Χαρά Νικολακοπούλου
Γράμμα στον Οδυσσέα (ποιον Οδυσσέα;)
Ποιον προσπαθείς να ξεγελάσεις, Οδυσσέα; Εμένα πάντως δεν μπορείς. Την ξέρω καλά την ταξιδιάρα, την άπονη ψυχή σου. Έτσι όπως κοιμάσαι γαληνεμένος στο πλάι μου αυτή την τελευταία νύχτα θα σου το πω κι ας μην μπορείς ν’ ακούσεις.
Μου είπες ψέματα, Οδυσσέα, ούτε στιγμή δεν πίστεψα τον καημό σου ότι δήθεν νόστιμον ήμαρ προσδοκά η καρδιά σου. Όχι, καλέ μου, ο γυρισμός είναι το πρόσχημα. Γι’ αλλού λαχταρά να πετάξει η γενναία ψυχή σου. Και να σου πω την αλήθεια, μαύρισε η καρδιά μου να σε βλέπω να τρως ολημερίς τα σωθικά σου με δάκρυα, με στεναγμούς και λύπες.
Αύριο το ξημέρωμα λοιπόν θα σε κατευοδώσω με κρασί κόκκινο και νερό σε λαγήνι ευρύχωρο και προσφάγια πολλά για το δρόμο δίνοντάς σου, και ούριο άνεμο θα στείλω πίσω σου. Στο μικρό μονοπλάνο με το όνομα Ερμής σαν ανεβείς, θα νιώσω κάποια ανακούφιση, δεν στο κρύβω. Καιρό τώρα πως από ανάγκη πλαγιάζεις μαζί μου, πως καμία δεν σου δίνω πια χαρά, το ξέρω –αλίμονο- η έρμη.
Εκεί ψηλά σαν θ’ ανεβείς με τα φτερά του ανέμου- ποιος ταξιδεύει σήμερα με μια καλόδετη σχεδία;- θα γυρίσεις άραγε να ρίξεις μια τελευταία ματιά στο νησί που σε καλοδέχτηκε εφτά χρόνια τώρα; Είναι όμορφος ο τόπος εδώ, έλεγες, σωστός παράδεισος, και θεός θα μαγευόταν. Κέδροι ψηλοί , πεύκα κι άγρια σέλινα, ακόμη και βιολέτες φυτρώνουν, νερά γάργαρα ολούθε, τρεις κρήνες στην αυλή μας να πίνεις να ευφραίνεσαι, να σκύβουν τα πουλιά να δροσιστούνε. Και θούγια μυριστική σου ‘καιγα τα βράδια να ευωδιάζει ο τόπος.
Εγώ μετά θα γυρίσω για τα καλά στον αργαλειό μου, στην άκρη της βαθουλής σπηλιάς θα δουλεύω την χρυσή μου τη σαΐτα κι ίσως σε λίγο καιρό να τραγουδάω κιόλας, με τη θεϊκή, όπως λένε, φωνή μου. Μα για ποιον όλα τούτα τα χράμια και τα κιλίμια και τα καλοκάμωτα υφαντά; Εσύ είσαι φευγάτος, αλλού θα πλαγιάζει πια το θείο κορμί σου. Θα φύγεις κι άψυχη θα μείνει η απαλή κουρτίνα, δίχως τον άνεμο της παρουσίας σου να τη στροβιλίζει. Ανέγγιχτη η σκαλισμένη κούπα που σε πότιζα νερό, ορφανό το χρυσό θρονί. Πεντάρφανο και το κορμί μου στην αιωνιότητα.
Θα ξανάρθεις όμως, Οδυσσέα, στις ακτές μου θα βγεις άλλη μια φορά τσακισμένος και από τα κύματα παραδαρμένος, πλέκει ο καιρός γυρίσματα ολοστρόγγυλα και πλάνα, κι εγώ ονειρεύομαι την επιστροφή σου. Πάλι θα ‘ρθεις και πάλι θα φύγεις κι όλα θα γενούν σωστά, όπως η μοίρα τα ορίζει.
Όμως τούτη την ώρα της μεγάλης αλήθειας θα σου πω και το άλλο. Κι εγώ σου είπα ψέματα, Οδυσσέα. Δεν είμαι εγώ που θα σε κάμω αθάνατο. Η μοίρα μόνο το μπορεί τούτο. Η μοίρα και η θεϊκή σου φύση. Εκείνη που σου όρισε το πεπρωμένο του μεγάλου αλχημιστή και μύστη των φύλλων της ελιάς.
Άκουσε με καλά, ακριβέ μου. Στους αιθέρες σαν θα πετάς πάνω από το Αιγαίο που είναι, καθώς λένε, τα νησιά του χίλια δυο κι όλα ομορφοκαμωμένα, πλασμένα για τα μακροβούτια των ουράνιων θεών, να κοιτάξεις να χωνέψεις βαθιά στα σπλάχνα σου τη γλαυκή απεραντοσύνη του πελάγους.
Πάνω από την Κέρκυρα να πετάξεις με τα ανθισμένα περιβόλια κι εκεί στο ποτάμι το θεϊκό δίπλα θα έρθει το κορίτσι το αλαφρό θα κρούσει φωτεινές παλάμες, εκείνη που Ναυσικά την κράζουν οι δικοί της. Μα μην από την ομορφιά της πλανευτείς και ξαστοχήσεις της μοίρας τα γραμμένα.
Στο πέλαγο από κάτω σου σημάδι να βάλεις το νησί με το γαλάζιο ηφαίστειο και τα άσπρα σπίτια, με την καλντέρα γκρεμός βαθύς να χάσκει στα έγκατα της θάλασσας. Εκεί να σταθείς και να προσκυνήσεις ευλαβικά το φως του ήλιου τα ευλογημένο.
Πιο κάτω σε καρτερούν οι παρθένες ακρογιαλιές και τα λιοτρίβια της Λέσβου της πολυτραγουδισμένης. Στάσου και κάνε θυσία και τελετή στους μακάριους κορμούς της ελιάς της αιωνίας.
Μα πιο πολύ θα σε μαγέψουν της Χίος οι ευωδιαστοί χυμοί, που μαστίχι το λένε οι ντόπιοι κι είναι κι από τους λωτούς ακόμα πιο γλυκό. Θυμίαμα από τούτο να κάνεις τις νύχτες να το καις και κουβέντα να στήνεις με τα τζιτζίκια και τα τριζόνια στα διάσελα.
Στης Σαμοθράκης τα βουνά σαν θα πετάς, θα σε πλανέψουν ξωτικές και αλλοπαρμένες του λόγγου και των βαθρών νεράιδες. Μη σε τυλίξουν στα μάγια τους, ξόρκι ακριβό σου δίνω τη χάντρα τούτη τη θαλασσιά να τη φορείς κατάσαρκα.
Στο διάβα σου τις σειρήνες και πάλι θα τις βρεις σαν θα τραβάς για της Μυκόνου το νησί το ξακουσμένο. Μα εσύ- δεν σε φοβάμαι- το έμαθες πια πώς τις σειρήνες ξεγελούν. Στάσου μόνο και κάνε σπονδή στους θεούς τους άστατους των Ανεμόμυλων. Στον Πουνέντε. Στο Λεβάντε. Το Σιρόκο. Το Μαΐστρο. Την Όστρια και την Τραμουντάνα.
Στον άνεμο τον ζωοδότη σαν θα δεηθείς, ευθύς τα φτερά του στη Μήλο την κακοτράχαλη θα σε βγάλουν με τα λευκά της βράχια. Εκεί στο φως να νιφτείς και ήλιο να πιείς όσο να χορτάσεις.
Για την Ιθάκη μη βιαστείς κι ας περιμένει η Πηνελόπη. Σε καρτερούν οι αμμουδιές του Ομήρου, εκεί όπου τη γλώσσα σου έδωσαν ελληνική, εκεί σε καρτερεί και το κορίτσι το μεθυσμένο από τον ήλιο.
-Πώς σε λένε;
-Πορτοκαλένια
-Σήκω μικρή, μικρή, μικρή Πορτοκαλένια, όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει.
Μα και τούτη εδώ σαν την ξελογιάσεις με λόγια πλανερά, γυμνή θα την αφήσεις στους τριάντα δύο ανέμους, την ξέρω καλά την άκαρδη καρδιά σου, την πανούργα, την ελληνική. Κι άλλες κόρες πελαγίσιες στο διάβα σου θα απαντήσεις. Την Έρση, τη Μυρτώ, τη Μαρίνα, τη Ρωξάνη, τη Φωτεινή.
Και τώρα πρόσεξε καλά. Ήλιο σαν πιεις όσο να ποτίσει η ύπαρξή σου και τα μάτια σου να θαμπωθούνε, την τρικυμία από τα χείλη των κοριτσιών σαν θα τρυγήσεις και όταν χλωρός ο κόσμος μπροστά σου φανερωθεί ξαναγεννημένος, στην γλαυκή τη θύμηση του πελάγους σαν βαφτιστείς κι εξαγνισμένος βγεις, τους αφρούς των κυμάτων όπως ο γλάρος σαν θα κουρσέψεις, με τον άνεμο τον ταξιδιάρη τον πειρατή σαν θα παιζογελάσεις, τη γεύση της αλμύρας σαν θα χορτάσεις, μη λησμονήσεις τον σκοπό του μεγάλου ποιητή, που η μοίρα σού έταξε να είσαι.
Φρόντισε όλα τούτα τα θαύματα που θα σ΄έχουνε ποτίσει μέχρι το μεδούλι σε λέξεις μαγικές να τα πλέξεις. Εκεί μέσα την ουσία τους να μεταγγίσεις. Γλυκιά σαν το ροδόμελο. Αθώα σαν το κρίνο. Μεθυστική σαν το γιασεμί. Και δωσ’ τες στους ανθρώπους να πίνουνε το νέκταρ και την αμβροσία της ψυχής σου, να ευφραίνονται λιγάκι οι δόλιοι στη φτωχή τους ζήση.
Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να σου χαριστεί, Οδυσσέα, η Αθανασία.
Αιώνια δική σου,
Καλυψώ
Σημείωση. Στο κείμενο υπάρχουν αναφορές στον ομηρική Οδύσσεια (ραψωδία ε, ΟΕΔΒ, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης), στο ποίημα του Τάκη Σινόπουλου « Ο Οδυσσέας στο ποτάμι» καθώς και στα ποιήματα του Οδ. Ελύτη. «Άξιον Εστί» και «Πορτοκαλένια» (Ήλιος ο πρώτος)