Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
Έπρεπε αλλά πως;
Ωραία το κλείσανε. Θα έφευγε για θερινές διακοπές με τη φίλη της. Θα ήταν μια ευκαιρία να ξεφύγει. Να ηρεμήσει, να τα βάλει σε μια σειρά. Όλα μέσα της κουβάρι. Είχε χωρίσει. Ζούσε επιτέλους μονάχη. Ελεύθερη πάλι, ανεξάρτητη. Ήταν όμως; Τις πρώτες βδομάδες το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμάται. Έκανε τα απαραίτητα και μετά έπεφτε για ύμνο. Ώρες ατελείωτες σε λήθαργο. Λευκή άρκτος σε χειμερία νάρκη. Χρειαζόταν να ανακτήσει τις δυνάμεις της. Να βρει τον χαμένο εαυτό της, να γαληνέψει.
Από καιρό ήθελε να χωρίσει. Στην ουσία από τους πρώτους μήνες της σχέσης τους σχεδόν αυτό προσπαθούσε υποσυνείδητα. Από τότε που άρχισε σιγά σιγά να της φανερώνει το πραγματικό του πρόσωπο,. Την τρέλαινε η σκέψη πως είχε χάσει τρία χρόνια μαζί του. Μέχρι που αρρώστησε. Έπεσε σε κατάθλιψη, άλλοτε είχε επιθυμίας θανάτου και άλλοτε άγχος θανάτου. Ειδικά το περασμένο καλοκαίρι ήταν σε άθλια κατάσταση. Την παίδευαν εφιάλτες σχεδόν καθημερινά. Πάντα το ίδιο όνειρο. Κατακρημνιζόταν στο κενό σ’ ένα σκοτεινό τούνελ, κάτι σαν αβυθομέτρητο σκοτεινό πηγάδι. Μια Αλίκη στη χώρα των τραυμάτων, κουτρουβαλώντας στο απόκρημνο τούνελ δίχως κούνελο και χάχανα, μόνο στριγκλιές τρόμου κι απόγνωσης. Το περασμένο καλοκαίρι που είχε επισκεφτεί τους δικούς της, επιδίωκε να κοιμάται με τη μάνα. Ήταν πιο δροσερά στο δωμάτιό της, έλεγε για να δικαιολογηθεί. Δεν ήθελε με τίποτε να αποκαλύψει την πραγματική αιτία. Κανονική παλινδρόμηση. Βρέφος που χρειαζόταν την παρουσία της μάνας για να νιώσει ασφάλεια και γαλήνη. Κι όμως παρ’ ότι ήταν σε τέτοια χάλια πέρασε ακόμη μια χρονιά μαζί του κι έφτασε λίγο πριν τις θερινές διακοπές μέχρι να βρει τρόπο να χωρίσει. Αναγκάστηκε μάλιστα να μετακομίσει ξενοικιάζοντας το διαμέρισμά της για να φύγει από κοντά του, εκείνος όμως δεν την άφηνε σε ησυχία. Συνέχισε να τρέχει από πίσω της, άλλοτε εκλιπαρώντας και άλλοτε απειλώντας την. Αυτή η κατάσταση την εξουθένωνε. Της προκαλούσε ανησυχία και φόβο. Φοβόταν πολύ, εκείνον αλλά και τον εαυτό της. Μη τυχόν και ενέδιδε στις πιέσεις του να τα ξαναβρούν. Το είχε ξανακάνει άλλωστε.
Πριν μερικές βδομάδες την ημέρα των γενεθλίων της είχε περάσει από το νέο της διαμέρισμα. Δεν τη βρήκε και πέταξε το δώρο από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα του δεύτερου ορόφου, όπου έμενε. Αν ήταν ποτέ δυνατόν. Το βρήκε πεταμένο στο πάτωμα με ανοιγμένο το αμπαλάζ. Δυο επίχρυσα κηροπήγια με ροζ κεριά σε σχήμα καρδιάς που η ενωμένη βάση τους είχε στραβώσει από το χτύπημα. Πόσο θυμό κι απελπισία φανέρωνε αυτή η ενέργειά του; Απ’ τη μια ένιωθε γι’ αυτόν αποστροφή κι από την άλλη οίκτο. Τέτοια προσκόλληση σε κάποια που όταν την είχε του ήταν λίγη, που της φερόταν λες και τη μισούσε θανάσιμα. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να τον κατανοήσει. Τέτοια εμμονή και επιμονή να την κάνει να επιστρέψει κοντά του. Ο άνθρωπος είχε μεγάλη δυσκολία να αποδεχθεί την απόρριψη, μπορούσε να γίνει επικίνδυνος. Προσπάθησε να του επιστρέψει το δώρο αλλά δεν το δεχόταν με τίποτα. Αυτά τα κεράκια δεν πρόκειται να ανάψουν, έχουν λιώσει πριν καν ανάψουν σκέφτηκε και τα πέταξε εκνευρισμένη στα σκουπίδια. Έπρεπε να τελειώνει μαζί του. Τέλος, δεν πήγαινε άλλο. Έπρεπε να βρει τον τρόπο και το κουράγιο να αντισταθεί στις πιέσεις και τις παρακλήσεις του μέχρι να αποδεχτεί κι εκείνος ότι πλέον τον είχε διαγράψει ερωτικά από τη ζωή της. Να έκανε κι εκείνος το ίδιο και να σταματούσε να την ενοχλεί. Ήταν όμως έτσι; Τον είχε πράγματι διαγράψει; Μήπως ξεγελούσε τον εαυτό της; Μήπως υπήρχε ένας άλλος εαυτός που πενθούσε για την αποτυχία τους και υποσυνείδητα επιθυμούσε να γινόταν ν’ αποκατασταθεί η σχέση τους; Τί κάθεται και πλάθει το φτωχό μυαλό της; Τί κάθεται και φαντασιώνεται επιτέλους, τί κάνει; Όχι δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Ήταν απόλυτα σίγουρη πως εκείνο το φαντασμαγορικό όνειρο ναυάγησε παταγωδώς, πως είχε μείνει μόνο το κακόγουστο σκιάχτρο του. Γι’ αυτήν η ιστορία είχε τελειώσει. Ο άνθρωπος τυλιγόταν σαν φίδι στο λαιμό της και την έπνιγε εμποδίζοντάς την ν’ ανασάνει.
Της προάλλες που βρέθηκαν τυχαία σε ένα πάρτι κοινών φίλων κόντεψε να ορμήσει στον λατινοαμερικάνο που χόρευε μαζί της. Ευτυχώς που τον συγκράτησε ο οικοδεσπότης. Τον έπιασε από τους ώμους και τον καθήλωσε με ένα παρατεταμένο αυστηρό βλέμμα. Γιατί δεν μπορούσε κι αυτή να τον καθήλωνε με το βλέμμα της βγάζοντας του κόκκινη κάρτα; Μήπως είχε να κάνει με τη δική της αμφιθυμία, τη δική της αβεβαιότητα μπρος στο φόβο της μοναξιάς; Ήταν και κάποια άλλη αδυναμία της που την εμπόδιζε να έχει μια πιο αποφασιστική στάση απέναντί του; Μήπως εν αγνοία της του έδινε διπλά μηνύματα; Κάποιες ανομολόγητες νύξεις ότι θα μπορούσαν να τα ξαναβρούν; Που οφειλόταν τέλος πάντων αυτή η διαιώνιση της νοσηρής αλληλεξάρτησής τους; Ότι κι αν ήταν, κάπου βαθιά μέσα της ένιωθε ότι δεν πήγαινε άλλο, ότι έπρεπε να φτάσει στο τέρμα. Διαφορετικά θα την έπαιρνε από κάτω ανεπανόρθωτα. Έπρεπε να τελειώσει ολοκληρωτικά μ’ αυτή τη σχέση, δεν πήγαινε άλλο. Έπρεπε αλλά πως;