ανθρωποφαγία, δεν αφήνουν περιθώρια για παρανοήσεις. Το κείμενο της Γκανάσου συνταράσσει με την εσωτερική του δύναμη και είναι μια απόδειξη καλής λογοτεχνίας. Συγκεντρώνει πλήθος αφηγηματολογικών τεχνικών, ενώ η γλώσσα κινείται μεταξύ της ποιητικής και της βαθιά ρεαλιστικής αποτύπωσης. Οι επιταχύνσεις της, άρτιες διαλογικά, το καθιστούν ακόμα και υποψήφιο για θεατρική ή και κινηματογραφική μεταφορά, ενώ οι επιβραδύνσεις της παίζουν εξαιρετικά επιτυχημένα με τις σκιές του μαγικού ρεαλισμού, μέσω των συμβόλων και περιγραφών, οι οποίες προοδευτικά υψώνονται σε ένα ρεαλιστικό κρεσέντο για να καταλήξουν στην ελπίδα που γεννά η ωμή βία, η αποκτήνωση και η εξαθλίωση.
Το κείμενο αποτελείται από τρία μέρη και εκτυλίσσεται κλιμακωτά. Ένας πόλεμος ο οποίος ακουμπά ρεαλιστικά σε αληθινά γεγονότα και μπορεί περιέχει όσους πολέμους διεξάγονται αυτήν τη στιγμή στον πλανήτη με ιδιαίτερη έμφαση σ’ αυτόν της Ουκρανίας και της Λωρίδας της Γάζας. Οι χαρακτήρες, η Άννα και η Όλγα, εγγονή και γιαγιά προσπαθούν να επιβιώσουν, εν μέσω βομβαρδισμών που έχουν καταστρέψει και το σπίτι τους. Η Άννα κουβαλά τη γιαγιά της στην πλάτη της ψάχνοντας απεγνωσμένα για καταφύγιο. «Ναι, πίσω από την πύλη βρίσκονταν φυσιολογικοί άνθρωποι που έτρεμαν και αναρωτιούνταν ποιος ήταν εκείνος που χτυπούσε. Όντως, πίσω από την αυτοσχέδια θύρα υπήρχαν νερό, τρόφιμα, φάρμακα, βιβλία, ησυχία… “Γιαγιά, πες ένα ποίημα. Είμαστε άοπλες! Ακούσατε; Ανοίξτε!”» Θα μπορούσαν, εν δυνάμει να αποτελούν πολίτες οποιουδήποτε από τους κόσμους που συντρίβονται αυτήν τη χρονική στιγμή. Ήταν άνθρωποι, καθ’ οδόν γίνονται μάσκες, μετατρέπονται σε σύμβολα, μαρτυρούν πως εξαλείφεται η ανθρώπινη υπόσταση, πως ο άνθρωπος μετατρέπεται σε θήραμα, γίνεται εύκολος στόχος. Έτσι, καθώς ο ρεαλισμός και η παραμυθία περιπλέκονται, η αγάπη, η αφοσίωση, η πατρίδα, οι θηρευτές, τα θύματα οι θύτες, τα άγρια ζώα, οι ρίζες, ο ξεριζωμός διαμορφώνουν ένα διττό, ενίοτε και τριπλό σώμα. Άνθρωποι – ζώα βαίνουν σε μια εναγώνια αναζήτηση μιας σύγχρονης κιβωτού, προκειμένου να διασωθούν.
Η διακειμενικότητα παρούσα με τη Βίβλο να πρωταγωνιστεί, την Πανούκλα του Α. Καμύ, αλλά και μια σελίδα που σώθηκε από τους Σατανικοί στίχους του S. Rushdie. Η Άννα και η γιαγιά της η Όλγα είναι οι σύγχρονες Νώε και της οικογένειάς του. Διασώζουν και διασώζονται, ως φέρουσες την αγνότητα, την αγάπη, την ελπίδα για την ανθρωπότητα. Ωστόσο, ακόμα κι αυτές, κυρίως η Άννα υποκύπτουν για λίγο στην ανάγκη για επιβίωση. Η πείνα, η δίψα και το ζωώδες ένστικτο την παρασέρνουν σε σκέψεις καταστροφικές, «Το μεταμορφωμένο διττό σώμα, το λιοντάρι με την τίγρη στην πλάτη, άρχισε να τρέχει. Θα ξέσκιζε το παπί! Θα έγδερνε τις σάρκες του με τις βελόνες, τα νύχια, τα δόντια του, και θα έπινε όλο το αίμα! Μετά θα έκοβε το παπί σε μικρά κομμάτια και θα το καταβρόχθιζε!» (σελ. 80) λίγο πριν βρουν καταφύγιο σε μια νέα κόλαση.
Στο δεύτερο μέρος, γίνεται σαφής αναφορά στον πολιτισμό που χάνεται, καθώς ο άνθρωπος εκπίπτει της ευγενικής του ύπαρξης, όταν αναλαμβάνει να παίξει τον ρόλο του δημιουργού. Η κιβωτός που αναζητούν δεν είναι παρά ένα σύγχρονο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου λαμβάνουν χώρα ναζιστικές πρακτικές. Ο άνθρωπος διαλύει -κατασπαράσσει τον άνθρωπο.Η δυστοπία, δεν αποτελεί πια μελλοντικό αφήγημα. Στο αφηγηματικό παρόν της Τζούλια Γκανάσου είναι υπαρκτή. Εδώ, οι «πορφυρές δούλες» της Margaret Atwood αποτελούν πια μέρος της σκληρής πραγματικότητας που μας περιβάλει. Το διττό σώμα καταλήγει σε ένα σύγχρονο «στρατόπεδο» εκμετάλλευσης γυναικών, όπου εμπορεύονται τη βοηθούμενη αναπαραγωγή. Εξαντλούν βιολογικά γυναίκες, επιβάλλοντας τους να γίνουν παρένθετες μητέρες, ξανά και ξανά. Η αναφορά στην Ουκρανία είναι σαφής και ξεκάθαρη μέσω των παραπομπών που παρατίθενται σχετικά, τη νομιμότητα της βιομηχανίας βοηθούμενης αναπαραγωγής, μέσω παρένθετων μητέρων και αφήνονται αιχμές για τις σκοτεινές πρακτικές που κρύβονται πίσω από τη βιτρίνα. Η Άννα εκβιάζεται και υποχρεώνεται να παρέχει τα ωάριά της και η γιαγιά καταλήγει πειραματόζωο και τροφός συναισθημάτων, ενώ αναπτύσσονται σχέσεις μεταξύ των έγκλειστων γυναικών. Η γραφή άλλοτε ποιητική, άλλοτε ρεαλιστική, δεν εγκαταλείπει τον μαγικό της στόχο περιγράφοντας με πρωτότυπο τρόπο ναζιστικές πρακτικές που οδηγούν στη φρίκη και την κτηνωδία. Η αντίσταση στην απάνθρωπη εκμετάλλευση προέρχεται εδώ από την αγάπη, τη μητρική φροντίδα. Το μητρικό ένστικτο ανθίσταται σθεναρά και αποτρέπει την ηθική εξόντωση από την αδηφάγα φύση του ανθρώπου, ενώ ακούγονται συνθήματα κατά της πατριαρχίας. Κυριαρχεί ο ωμός ρεαλισμός, το ένστικτο της επιβίωσης ισχυροποιείται, αλλά δεν εγκαταλείπονται οι ηθικές αξίες. Οι έγκλειστες οδηγούνται στη διαφυγή με το ανάλογο ηθικό κόστος. Ο θάνατος είναι πια αναγκαίο και αναπόφευκτο κακό.
Στο τρίτο μέρος βιασμοί, θηλασμοί, φόνοι κι ένα οδοιπορικό προς την ελευθερία περιγράφουν τη φρίκη και την εξαθλίωση, την αλλοτρίωση. Το μητρικό γάλα, ένα σύμβολο για τη ζωή και την ελπίδα, παραμένει ισχυρό. Τα αρσενικό «Άλλο», ανεξέλεγκτο πια, επιθυμεί να κυριαρχήσει μα υποκλίνεται έμμεσα στη θηλυκή φύση. Θα τη βιάσει, ενώ ταυτόχρονα, θα θηλάσει για να χορτάσει την πείνα του. Η γιαγιά Όλγα – τίγρης ανθίσταται σθεναρά, αν και «αναχωρήτρια», τραυματισμένη και καταπονημένη σωματικά, αφού της έχει αφαιρεθεί δια της βίας το βασικό ζωωδοτικό της όργανο, δεν εγκαταλείπει τη μάχη. Αγωνίζεται να προστατέψει τη ζωή έως και λίγο πριν την πολυπόθητη ελευθερία. Η τίγρης λυγά και παραδίδει τα σκήπτρα στην Άννα, τη μικρή λέαινα. Η Όλγα γίνεται σύμβολο του αγώνα ενάντια στην αποκτήνωση. Η γραφή εδώ είναι ασθματική, οι διάλογοι συγκλονιστικοί, καθώς υψώνουν το αφηγηματικό σύμπαν σε ένα τεριρέμ, όπου ανθεί ακόμα και ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος, μα και στοιχεία από την αρχαία τραγωδία. Η αλλοτρίωση που φέρνει η φρίκη του πολέμου και ο αγώνας για επιβίωση, οι κατασκευασμένες ειδήσεις στήνουν πολεμικό χορό με την ελπίδα και τη δύναμη της αγάπης. Το διττό σώμα αν και νεκρό πια στο άνω μέρος κατακτά την ελευθερία, ενώνει τους ανθρώπους σε έναν κύκλο ζωής, καθώς η αφήγηση μονολογεί, περιγράφει μοντερνιστικά, εξομολογούμενη όλες τις αδικίες, τον πόνο, την απώλεια, την οργή, τη σωματική εξαθλίωση. Οι μάσκες πέφτουν, το αγόρι παπί θα πει: «Θα σου φτιάξω μια χώρα που δεν θα σε διώχνει…» και το κορίτσι λιοντάρι, «“Θα σου φτιάξω μια χώρα που δεν θα σε πληγώνει” απάντησε …και άγγιξε τα χείλη του αγοριού…» (σελ. 268), και άνθρωποι ξεδίψασαν, χόρεψαν, αγκαλιάστηκαν, έδωσαν φιλιά και τα παιδιά ξανάγιναν ανήλικα και νίκησε η ελπίδα και η δίψα για ζωή.