Όχι μια δέσμη από τριαντάφυλλα αλλά μια δέσμη από ελληνικά ποιήματα σημερινά γραμμένα στη γλώσσα μας την οποία επιχειρούν να κοσμήσουν.
Τρεις ποιήτριες και πέντε ποιητές που βαδίζουν με τις λέξεις τους στο παρόν της ελληνικής επικράτειας καθένας με τον δικό του ανάγλυφο τρόπο.
Ας ακούσουμε τις οκτώ αυτές φωνές μέσα από το αντηχείο ενός κόσμου που γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος σαν ερμηνευτές μιας πλευράς του που μπορεί να είναι και εκείνη του καθενός μας.
Επιλογή: Θανάσης Χατζόπουλος
§
Δημήτρης Αγγελής
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Σ’ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟΤΕΡΟ ΘΕΜΑ
Αυτό το ποίημα είναι ο αέρας που σε τυλίγει, Μαρία,
όταν βγαίνεις το πρωί βιαστική, προσπαθώντας να συμμαζέψεις στην τσάντα
το αλουμινόχαρτο με τα βατόμουρα και να καλέσεις ταξί
–κανένα δεν σταματάει, καταριέσαι την ατυχία σου, το ξυπνητήρι που δεν χτύπησε,
τα κλειδιά που δεν σου φανερώθηκαν εγκαίρως,
στην πραγματικότητα όμως φταίει η μοναξιά, δεν το ξέρεις;
Αυτό το ποίημα είναι ο αέρας που σε διατρέχει Μαρία,
γιατί είσαι μια πόλη σκοτεινή και με χάσματα, μια πόλη στοιχειωμένη
απ’ τους παλιούς της ενοίκους –όλοι περαστικοί, έμειναν μόνο
οι χιλιάδες διακηρύξεις της αιώνιας αφοσίωσής τους σκορπισμένες στους δρόμους,
τα σπασμένα τζάμια
κι ένα φωτοστέφανο λευκών περιστεριών που σε περιβάλλει τ’ απόγευμα, εσύ
αποδιώχνεις το θαύμα –πράξεις μόνο απαιτείς
και δεν έχεις.
Αυτός ο αέρας που σε τυλίγει, Μαρία, άλλοτε ψυχρός κι άλλοτε ζεστός,
κατακίτρινος
αέρας παγωτομηχανής, ψημένων καλαμποκιών και γιασεμιών,
αυτός ο αέρας που σφύριζε τότε που χορεύαμε μες στα ηλιοτρόπια και
μας έκλεβε τα πηλίκια
είμαι εγώ, τα μάτια μου που σε λεηλατούν κάθε λεπτό –αν σε χάσω,
θα πρέπει να βρω καινούργιο νόημα στη ζωή
και δεν έχω.
Pablo Picasso | Blue Period I The blue room, 1903
Γιώργος Βέης
ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΤΣΙ:
…τίναζε σχολαστικά τη σκόνη από τα ρούχα του
ξεχώριζε με την πρώτη ματιά μέσα στο πλήθος
μου θύμιζε από μακριά εσένα
ναι, ήμουν σίγουρος
μετά, χωρίς να βιάζεται
ήρθε στη στάση του λεωφορείου
κι έκατσε δίπλα μου
μ΄ άγγιζε ήδη
μόνο που έδειχνε πολύ πιο νέος
όπως θα ήσουν στα δεκαοχτώ σου
κι έκανα να του μιλήσω
όταν εκείνος μού χαμογέλασε πρώτος
ή νόμισα ότι μου χαμογέλασε
περίμενε ίσως να πω κάτι εγώ πρώτος
έμεινα να τον κοιτάζω αμήχανος
τότε μου ήρθε στο νου
μια δήλωση του Πλάτωνα
ότι δηλαδή ο έρωτας
υπάρχει μόνο στον ερώντα κι όχι στον ερώμενο
σα να παπαγάλιζα ξαφνικά αρχαία ελληνικά
σα να βρισκόμουν κοντά στο φωτεινό παράθυρο
που κοίταζε στην Καλντέρα της Σαντορίνης
την άνοιξη του 1983
ενώ ο διπλανός μου την ίδια στιγμή έσκυβε
να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του
κι έβηξε με δύναμη
καθώς γύρισε να με κοιτάξει ξανά
ένας βήχας βροχή ανήμερη
αίμα στην άκρη των χειλιών του
είδα ένα αυτοκίνητο να στρίβει στη γωνία
χωρίς να κόβει ταχύτητα
να πέσει πάνω μας
να μας λιώσει
αλλά δεν πρόλαβα.
Pablo Picasso | Blue Period I The Glass of Beer (Portrait_of_the_Poet_Sabartes), 1901-1902
Κώστας Καναβούρης
ΜΥΡΩΔΙΑ
Ξύπνησα από τη μυρωδιά: κάτι καίγεται
Πουθενά καπνός όμως, πουθενά φωτιά
Έψαξα όλο το σπίτι
Έφτασα μέχρι τις αναμνήσεις του
Παλιά κουτιά με παπούτσια
Χιλιάδων απολεσθέντων βημάτων
Άλλα κουτιά με υπολείμματα λέξεων
Που δεν ειπώθηκαν ποτέ
Και πέθαναν από ασιτία μακράς διαρκείας
Μια φωτογραφία εδώ, ένας χωρισμός εκεί
Σκόρπια και ασύνδετα κομμάτια
Από ακατανόητα αντικείμενα και υποκείμενα
Α, ναι: και μια φωνή ξεχασμένη
Στο πίσω μέρος μιας πένθιμης γιορτής
Χωρίς ημερομηνία έναρξης ή λήξης
Ακόμα και σ’ αυτή τη φωνή έψαξα.
Δεν βρήκα τίποτα.
Ωστόσο η μυρωδιά επιμένει, δυναμώνει
Κι εγώ τώρα πια το ξέρω:
Αφού δεν βρήκα τίποτα
Κάπου καίγονται ψυχές.
Pablo Picasso | Blue Period I La vie, 1903
Χριστίνα Καραντώνη
ΚΑΘΗΛΩΣΗ
Αγκομαχούσε ας μην ανήφορος
φαινόταν πουθενά
Κορδέλα πίσω της λινάρι και βαμβάκι
‒τι μέτρα τι χιλιόμετρα
μόλις ογδόντα εκατοστά‒
ανέμιζε λυτή
θώπευε το πλακάκι όμως
βαρύ το πέδιλον ασήκωτο
όπως τσιμεντωμένο
Μικρός σπουργίτης νόμισε
ότι τριζάτη ρόγα ο ταρσός
ράμφιζε τσίμπαγε μ’ ορμή
τις άδολες ετρύγησε
λαχτάρα ομού και φόρα
Βήμα να μη μωρώνει νηστικό
κι η φύση ανελέητη
με σύριγγα αλκοολούχο
να το ποτίζει άκρατο
έαρ από ορό
Αλέξανδρος Μηλιάς
[ ΠΑΡΟΤΙ ΜΕ ΠΛΕΥΡΙΣΕ ΤΟ ΚΑΚΟ ]
Παρότι με πλεύρισε το κακό, βουκέντρα λύπης που ‘κανε την καρδιά μου να χτυπά,
βίτσα του χρόνου πληγώνοντας το δέρμα [τώρα βοδιού, χύνει μελάνι] δάγκωνα τα
χείλη στα σκεπάσματα, το άγχος λύγιζε το ξημέρωμα
Παρότι με πλεύρισε το κακό, κι έχανα το φιλί κι έχανα τα βρεγμένα μάτια της στο
γκρεμό της πραγματικής ζωής κι έχανα τη γενειάδα του που με καλούσε ωραίο ν’
αναλωθώ στο βυθό ανασύροντας πέρλες πυρκαγιά ομορφιά
Παρότι δεν θ’ άλλαζα τίποτα χρόνια και χρόνια στην αρχή γυρνώντας, και τα
ζουμπούλια μύριζαν στο βλέμμα της κι έχουν τα χέρια σμπαραλιαστεί, λιώσει τα
μαλλιά
Παρότι χτυπάς το πόδι σου κρατώντας τον ρυθμό [νεκρόν σε οσμίζεται το ρύγχος των
απατεώνων] χορδίζοντας τ’ άσπρα, τα μαύρα, κι ήχους κραυγή γρυλίζει η μουσική κι
απλώνεται σαν ξηρασία ανάγνωση κι η σκέψη στάχτη, λίγδα μαρμάρου
Παρότι μιλούσα απορώντας πώς γίνεται να μιλώ, κι ήθελα απείραχτη την ομορφιά κι
όταν ακόμα η σήψη τρώει τους νευρώνες [αίσθηση, ναι, χωρίς σώμα] κι είχα την
πίκρα στα χέρια χωρίς να κρατώ κι είχα την όραση δέκα αλεπούδων στον πάτο
βαρυμένη με πετρέλαιο, πηγάδι, τυλιγμένο ατσαλόσυρμα, ριγμένος, φτύνοντας τ’
όνομά μου
Μηχανικέ, ένα ντισαβαντάζ ζωής που το περνάς σκυρόδεμα να γίνει σκελετός,
μια πεταλούδα κρατημένη απ’ τα φτερά πίσσα κρυσταλλωμένη, η ποίηση δεν θα
σταθεί, χρειάζομαι οινόπνευμα χλωρό να ρίξει τη βρωμιά
Pablo Picasso | Blue Period I The Blind Man’s Meal, 1903
Αλεξάνδρα Πλαστήρα
ΠΡΟΝΟΙΑ
Μου λέει
πως βλέπει
ένα κέλτικο
πουλάκι
Του λέω
κι εγώ το βλέπω
— Και λέμε
Ας μείνει μεταξύ μας
πως το βλέπουμε
για να μη χάσουμε
ο ένας τον άλλο
ISOLA BELLA
Όχι δεν βάζεις δύναμη
να ξεχάσεις τα μάτια της
που δεν είδαν την Ιταλία
Ας μείνει και κάτι ασυγχώρητο
— Κι έχει συμβεί σε πολλούς
Τι θα ‘ταν η αγάπη
αν είχαν συμβεί όλα
στην ώρα τους
ΔΙΑΒΑΖΩ ΠΩΣ
Αυτοί που θ’ άλλαζαν τον κόσμο
έφτασαν στον Δούναβη
από βάλτους και δάση
Κάποτε έκρυβαν
τα βέλη τους
τον ήλιο
Θα τους ξεχάσω
όσους γονάτισαν
κατάπληκτοι
απ’ τον θάνατο
αν και διαβάζω
με επιμέλεια
τη σφαγή
Pablo Picasso | Blue Period I Τhe soup, 1902-1903
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου
ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΤΕ
Πατώ τον ίσκιο ενός ξένου.
Φορώ τα ρούχα ενός πουλιού.
Μιλώ στη γλώσσα ενός οργάνου
Φτιαγμένου από χορδές νερού.
Πενθώ το σκεύος το πήλινο
Που την ψυχή περιέχει,
Αυτή που γέννησα κι ανάθρεψα
Και που θεός δεν την αντέχει.
Στα σκοτεινά δεν άγγιξα άνθρωπο.
Στο φως της μέρας τόσο χιόνι
Που σφίγγω πάνω μου το φτέρωμα
Κι αυτό με σπάει και με λιώνει.
Σε κάποιο ενυδρείο μεγάλωσα,
Μεγάλο ψάρι χωρίς λέπι,
Παιδί καθόλου απαραίτητο
Αλλά από μάνα καθωσπρέπει.
Τ’ αυτιά του κλείνοντας στο τραύλισμα
Των ταξιδιών και των ερώτων
Ο αρχάγγελός μου ο μουσόληπτος
Τραγούδησε, πρώτος των πρώτων.
Τώρα κανείς. Με τα γυαλάκια μου
Διαβάζω συντριβή και στέμμα.
Αυτός ο κόσμος ο κατάπληκτος
Θα στερηθεί νερό και αίμα.
Pablo Picasso | Blue Period I Τhe Old Guitarist, 1903
Χάρης Ψαρράς
ΑΛΛΑΓΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (ΕΞΟΡΙΑ)
Φερμένα απ’ την αντίπερα πλευρά του κυανού
τα ξένα δέντρα ευδοκιμούν κατά τις προσταγές
του ιθαγενούς τοπίου λιγομίλητα.
Πουρνάρια μπλέχτηκαν μες στα φυλλώματά τους.
Θυμάρι μύρωσε τα τόσα παρακλάδια.
Βότσαλα της ακτής σκέπουν τις ρίζες τους.
Τον κορμό τους πελεκά περίπλοκο ερώτημα
περί της φύσεως των πραγμάτων, περί νόστου,
αλλά της ρίζας η έγερση δεν λέει ν’ ανασταλεί.
Εξόριστος δεν είναι κρίμα να βλαστήσεις,
αρκεί νους εαρινός να μη λειάνει
την προσδοκία επιστροφής στην άλλη χώρα,
την παλιννόστησή σου μες στον ουρανό
και στων ατέρμονων χειμώνων τον προπάππου.
Pablo Picasso | Blue Period I Mother and Child, 1902