Scroll Top

Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης | της Αγγελικής Πεχλιβάνη

Υπεύθυνη στήλης: Αγγελική Πεχλιβάνη

To Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης είναι μια στήλη ποίησης, πολύ προσωπική, που θα περιλαμβάνει ποιήματα που αγαπώ πολύ, από όλον τον κόσμο. Κάθε Κυριακή, λοιπόν, θα αναρτώνται δύο ή τρία ποιήματα, ίσως με κάποια συνάφεια, ίσως και όχι. Θέλω να πιστεύω πως αυτή η προσωπική και εν μέρει αυθαίρετη επιλογή θα έχει κάποιο ενδιαφέρον. 

Αγγελική Πεχλιβάνη  

Σήμερα 11/5/25, αναρτώνται ποιήματα Μεγίστων και μεγάλων Ελλήνων ποιητών.

Γιώργος Σεφέρης, Piazza san Nicolò

Longtemps je me suis couché de bonne heure

τὸ σπίτι

γεμάτο γρίλιες καὶ δυσπιστία σὰν τὸ καλοκοιτάξεις στὶς σκοτεινὲς γωνιὲς
«γιὰ χρόνια πλάγιαζα νωρίς» ψιθυρίζει
«κοίταζα τὴν εἰκόνα τοῦ Ὕλα καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Μαγδαληνῆς
προτοῦ καληνυχτίσω κοίταζα τὸ παλιὸ ἔλατο μὲ τ᾿ ἄσπρο φῶς
τὰ μέταλλα ποὺ γυάλιζαν καὶ δύσκολα ἄφηνα
τὶς τελευταῖες φωνὲς τῆς μέρας».
Τὸ σπίτι σὰν τὸ καλοκοιτάξεις μέσα ἀπὸ τὶς παλιὲς κορνίζες
ξυπνᾶ μὲ τὰ πατήματα τῆς μητέρας στὰ σκαλοπάτια
τὸ χέρι ποὺ φτιάνει σκεπάσματα ἢ διορθώνει τὴν κουνουπιέρα
τὰ χείλη ποὺ σβήνουν τὴ φλόγα τοῦ κεριοῦ.

Κι ὅλα τοῦτα εἶναι παλιὲς ἱστορίες ποὺ δὲν ἐνδιαφέρουν πιὰ κανέναν
δέσαμε τὴν καρδιά μας καὶ μεγαλώσαμε.
Ἡ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ δὲν κατεβαίνει ποτὲ χαμηλότερα ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ
ποὺ μετρᾶ τὶς ὦρες μονολογώντας καὶ τὸ βλέπουμε
σὰν ἔρχεται τ᾿ ἀπόγευμα στὴν αὐλὴ
ἡ θεία Ντάρια Ντιμιετρόβνα τὸ γένος Τροφίμοβιτς.
Ἡ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ δὲν ἀγγίζει ποτὲ τὸ στιβαρὸ χέρι τοῦ Ἅη Νκόλα
μήτε τὸ φαρμακοποιὸ ποὺ κοιτάζει ἀνάμεσα σὲ μιὰ κόκκινη καὶ πράσινη σφαίρα
σὰν ὑπερωκεάνειο μαρμαρωμένο.

Γιὰ νὰ βρεῖς τὴ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ πρέπει ν᾿ ἀνέβεις ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ καμπαναριὸ
κι ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἅη Νικόλα
κάπου 70 ἢ 80 μέτρα δὲν εἶναι πολύ.
Κι ὅμως ἐκεῖ ψιθυρίζεις ὅπως σὰν πλάγιαζες νωρὶς
καὶ μέσα στὴν εὐκολία τοῦ ὕπνου χάνονταν ἡ πίκρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ
ὄχι λέξεις πολλὲς δυό-τρεῖς μονάχα καὶ τοῦτο φτάνει
ἀφοῦ κυλᾶνε τὰ νερὰ καὶ δὲ φοβοῦνται μὴ σταματήσουν
ψιθυρίζεις ἀκουμπώντας τὸ κεφάλι στὸν ὦμο ἑνὸς φίλου
σὰ νὰ μὴν εἶχες μεγαλώσει μέσα στὸ σπίτι τὸ σιωπηλὸ
μὲ φυσιογνωμίες ποὺ βάρυναν καὶ μᾶς ἔκαναν ἀδέξιους ξένους.
Κι ὅμως ἐκεῖ, λίγο ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ καμπαναριό, ἀλλάζει ἡ ζωή σου.
Δὲν εἶναι μεγάλο πράγμα ν᾿ ἀνεβεῖς μὰ εἶναι πολὺ δύσκολο ν᾿ ἀλλάξεις
σὰν εἶναι τὸ σπίτι μέσα στὴν πέτρινη ἐκκλησιὰ
κι ἡ καρδιά σου μέσα στὸ σπίτι ποὺ σκοτεινιάζει
κι ὅλες οἱ πόρτες κλειδωμένες ἀπὸ τὸ μεγάλο χέρι τοῦ Ἅη Νικόλα

Πήλιο-Κορυτσά, καλοκαίρι-φθινόπωρο ῾37

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

ΜΙΣΗ ΩΡΑ

Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Aλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές —βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός—
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά.

Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993

Αργύρης  Χιόνης

Εσωτικά τοπία, 1991

ΣΤΕΓΗ ΜΟΥ, ΣΤΟΡΓΙΚΗ ΜΗΤΕΡΑ, που μας προστατεύεις απ’ τη μανία των καιρών, εμένα και τη γάτα και τους ψύλλους της και τα χλομά χαρτιά μου όπου ζωγραφίζω ασθενικά πουλιά που τρέμουν τη βροχή, Θεά αυτού του ελάχιστου μικρόκοσμου που υπερασπίζεσαι, αντιστεκόμενη αδιάκοπα στον ουρανό και τ’ άγνωστο, που με τ’ αβάσταχτό τους βάρος Σε πλακώνουν, τη νύχτα, μ’ αγωνία ακούμε τους τριγμούς Σου κι αλαφιασμένοι αγκαλιαζόμαστε, άνθρωπος, γάτα, ψύλλοι και πουλιά, και τις ρωγμές κοιτάμε ν’ ανοίγουν και να κλείνουν στο ταβάνι Σου κι όλο θαρρούμε ότι θα γλιστρήσει απ’ αυτές ο θάνατος κι όλο Εσύ μακριά μας τον κρατάς.

Σκέπη Αγία και Πάνσεπτη, δέξου τις ταπεινές ευχαριστίες μας∙ της γάτας το ηδονικό γουργούρισμα, των ψύλλων τους ευτυχισμένους σάλτους κι αυτό το χάρτινο πουλί που Σου προσφέρω εγώ και προσπαθεί να κελαηδήσει.

Χρήστος  Μπράβος

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Μες στου νεκρού το μάτι
κοιμούνται δέντρα και πουλιά.

Βγαίνουν με το φεγγάρι
τα παιδιά, λεν για τους ζωντανούς
μετρούν τα χρόνια∙
φύλλα μασούν της λησμονιάς
και τραγουδάνε.
Τ’ ακούνε οι όμορφες, ξυπνούν
τ’ ακούνε οι κολασμένες, βγαίνουν κρυφά
στη μαύρη χλόη απάνω
τα κοιμούνται.

Μα οι μάνες που μαραίνονται
για τις χαρές δεν ξέρουν
του άλλου κόσμου.

(Ορεινό καταφύγιο, 1983)

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη