Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Ευγενία Μακαριάδου

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Ευγενία Μακαριάδου

Γκρεμός

Χθες βράδυ κόντευα να πνιγώ μασώντας ένα μαντίλι, τυλίχτηκε σα μασούρι στο λαρύγγι μου, πόνεσα, όπως πονάω για το πένθος. Το πένθος είναι να τρακάρουν το αυτοκίνητο και να χάνεις τον μπαμπά και τη μαμά.

Τώρα, η κυρία Γεωργία μαζεύει τα πράγματά μου, θα με στείλει στο χωριό, σε συγγενείς, που δεν γνωρίζω. Η κυρία Γεωργία, όταν γελάει φαίνονται οι μαύροι τραπεζίτες της. Με φιλάει και  με πασαλείβει με δάκρυα και σάλια. Η ανάσα της μυρίζει σκόρδο, το τρώει καθημερινά. Στο σταθμό, μας περιμένει η συνοδός. Θα με παραδώσει, όταν φτάσουμε στη Χαλκίδα, στον θείο μου. Με τη μύτη μου  στο τζάμι βλέπω  δέντρα και σπίτια να τρέχουν και να μη φτάνουν το τρένο, το τρένο τα ξεπερνάει όλα, εκτός από το αεροπλάνο. Το τρένο ζηλεύει το αεροπλάνο.

Ο θείος φοράει μπλε φόρμα, που γράφει «Αγρόκτημα Μπουζάς», έχει μακριά μαλλιά και γένια. Μου πιάνει το χέρι. Η παλάμη του γρατζουνάει. Η φωνή του χοντρή. Σε ημιφορτηγό, με τυπωμένη επιγραφή «Αγρόκτημα Μπουζάς», φορτώνει τις βαλίτσες μου. Μετά από ώρες δρόμου, φωνάζω, θα κάνω εμετό. Βγαίνω έξω. Ο θείος φωνάζει: τέλειωσες; Σκύβω  μπρος το κεφάλι, μ’ αρπάζει με το ‘να χέρι από την μπλούζα και με πετάει στο κάθισμα του συνοδηγού. Ο θείος έχει τη δύναμη της φλόγας του δράκου, όπως το Winx Club, που βλέπω στο τάμπλετ, κι ο μπαμπάς, όταν δεν ήταν πεθαμένος, με σήκωνε με το ‘να χέρι μέχρι το ταβάνι.

Φτάνουμε στο κτήμα, μας υποδέχονται η θεία, σκουπίζει τα χέρια στην ποδιά της, δυο παιδιά, ένα αγόρι μεγάλο, μπορεί δεκατριών, ένα κοκαλιάρικο κορίτσι έξι ή επτά, και ένα σκυλί που κουνάει ακατάπαυστα την ουρά του και μυρίζει τα πόδια μου. Η θεία λέει, βρεθήκατε;

Το σκυλί το ‘λένε Μπούφο, γιατί δεν μαζεύει τα πουλάκια που σκοτώνει ο ξάδελφος. Με την ξαδέλφη τον βαφτίσαμε Μπάτμαν τ’ ακούει και μας ακολουθεί, παντού.

Συνήθως καθόμαστε στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας, όπου ένα τζάκι πιάνει τον τοίχο από τη μια άκρη μέχρι την άλλη, η θεία το λέει παραστιά. Η θεία σταυρώνει το ψωμί πριν το κόψει σε φέτες και μας το μοιράσει. Πριν φάμε, κάνουμε το σταυρό μας,  εκτός του θείου. Ο θείος και η θεία δεν φιλιούνται, μιλάνε μόνο για το αγρόκτημα και τα γουρούνια. Στα εννιά μου και κάνω όλες τις δουλειές του σπιτιού όπως θέλει η θεία. Με βοηθάει η ξαδέλφη, που είναι επτά, ο ξάδελφος δουλεύει στο αγρόκτημα.

Τις ζεστές μέρες, κάνω μπάνιο έξω στον κήπο, με λάστιχο, για να μη γεμίζει ο βόθρος.  Η ξαδέλφη μου είπε ότι ο ξάδελφος, πίσω από την κουκουναριά, κάνει ματάκι. Κατάλαβα ότι αυτό που κάνει είναι κακό, γιατί ο μεγάλος αδελφός της φίλης μου, Ναυσικάς, όταν μετά τις κούνιες θέλαμε να κατουρήσουμε μας έβαζε πίσω από τη μεγάλη συκιά και γυρνούσε την πλάτη του. Τα αγόρια δεν πρέπει να κοιτάζουν τα κορίτσια γυμνά. Είπα στη θεία για τον ξάδελφο και μου ‘δωσε ένα μπάτσο που με πονούσε τ’ αυτί για μέρες. Είπε μες απ’ τα δόντια της, να σκάσω κι αυτός είναι αγόρι. Τη λέξη αγόρι την επαναλαμβάνει κάθε φορά που ο ξάδελφος ζητάει κάτι και πρέπει να το δίνω, χωρίς αντίρρηση. Ακόμα και να κατουράει τα ρούχα μου, να χώνει τη μύτη του στα μπούτια μου, να με δαγκώνει. Κιχ, μη βγάλεις σ‘ έσφαξα, λέει, μου κλείνει το στόμα με το λιγδιασμένο χέρι του και πίσω του διακρίνω τη θεία να κλείνει σιγά σιγά την πόρτα. Στο σπίτι δεν μιλάει κανείς. Μόνο ο θείος γυρίζει μεθυσμένος  και τραγουδάει: Η ζωή μου όλη είναι ένα καμίνι που ‘χω πέσει μέσα και με σιγοψήνει.

Τα χέρια μου περονιάζουν από τα πλυσίματα. Τρομάζω, η θεία κυνηγά την αλαφιασμένη κότα. Της κόβει το κεφάλι. Είπα του ξαδέλφου, καλύτερα μην φάμε την κότα, εκείνος είπε όλα τα τρώμε εδώ, τους σκαντζόχοιρους δεν τρώμε, γιατί απαυτώνονται σαν άνθρωποι. Δεν του ξαναμίλησα, το στόμα του είναι γεμάτο  βρισιές.

Λυπάμαι την εξαδέλφη που κλαίει· η θεία της τρίβει με δύναμη τις ξεραμένες μύξες και ματώνει η μύτη της. Περνάμε ωραία με την ξαδέλφη, όταν φεύγουν όλοι στ’ αγρόκτημα. Μιλώ λίγο και δεν κοιτώ στα μάτια κανέναν και ιδίως τη θεία, γιατί δεν αντέχω μπάτσους.. Αυτό το σπίτι είναι φτιαγμένο με δεν, δεν φιλούν, δεν αγαπούν. Αυτό το δεν με πονάει όπως το πένθος. Τη νύχτα βγαίνω κρυφά έξω και μετρώ τ’ αστέρια, όμως έβγαλα μυρμηγκιά στο χέρι· η θεία με κάτι το τρίβει, κλαίω, εκείνη με μπατσίζει. Σταματώ το κλάμα. 

Εμείς τα κορίτσια, έχουμε τη σιγουριά ότι είμαστε ανίκητες, γιατί μέσα μας έχουμε φλόγες δράκου. Μεσάνυχτα, εγώ, η ξαδέλφη και ο Μπάτμαν περπατάμε. Το φεγγάρι φέγγει το κακοτράχαλο μονοπάτι που βαίνει στον γκρεμό. Στον γκρεμό γκρεμίζεσαι, όμως εκεί θα βγάλουμε φτερά, θα φυλάμε τις πλαγιές να μην πέσει κανένα παιδί, όπως ο Χόλντεν Κόλφηλντ φύλακας έγινε του χωραφιού της σίκαλης. Ιστορία που έλεγε ο μπαμπάς μου, για ένα παιδί που δεν ήθελε να μεγαλώσει.

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου