Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Μήνας της Γυναίκας | Στέλλα Κουρμούλη

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Στέλλα Κουρμούλη

Ομφάλιος Λώρος

Σιγοτραγουδάς νανουρίσματα στη γλώσσα που θα μου μάθεις. Τεντώνομαι. Απλώνομαι. Νιώθω τους πνεύμονες να φουσκώνουν, να τραντάζονται σε κάθε ανάσα σου. Ακούω την καρδιά μου, κραδασμοί δυνατοί, δυναμώνουν, η καρδιά μου φουσκώνει… Θέλω να τρέξω! Δεν μπορώ… Να τρέξω! Ακούω το νανούρισμά σου. Απαλό… Χάδια με ηρεμούν. Τα πόδια μου, τα χέρια μου, το μυαλό μου, πεινούν. Πεινάω! ΠΕΙΝΑΩ! Τρώω φακές, ρύζι, κρέας, πίτες, τηγανητά κρεμμύδια, ρεβίθια, κι άλλες φακές, κι άλλες πίτες, θέλω αλάτι, θέλω ζάχαρη, νερό. Διψάω! ΔΙΨΑΩ! Πίνω τσάγια, νερό, τσάγια, τσάγια… Το τσάι μού φέρνει αϋπνίες. Όχι άλλο! Φτάνει! Νυστάζω! ΝΥΣΤΑΖΩ! Πρέπει να κοιμηθώ. Μ’ ακούς; Μη στριφογυρνάς. Σώμα, μείνε ήρεμο. Γελάς;

Σώμα, ακούω την καρδιά σου. Όταν ονειρεύεσαι, βλέπω τα όνειρά σου. Είμαστε αγκαλιά, μαζί, γελάμε, μιλάμε, πειραζόμαστε, κρατιόμαστε χέρι χέρι, μεγαλώνουμε, μαζί, στη Γη της Επαγγελίας. Έτσι λες τον τόπο μας. Μου μιλάς, ο εγκέφαλός μου καταγράφει λέξεις στη γλώσσα που θα μου μάθεις.

Τα κακά όνειρα μάς ξυπνούν, άγρια όνειρα, πέφτουμε σε κενό, δε σε βλέπω, δε με βλέπεις, σε φωνάζω, δε μ’ ακούς… Μια δυνατή σφιχτή αγκαλιά μάς σώζει… Μια βραχνή φωνή μάς καθησυχάζει. «Αίσα, μη φοβάσαι». Σου μιλάει, μας χαϊδεύει, μας αγκαλιάζει. Κι εγώ κολυμπάω. Πάνω, κάτω, πλάι, γύρω γύρω, μ’ ένα σωσίβιο. Κολυμπάω, πεινάω, διψάω, κινούμαι ασταμάτητα, το σωσίβιο μεγαλώνει. Μεγαλώνω! Περνούν μέρες, και μέρες, και βδομάδες, κι ακούω, ναι, μπορώ ν’ ακούσω τα τραγούδια σου. Η φωνή σου είναι όμορφη. Με κοιμίζει…

Κι άλλες μέρες… Και νύχτες… Φεύγουν, και φεύγουν, και παύεις τα νανουρίσματα, κι η φωνή σου τώρα ανάστατη, λαχανιασμένη. Τρομαγμένη. Αίσα, μη φοβάσαι… Κραυγές βγάζεις, νιώθω τους πνεύμονές σου να φουσκώνουν, να τραντάζονται σε κάθε ανάσα. Ανασαίνεις γρήγορα, ακούω τη σπασμένη καρδιά σου, κραδασμοί δυνατοί, δυναμώνουν, η καρδιά σου φουσκώνει… Θέλεις να τρέξεις! Δεν μπορείς… Να τρέξεις! Σώμα, μείνε ήρεμο. Ραγισμένο σώμα… Κλαις;

Μιλάς λέξεις στη γλώσσα μας, ακατανόητες: έλεγχος, κατοχή, ανεξαρτησία, Παλαιστίνη, κατεχόμενη Λωρίδα της Γάζας, κράτος, απελευθέρωση, αγώνας, Ισραήλ, πόλεμος.

Κι οι βδομάδες περνούν γρήγορα, και τόσο αργά, πεινάω, διψάω, κι ο χώρος μου μικραίνει! Σε κλωτσάω! Το σωσίβιο γίνεται μια τεράστια σπείρα. Μπερδεύομαι γύρω του! Μεγαλώνει η σπείρα, τυλίγεται στον λαιμό μου! Μ’ ακούς; Δεν μπορώ ν’ ανασάνω! Μ’ ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ; Βοήθεια! Δεν μπορώ να φωνάξω! Κλωτσάω τη στενή υγρή φωλιά μου! Η σπείρα τυλίγεται σφιχτά γύρω απ’ τον λαιμό μου! Μαμά; ΜΑΜΑ! Δυο χέρια με πιέζουν, με πονούν! Μη με τραβάς! Άσε με! ΒΟΗΘΕΙΑ! Πονάω! Θέλω ανάσα… Μια ανάσα… Φως! Δυο μάτια με κοιτούν, δυο χέρια με κρατούν γερά, ένα ψαλίδι με κόβει! Βοήθεια! Όχι, όχι, δεν κόβει εμένα! Ελευθερώνει απ’ το σφιχτό σωσίβιο τον λαιμό μου… Φως! Με γυρνούν ανάποδα! Ανάσα! Παίρνω βαθιά ανάσα! Σε βλέπω που κλαις. Κλαίω μαζί σου. Κρυώνω. Απλώνεις τα χέρια σου, μ’ αγκαλιάζεις, η ζεστασιά σου, μαμά… Πόσο τη λαχταρούσα τη ζεστασιά σου! Τα φιλιά, τα χάδια σου, το θερμό γάλα σου, την αγάπη που δεν ήξερα πως υπάρχει. Δεν ήξερα πως μπορεί να υπάρξει τόση αγάπη, μαμά μου. Φως μπαίνει απ’ το παράθυρο, ένα χειμωνιάτικο απομεσήμερο μυρίζω τον κόσμο. Εσένα, μαμά μου! Και γεύομαι τα δάκρυά σου. Κι ακούω να μου ψιθυρίζεις: «Καλώς ήρθες, μικρό μου θαύμα!»

Κι ακούγεται δυνατός κρότος, μια λάμψη μάς τυφλώνει, κι ένα πνιγηρό σκοτάδι παντού απλωμένο, κλάματα, σκόνη, ουρλιαχτά, δε σ’ ακούω, μαμά! Δε σε μυρίζω! Μαμά μου! Κλαίω! Θέλω να μιλήσω! Δεν μπορώ… Να σε φωνάξω! Τρέμω! Κλωτσάω το στενό χωμάτινο κελί μου! Σκόνη μπαίνει στα ρουθούνια μου, πέτρες και σίδερα με τρυπούν, πονάω… Πονάω… Πονάω…

Περνούν ώρες, μέρες, σκοτεινές… Ησυχία νεκρών παντού. Στα συντρίμμια μιας στριμωγμένης γέννας έμεινε ένα αντίο… Να παίζει… Να παίζει… Ν’ ασφυκτιά…

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου