Ένα χαϊκού κι ένα τάνκα
Ντροπή (περίπου)
εγώ να κλαίω γυμνός
κι εσύ να κοιτάς
Ντροπή (περίπου)
Να σκοτώνεις τους γρύλους
όταν τραγουδούν
Με μια κραυγή πεθαίνουν
ή με αναστεναγμό;
Μεταμορφώσεις
Ή ένας ράφτης στο εργαστήριο
Στα χέρια μου κρατώ μια κούκλα πάνινη το σώμα της ένα κουβάρι και κάθε όργανο του σώματος ένα άλλο χρώμα. Κίτρινη κλωστή το δέρμα κόκκινη το συκώτι καφέ η σπλήνα τα πνευμόνια της λευκά κι ένα πράσινο ξεθωριασμένο η καρδιά της.
Τα μάτια της κοιτούν ακίνητα δυο σκοτεινά πουλιά ή έντομα ή από άψυχο υλικό – μαύρο γυαλί – γιατί γυαλίζουν γυάλινοι σβόλοι κι απ’ την βαρύτητα τους πέφτουν σε χίλια δυο κομμάτια αναλύονται.
Τι απέμεινε τώρα από εμάς;
Εγώ τυφλός δυο τρύπες σκοτεινές κι εσύ ένας σωρός από κλωστές.
Ο αφανισμός ενός καθημερινού ανθρώπου
Το έντομο το λένε σφονδύλη
εγώ το λέω Ορέστη
έχει φτιάξει ένα σπίτι κάτω από το κρεββάτι μου
Για να μη με αφανίσει του δίνω νεκρά κύτταρα
η απολέπιση κοστίζει ένα πρωινό
Ταραζόμαστε τα βράδια όταν το ζευγάρι δίπλα κάνει έρωτα
κι εμείς ακούμε
Αγριεύει το κατοικίδιο
αναχαιτίζεται η ανάσα
δεν αντέχουμε την ώσμωση
Όταν φανούν τα κόκκαλα θα έχει δύσει ο ήλιος
επιτέλους θα έχω απαλλαγεί
Εξάλλου τα λευκά κρόταλα
κάνουν έναν ωραίο ήχο
Ο Ορέστης είναι αργός
εγώ καθαρίζω συνέχεια
Τί παράξενη η συνύπαρξή μας.