Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Όλγα Μπακοπούλου

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Όλγα Μπακοπούλου

ΕΠΕΤΕΙΟΣ

(ΕΚΕΙΝΗ)

Μαγαζιά κλειστά. Κολλημένες αφίσες σε βρόμικες βιτρίνες. Μέσα στη στοά δυσωδία από ούρα. Κάποτε δούλευε δυο στενά πιο κάτω. Ερχόταν στο γωνιακό ζαχαροπλαστείο για τάρτα λεμόνι. Προσπέρασε τα κατεβασμένα ρολά και επιτάχυνε το βήμα της. Έστριψε στη λεωφόρο που σκοτείνιαζε από τα χαμηλά σύννεφα.

Η αίθουσα αναμονής ήταν γεμάτη. Θα καθυστερούσε. Από τι όμως; Ούτε δουλειά την περίμενε, ούτε στο σπίτι ανυπομονούσε να επιστρέψει. Βολεύτηκε στην πολυθρόνα αναπαυτικά και κρύφτηκε πίσω από ένα περιοδικό.

Κάθισε δίπλα της. Το πόδι του ακούμπησε το δικό της.  Μισάνοιξε τα χείλη της κι ένιωσε την αψιά μυρωδιά του να την αναστατώνει. Ξεφύλλισε τις σελίδες του περιοδικού νευρικά. Η ματιά του ψηλάφισε το στήθος της. Κρυφοκοίταξε τον ψηλό λαιμό, τους σφιχτούς του ώμους. Στον τοίχο απέναντι, ο λεπτοδείκτης γλίστρησε στο επόμενο λεπτό. Τον κοίταξε, έκλεισε το περιοδικό, το πέταξε στο τραπεζάκι και βγήκε από την αίθουσα βιαστικά. Η ανάγκη της επιτακτική.  Να χώσει το χέρι της μέσα από το πουκάμισο του.

Κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας. Χοντρές στάλες βροχής έσκαγαν πάνω στα πλακάκια. Η ομπρέλα της βρισκόταν στο δερμάτινο μαξιλάρι, λίγα μόλις εκατοστά μακριά από τον άντρα. Θα την έβλεπε άραγε; Θα καταλάβαινε ότι την άφησε επίτηδες;

Κοίταξε πίσω της τη σκάλα διστακτικά, κούμπωσε το φερμουάρ μέχρι απάνω και βγήκε έξω.

Η πόλη γύρω της θολή. Τρανταζόταν το στήθος από το καρδιοχτύπι. Λες; Το λεωφορείο πέρασε ξυστά από το πεζοδρόμιο. Το νερό που λίμναζε στην άκρη του δρόμου τινάχτηκε σαν σιντριβάνι. Πιτσιλιές έβρεξαν το παντελόνι, ρυάκια νερού κύλησαν μέσα από την μπότα, νότισαν την κάλτσα.

Η αφίσα στον τοίχο είχε ξεκολλήσει. Η βροχή και ο αέρας την κομμάτιαζαν. Από το νεανικό πρόσωπο που απεικόνιζε, έλειπε το μισό. Το υπόλοιπο, έτσι μουσκεμένο και φθαρμένο όπως ήταν, έμοιαζε γερασμένο.

Στάθηκε στην μέση του πεζοδρομίου, μουσκεμένη μέχρι το κόκκαλο. Κοίταξε το νερό που χυνόταν στο φρεάτιο, μαζί με λάσπη και σκουπίδια. Έσκυψε πάνω από το σκοτεινό άνοιγμα. Ένιωσε το παρόν της να ρευστοποιείται και να χύνεται μέσα από τη σιδερένια σχάρα. Θα ξεβραζόταν σε κάποια θάλασσα, θα εξατμιζόταν από κάποια αχτίνα.

 Ένας υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε από τον υπόνομο. Τα σκουπίδια είχαν φράξει την είσοδο. Το νερό ξεπηδούσε πίσω στον δρόμο σε πίδακες, ανάβλυζε από τα ανοίγματα, ξεχυνόταν προς όλες τις κατευθύνσεις πλημμυρίζοντας την άσφαλτο.  

Το παρόν της, ξεπήδησε δίπλα στη σόλα της. Της προσφέρθηκε ξανά. Έκανε απότομα μεταβολή και προχώρησε προς το κτήριο, από όπου είχε φύγει λίγη ώρα πριν.  Ανέβηκε τα πρώτα σκαλιά, τρέμοντας από την υγρασία. Αισθάνθηκε την παρουσία του πριν τον δει. Κρατούσε την ομπρέλα της και κατέβαινε με βήματα σταθερά.

Την άρπαξε από το μπράτσο. Την οδήγησε γύρω από την άδεια πλατεία, μέχρι τις δημόσιες τουαλέτες. Της έριξε μια ματιά, πριν τη σπρώξει πίσω από την ξύλινη πόρτα και σφαλίσει τον σύρτη. Δεν την φίλησε. Την ακινητοποίησε με το βλέμμα του στον τοίχο. Την έγραψε βρόμικο σύνθημα στο πλακάκι.  Όπως ποτέ κανείς.

Μάζεψε τα μαλλιά και τις ανάσες της. Στίγματα σκουριάς στον καθρέπτη κάλυψαν την ερυθρότητα της επιδερμίδας, το πρήξιμο των χειλιών, την αναλαμπή του προσώπου.

*                                                   

Όταν έφτασε στο σπίτι, εκείνος είχε ήδη ξαπλώσει. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή στο σαλόνι. Στο τασάκι αποτσίγαρα και στάχτη. Ούτε μια βδομάδα δεν άντεξε λοιπόν χωρίς τσιγάρο. Μάζεψε τα πιάτα και τα άδεια μπουκάλια μπύρας.

Τι μέρα κι αυτή.

Άνοιξε την αυλόπορτα και βγήκε στην πίσω βεράντα. Μοσχοβολούσαν τα άνθη της λεμονιάς. Κρατήθηκε από τα κάγκελα και ρούφηξε λαίμαργα το άρωμά τους.

 Όταν είχαν έρθει να δουν το σπίτι για πρώτη φορά, την κρατούσε από τη μέση. Έκοψε ένα πράσινο λεμόνι και της το έδωσε. Λιγώθηκε από τη μυρωδιά του. Νοίκιασαν το σπίτι χωρίς δεύτερη σκέψη. Με δυο υπνοδωμάτια, όπως το είχαν ονειρευτεί. Ένα δικό τους κι ένα για τα παιδιά που σύντομα θα έπαιζαν στον κήπο. Μέχρι τώρα μόνο το ένα χρησιμοποιούν. Στο άλλο δεν έβαλαν παιδικό κρεβάτι όπως το είχαν σχεδιάσει. Στοιβάζουν τα άχρηστα αντικείμενα που δεν παίρνουν την απόφαση να πετάξουν.

*

Έκλειναν τα μάτια της από την εξάντληση. Σήκωσε το πάπλωμα απαλά για να μην τον ξυπνήσει. Εκείνος γύρισε μεριά, ανάσανε βαριά, αλλά εξακολούθησε να κοιμάται.

Έγειρε στο μαξιλάρι. Θα μπορούσε να την έχει καταλάβει;

Ο ώμος της ακούμπησε σ’ ένα μεταλλικό αντικείμενο. Πάγωσε. Ψαχούλεψε με το χέρι και τα δάχτυλα μπλέχτηκαν στην αλυσίδα ενός μενταγιόν. Το έχωσε στη χούφτα της και βγήκε στον διάδρομο για να το δει καλύτερα στο φως. Μια γυαλιστερή μαύρη καρδιά, με ασημένια αλυσίδα.

Το έκλεισε στη γροθιά της σφιχτά. Περπάτησε μέχρι την κουζίνα. Το σχήμα του αποτυπώθηκε στο δέρμα. Το ακούμπησε στο τραπέζι. Έμεινε να το κοιτάζει για μερικά λεπτά. Σε λίγο θα άλλαζε η μέρα.

«Για δες, αύριο στις 30 είναι η επέτειος μας». «Λες να το θυμήθηκε;» ψιθύρισε και μια λύπη ξινή σαν λεμόνι την πλημμύρισε.

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου