Πέννυ Μηλιά
Mary Blue-The blue Madonna
Ποια ήταν τελικά η Μαίρη Μπλου;
Κανείς δεν ξέρει στα αλήθεια.
Θυμάμαι σαν τώρα τη μέρα που ήρθε στην πόλη.
Είχε έναν φοβερό αέρα, όπως ακριβώς και τώρα.
Κάποιοι, ακόμα και σήμερα λένε ότι ο άνεμος είναι ο πατέρας της.
Αυτός την έφερε, αυτός μας την παίρνει.
Έφτασε λοιπόν στην πόλη μας και κάνεις ποτέ δεν έμαθε από που- σα να φύτρωσε ξαφνικά μέσα στην καρδιά της πόλης, σαν ένας σπόρος που γέννησε ο αέρας και έθρεψε η σιωπή.
Mια αξέχαστη αστραπή.
Η Μαίρη Μπλου.
Με το εκρηκτικό μπούστο της Μέριλιν Μονρόε, την κόμη-φωτιά της Ρίτα Χέιγουορθ, τα βελούδινα μάτια της Σοφίας Λόρεν, τα χέρια-φτερούγες της Μελίνας Μερκούρη και τα αγαλμάτινα πόδια της Τζούλια Ρόμπερτς.
Οι άντρες τη λάτρευαν, οι γυναίκες τη θυμιάτιζαν, τα παιδιά κάθονταν υπνωτισμένα στα γόνατά της.
Η πόλη άνθιζε με την ανάσα της, τα υπόγεια ρυάκια της κελάρυζαν ξανά και χίλια πουλιά την ακολουθούσαν.
Με μια μόνο αγκαλιά της θεράπευε τυφλούς, τα χέρια της ζωντάνευαν τους από χρόνια νεκρούς αγαπημένους μας και με τα μάτια της μόνο μπορούσε να σου μεταδώσει τόση χαρά και αγαλλίαση που γεννιόσουν ξανά, αθώος σαν βρέφος, καθαρός από κάθε λύπη, ολοκαίνουριος.
Πλήθη συνέρρεαν, κοιμόντουσαν κοντά της μόνο και μόνο για να δουν να ανοίγει τα μάτια της, να της αγγίξουν το χέρι, την άκρη του φορέματος της, να φιλήσουν τα πόδια της.
Οι άνθρωποι άρχισαν να την προσκυνάνε, να φιλοτεχνούν την εικόνα της, να χτίζουν εκκλησίες για την καινούργια θρησκεία της Νέας τους Μαντόνα. Όλα διψούσαν μια κάποια σωτηρία. Ρουφούσαν άπληστα.
Αυτή, τη νύχτα κοιμόταν στο μαρμάρινο πάτωμα της μητρόπολης με τους πιστούς τριγύρω της και τη μέρα καθόταν στον χρυσό θρόνο του Καθαιρεμένου Πατριάρχη ακουμπώντας τα πόδια της απαλά σε δυο λιοντάρια που ήμερα γουργούριζαν σαν γάτες.
Ο καιρός περνούσε και η ομορφιά , η ευτυχία πλήθαινε στις καρδιές μας.
Καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο έρχονταν στην Καινούργια Μέκκα του πολιτισμού, οι άνθρωποι χόρευαν, γλεντούσαν, αγαπούσαν.
Ένα απόγευμα που φύσαγε, όπως σήμερα, η Μαίρη Μπλου, κατεβαίνοντας τα σκαλιά της Μητρόπολης, ανοίγει τα τεράστια χέρια της και σηκώνεται λίγα εκατοστά από το πλακόστρωτο. Το πλήθος εκστασιάζεται. Το ίδιο έκπληκτη νιώθει και η ίδια. Σηκώνει πιο ψηλά τα χέρια της και τώρα υψώνεται γύρω στο ένα μέτρο πάνω από την γη. Το πλήθος παραληρεί. Εκείνη χαμογελά ήρεμα και δοκιμάζει να ξανασηκώσει τα χέρια της. Αυτή την φορά μπορεί να υψωθεί δύο μέτρα από το έδαφος. Το πλήθος τρελαίνεται.
Κάποιος ξαφνικά φωνάζει: “Μην φεύγεις! Γιατί μας εγκαταλείπεις;” Όλοι παγώνουν. Αυτό είναι λοιπόν; Μας παρατάει;
Κάποιοι ορμάνε να την πιάσουν, άλλοι προσπαθούν να τους σταματήσουν, στο τέλος κάποιος καταφέρνει να την αρπάξει από το πόδι και να την κατεβάσει σώα. Το θυμάστε; Από εκείνη την μέρα άλλαξαν όλα.
Το πλήθος χωρίζεται σε αυτούς που ουρλιάζουν να την αφήσουν ελεύθερη και σ’ εκείνους που κλαίνε και φωνάζουν πως δεν μπορούν να την αφήσουν να φύγει. Κάποιος, δεν ξέρω ποιος και από που, φέρνει ένα μεγάλο κλουβί. Οι ιερείς την έβαλαν μέσα και την φυγάδευσαν για την μητρόπολη.
Αιματηρές συμπλοκές ξεκίνησαν ανάμεσα στις δύο ομάδες. Κάποιοι βρέθηκαν στο νοσοκομείο. Δεν θρηνήσαμε νεκρούς, αλλά το χειρότερο είχε συμβεί. Η αρρώστια, ο θάνατος και η έχθρα ξαναγύρισαν στην πόλη μας, σαν παλιοί αφέντες από την εξορία.
Η Μαίρη Μπλου, η σιωπηλή Μαντόνα, για την οποία κανείς δεν ήξερε τίποτα πριν, γιατί μέχρι τότε κανείς δεν είχε ακούσει την φωνή της, άρχισε να ουρλιάζει αλλά σε μια γλώσσα άγνωστη, ακατανόητη σε όλους μας.
Επιστρατεύτηκαν οι επιφανέστεροι γλωσσολόγοι αλλά κανείς τους δεν μπόρεσε να βγάλει ούτε μια λέξη από όσα έλεγε, άλλοτε σιγανά και άλλοτε ουρλιάζοντας, η Μαίρη Μπλου.
Οι μέρες πέρναγαν, οι πιστοί αραίωναν μιας και από τη μέρα που μπήκε στο κλουβί ούτε θαύματα έκανε, ούτε τίποτα άλλο, πέρα από το να παραμιλάει τα ακατάληπτα λόγια της.
Της δώσαμε χαρτί και μολύβι να δούμε αν ήξερε γραφή ώστε να αναγνωρίσουμε ίσως κάποιο αλφάβητο και όντως, άρχισε να γράφει με κάτι σημάδια, που όμως ήταν και αυτά εξίσου άγνωστα σε όλους μας.
Έγραφε ασταμάτητα η Μαίρη Μπλου την τελευταία μέρα πριν τον χαμό της, την πρώτη μέρα που δεν είχε ούτε μια επίσκεψη.
Όταν οι φύλακες πήγαν το πρωί δεν βρήκαν στο κλουβί παρά μόνο τις 100 σελίδες που είχε μουτζουρώσει με τα μυστικά από όλους σημάδια της χαμένης για πάντα γλώσσας της.
Αυτές τις σελίδες και αυτό το κλουβί θάβουμε σήμερα αντί για το σώμα της, στο κέντρο της πόλης μας, στο μνημείο που έγινε προς τιμήν της, αφού ανακηρύχθηκε αγία και προστάτιδα της.
Αυτές τις σελίδες και αυτό το κλουβί θα τιμάμε αντί για σώμα αφού το σώμα της χάθηκε για πάντα στον άνεμο και τη σιωπή.