Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Μήνας της Γυναίκας | Σόνια Ζαχαράτου

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Σόνια Ζαχαράτου

Το Δενδρολίβανο

Κυριακή, πρωί του Αυγούστου, άδεια η πόλη, ελαφριά δροσιά καθώς ο ήλιος δεν έχει ανέβει ψηλά ακόμη, γύρω από το σπίτι μικρά φυτά δίνουν την ψευδαίσθηση της εξοχής και μια γαρδένια καμαρώνει την πλούσια ανθοφορία της. Η γειτονιά ησυχάζει, και μόνο δεκαοχτούρες και τζιτζίκια υπογραμμίζουν την εποχή. Αλλά κι ένα περίεργο «τσακ», «τσακ», «τσακ» ηχεί, που δεν είναι γνώριμο ούτε έχει σχέση με τα πουλιά, καθώς τσιμπολογούν αφράτα μούρα.

Η Φιλάνθη, που τη φωνάζουνε Ανθή, φτάνει στην άκρη του μπαλκονιού για να εντοπίσει το ξένο άκουσμα﮲ ένας μεσήλικας τσακίζει το δενδρολίβανό της που, χρόνια τώρα, καμαρώνει.

«Τι κάνετε εκεί; Θα το κόψετε όλο;» τον ρωτά με έκπληξη και δυσθυμία.

Εκείνος, συνεχίζοντας με εντονότερο ρυθμό, «δεν παθαίνει τίποτα, αύριο θα πετάξει καινούργια κοτσάνια, αυτό όσο πιο πολύ το ελαφρώνεις τόσο περισσότερο γεμίζει, κόψιμο θέλει, είναι που δεν μιλάει να σου το πει» απαντά, και  η Ανθή όλο και θυμώνει με το θράσος του άγνωστου γέροντα που έχει μπει στον μικρό της κήπο και τον σακατεύει, που δεν της δίνει σημασία, που δρασκελίζει τη δική της ραστώνη, που της χαλά το πρωινό, που γεμίζει την αγκαλιά του με φρέσκα κλαδιά και κορφολογήματα.

«Ε, αρκεί» του ξαναλέει. «Δεν σας φτάνει όσο κόψατε;»

«Μα, δεν κάνω εμπόριο, για φάρμακο το θέλω. Ξέρεις τι φάρμακο είναι αυτό για την κατάθλιψη; Τι καλό που κάνει στις συννεφιές και στις μαύρες; Και, άκου να μαθαίνεις, τώρα το καλοκαίρι, η κατάθλιψη παίρνει τα πάνω της, το λένε και οι γιατροί, η αρρώστια φουσκώνει σαν το δενδρολίβανο. Το βράζεις, το λοιπόν, το ευλογημένο, το αφήνεις να κρυώσει, το πίνεις, ε, και όσο και να’ ναι, καλυτερεύεις. Πρωί και βράδυ από ένα ποτηράκι. Αφέψημα. Ευλογία θεού… Εγώ το κόβω για την κόρη μου. Πού να στα λέω… Ρόδινα τα μαγουλάκια του, αλλά η ψυχούλα του κοράκου χρώμα. Και τι δεν του έκανα, και τι δεν του κάνουμε με τη μάνα του για να συνέλθει. Τι κούκλες, φουστάνια, στολίδια, μέχρι και παπούτσια λουστρίνια του πήραμε, για να φεγγοβολά πάνω τους το φεγγάρι. Γιατί έτσι ήθελε﮲ να βλέπει το φεγγάρι στα πόδια της. Κι όλο από κοντά την έχουμε. Την πάμε και τη φέρνουμε, ατέλειωτες βόλτες. Δεν την αφήνουμε μόνη ούτε ρούπι. Ούτε μέχρι το ψιλικατζίδικο, που λέει ο λόγος, και που δεν έχουμε πια στη γειτονιά μας. Γιατί για να σου πω –θέλεις να σου πω;- μια φορά, δηλαδή την πρώτη φορά που βγήκε μόνη, πήγε στο ψιλικατζίδικο που είχαμε πριν χρόνια εκεί κοντά, όταν το συμφοριασμένο μου ήταν ακόμη μικρό σαν πουλάκι, και αυτός που το είχε, ο κυρ-Μένιος, της χάρισε τσιμπιδάκια και χτενάκια και τσικλόφουσκες, της έδωσε και δραχμές πενήντα για χαρτζιλίκι –δραχμές τότε είχαμε-, αλλά ήταν το πουλάκι μου κλαμένο και το φουστανάκι του λίγο λερωμένο. Φοβήθηκα μήπως αυτός κάτι της είχε κάνει, αλλά το πουλάκι μου μού ορκίστηκε ότι έπεσε και λίγο κτύπησε. Μια άλλη φορά, που ήθελε να πάει πάλι, ο κυρ-Μένιος, καλή του ώρα, της χάρισε μια μικρή κούκλα και της έδωσε πιο πολλά χρήματα, αφού ήξερε ότι είχαμε ανάγκη, κι εμείς από τότε είπαμε με τη μάνα της «ε, ας πηγαίνει το παιδί στο ψιλικατζίδικο, γείτονας είναι και καλός άνθρωπος, τι θα πάθει το παιδί…». Ε, του στείλαμε κι εμείς λίγο γλυκό του κουταλιού για ανταπόδοση, και το πουλάκι μου πήγαινε κι ερχόταν με τα μαγουλάκια του ρόδινα, κάποτε ήρθε και με καινούργια ρουχαλάκια, ολόκληρη ήταν ροζ, σαν να άνθισε ήταν. Έπειτα, μια μέρα, ξαφνικά, έκλεισε το ψιλικατζίδικο, δεν ξέρουμε τι απέγινε και ο κυρ-Μένιος, κάποιος μου είπε ότι τον μπουζούριασαν, εγώ δεν το πίστεψα, ρώτησα, έψαξα, τίποτα.

Στο πουλάκι μου, από τότε, απέμειναν τα ροζ μαγουλάκια και όλο και πάχαινε και παχαίνει, και βλέπει όνειρα περίεργα που βγάζουν νύχια, και κρέατα σε τσιγκέλια, και τα κορμάκια από τις κούκλες της μαύρα κι άραχνα – εφιάλτες είναι…  Έτσι, συμφωνήσαμε με τη μάνα του να μη το ξαναφήσουμε να βγει έξω μόνο του, να του αγοράζουμε εμείς μικροδωράκια, να του δίνουμε και χαρτζιλίκι όπως έκανε ο ψιλικατζής, και, βέβαια, φτωχοί άνθρωποι είμαστε, τη νύχτα που κοιμάται, του παίρνουμε πίσω το χαρτζιλίκι που του δίνουμε την ημέρα, αλλά, ευτυχώς, δεν το καταλαβαίνει, τίποτα νομίζω ότι καταλαβαίνει πια. Κι εμείς, για να χαίρεται ακόμα περισσότερο, της αλλάξαμε και το όνομα και της το κάναμε Ροδούλα, και τη ντύνουμε στα ροζ, και την πάμε βόλτα κι όλος ο κόσμος την κοιτάζει -το πουλάκι μου, τόσο ωραίο και ροζ είναι. Έ, τώρα, αν κόβω κι από εδώ το δενδρολίβανο, καταλαβαίνετε… Καταλαβαίνετε, ε;…»

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου