Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Γεωργία Τάτση

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Γεωργία Τάτση

Φακές Εγκλουβής

Τι τη θες την ηλεκτρική κουζίνα στο εξοχικό βρε Ελένη; Μόνη σου είσαι. Θα έρχεσαι  δέκα μέρες το καλοκαίρι και θα κάθεσαι να μαγειρεύεις; Πάρε ένα πετρογκάζ για ώρα ανάγκης, μην πετάς τα λεφτά σου. Άσε που με το γκάζι γίνεται πιο νόστιμο το φαγητό, μου είχε πει στο τηλέφωνο ο Πέτρος, ο μικρότερος αδελφός μου, που απ’ όταν πήρε μετάθεση στο σχολείο του διπλανού χωριού εγκαταστάθηκε εκεί με την οικογένειά του.

Την επόμενη μέρα κιόλας αγόρασα πετρογκάζ και φιάλη υγραερίου και το απόγευμα ήρθε ο Πέτρος με μια σανίδα κοντραπλακέ υπό μάλης να μου το συνδέσει· την είχε ντύσει μάλιστα με αλουμινόχαρτο για ασφάλεια, μην αρπάξει φωτιά αν το γκάζι χρειαζόταν να μείνει πολλή ώρα αναμμένο.

Την τοποθέτησε πάνω απ’ το κενό που είχε αφήσει ο μαραγκός ανάμεσα στα ντουλάπια για την κουζίνα, ακούμπησε το πετρογκάζ στη σανίδα, το συνέδεσε με τη φιάλη και την έσπρωξε προς τα πίσω, κοντά στον τοίχο.

Εκεί μαγείρεψα πρώτη φορά φακές Εγκλουβής. Είχα, βέβαια, το φόβο μην εκραγεί η φιάλη, αλλά με τα μπάνια στη θάλασσα και τους περιπάτους τον ξεχνούσα. Μόλις όμως ερχόταν η ώρα να γυρίσω στην Αθήνα μ’ έπιανε ξανά·  φοβόμουν  να αφήσω  τη φιάλη μες στο σπίτι και να φύγω. Την αποσυνέδεα μόνη μου και την μετέφερα στην αποθήκη.

Είχε δίκιο ο Πέτρος. Στο γκάζι ήταν πιο νόστιμο το φαγητό. Τη βλέπεις τη διαφορά, τη νιώθεις περισσότερο στα όσπρια. Οι φακές, ιδίως οι φακές Εγκλουβής, ειδικά με τον τρόπο που τις μαγειρεύω εγώ, μελώνουν ωραία κι αρωματίζονται βαθιά μέχρι μέσα. Τις φτιάχνω με πορτοκάλι. Το βάζω απ’ την αρχή ολόκληρο  στην κατσαρόλα  μαζί με το σκόρδο και τη δάφνη κι όταν βράσουν καλά, αφαιρώ το πορτοκάλι και τις ανακατεύω συνεχώς με ξύλινη κουτάλα· τις πιέζω στα τοιχώματα της κατσαρόλας να λιώσουν. Ρίχνω ξύσμα πορτοκαλιού, το λάδι, το αλάτι, τις αφήνω να πάρουν  μια βράση και  σβήνω το μάτι.

Χρόνια τώρα μαγειρεύω με γκάζι, πριν ακόμα αντικαταστήσουμε τον καυστήρα πετρελαίου με καυστήρα φυσικού αερίου στην πολυκατοικία, πολύ πριν φέρει ο δήμος το φυσικό αέριο.  Είχα βέβαια πάντα το  φόβο της έκρηξης, γι’ αυτό όταν ανακαίνισα την κουζίνα, εγκατέστησα τη φιάλη στο μπαλκόνι.   

Ο υδραυλικός άνοιξε τρύπα στον εξωτερικό τοίχο της κουζίνας,  πέρασε μέσα το λάστιχο, το ένωσε με τη μεταλλική γραμμή του αερίου που είχε στερεώσει πίσω από τα ντουλάπια και όταν μπήκαν όλα στη θέση τους, τη συνέδεσε με την καινούργια κουζίνα, μια Fratelli Onofri με δύο μεγάλες εστίες, μία μικρότερη και μία ακόμη πιο μικρή για το μπρίκι. Τώρα θα μου είναι πιο εύκολο να ψήνω τον καφέ μου, και τον δήμο δεν τον έχω ανάγκη, ποτέ μη σώσει και φέρει φυσικό αέριο, έχω τη Silk oil απέναντι, θα κανονίσω να μου στέλνουν τη φιάλη με τον Πακιστανό που μου καθαρίζει το παρμπρίζ όταν βάζω βενζίνη. Θα του δίνω κάτι να μου τη συνδέει κιόλας. Και πράγματι στην αρχή έτσι γινόταν. Ερχόταν το παιδί,  ξεβίδωνε την παλιά φιάλη και φεύγοντας την έπαιρνε μαζί του, και βίδωνε την καινούργια. Έλεγχε πάντα τη σύνδεση με σαπουνάδα, να είναι σίγουρος πως δεν χάνει. Ωστόσο,  που και που μ’ έπιανε πάλι ο φόβος της έκρηξης.

Τα πρώτα Χριστούγεννα με την καινούργια κουζίνα έφτιαξα χοιρινό με σέλινο,  για μεγάλο διάστημα δεν χρησιμοποιούσα τον ηλεκτρικό φούρνο, όλα στο γκάζι, στην κατσαρόλα. Όταν ο δήμος έφερε, τελικά, το φυσικό αέριο και η πολυκατοικία συνδέθηκε με την παροχή, τράβηξα μια δική μου γραμμή κι απαλλάχτηκα από τη φιάλη όχι όμως κι απ’ το φόβο της έκρηξης.

Ένα πρωί κατά τις δέκα, βγήκα με τον καφέ μου στη βεράντα  να καπνίσω, μετά την ανακαίνιση δεν κάπνιζα μες στο σπίτι. Χάζευα απέναντι την κίνηση όταν ένα Smart σταμάτησε μπροστά στο βενζινάδικο και κάποιος άρχισε να πυροβολεί. Ο Πακιστανός μπήκε τρέχοντας μέσα, ενώ το Smart ανέπτυξε ταχύτητα κι εξαφανίστηκε. Άκουσα στις ειδήσεις  πως το πρατήριο ανήκει στην αδελφή του άντρα που γάζωσαν παλιότερα με 25 σφαίρες σε άλλο πρατήριο της οικογένειας. Θυμήθηκα και τον πατέρα του θύματος που έλεγε τότε στην τηλεόραση τον έφαγε η νύχτα. Δεχόταν πόλεμο. Η νύχτα το σκότωσε το παιδί μου. Τώρα μαθαίνω πως αυτός που πυροβόλησε από το Smart, παραδόθηκε στην αστυνομία παραδίνοντας και το όπλο του. Δήλωσε μάλιστα πως δεν είχε σκοπό να σκοτώσει κάποιον. Δυσκολεύομαι να καταλάβω ακριβώς τι συμβαίνει με το εμπόριο καυσίμων, δεν είναι το μόνο που δεν καταλαβαίνω, εξ άλλου. 

Όσο έβραζαν οι φακές  – εννοείται φακές Εγκλουβής- προσπαθούσα να βρω τα λόγια ενός παλιού σκοπού που είχα ακούσει στο ραδιόφωνο. Δεν τα έβρισκα όμως ως το βράδυ αργά. Τα θυμήθηκα, όταν ησύχασα, στο κρεβάτι: Αγκαλιά εγώ κι εσύ, στο αμπαζούρ το θαλασσί από κάτω… αγκαλιά εγώ κι εσύ νάνι, νάνι.

Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι.

Στις οκτώ το πρωί η γυναίκα του αδελφού μου κλαίει στο τηλέφωνο. Ελένη… στο λεωφορείο για Αθήνα ήταν κι ο Πέτρος… Εγώ δεν είχα ακούσει ακόμα ειδήσεις.

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου