Scroll Top

Κυριάκος Δοσαράς | Ποιήματα

ΑΠΟΚΡΥΦΟ

Ο χειμώνας έξω ακρωτηριάζει
καθετί που ανασαίνει.

Κοιτάζει τα λευκά του χαρτιά.

Το χνώτο του βαρύ
τα χέρια του αδύναμα
κι η ψυχή του διαμελισμένη
λάφυρο στους έρωτες
που ποτέ τους δεν τον κοίταξαν
απ’ ευθείας στα μάτια.

Ζεσταίνει το πρόσωπό του
πάνω απ’ τη κούπα του γαλλικού καφέ.

Δεν θα γράψει τίποτα απόψε.

Αρνιούνται οι λέξεις να εκτεθούν
σε συναισθήματα δίχως απόκριση.

ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΟΡΩΝ (Συνομιλώντας με τον ουρανό)

Κι αν δεν υπάρχει κάτι μετά θάνατον
προς τι, η ποίηση Κύριε, σε ρώτησα.

Κι αν κάτι υπάρχει μετά θάνατον
να γιατί, η ποίηση, μου αποκρίθηκες.

Το θέμα είναι τελικά τι προτιμάς.

Πρωταγωνιστής στον μικρόκοσμό σου
ή κομπάρσος μέσα στο αχανές του κόσμου.

Μα, να γράφω ποιήματα, σου απάντησα.

Τότε, γράφε και σώπα,
μου ψιθύρισες στ’ αυτί.

Γράφε και σώπα.

Διαθέσιμο άγγελο πρός το παρόν
δεν έχω να σου στείλω.

ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ

Σκέφτηκε να δεσμεύσει λίγα στρέμματα ουρανού
καθώς η φρικτή ανεπάρκεια του χαρτιού
περιόριζε βάναυσα την έκφραση
των πηγαίων συναισθημάτων του.

Μικρή η γη για να χωρέσει τα μάτια της
και επιτακτική η ανάγκη
να απλώσει το ατελεύτητο σώμα της
ανάμεσα στα αγουροξυπνημένα αστέρια
και τα γόνατα ενός μεσόκοπου Θεού.

Πόσο την αγάπησε
μονάχα ο ίδιος γνωρίζει
και η πρωινή ομίχλη που τώρα σπαρταρά στο στήθος του
τελεί εν διαρκή μετανοία
για όλα όσα με επιμέλεια του φυγάδευσε.

Σκεπάζεται με το τρικυμιώδες πανωφόρι της θάλασσας
και σβήνει ακαριαία μέσα στο ζωογόνο γέλιο της.

Κι αν αυτό δεν κομίζεται έρωτας
ας λογοδοτήσουν κάποτε
οι ατίθασες και πλάνες αυταπάτες του.

Κοιτάζει το παροπλισμένο πιάνο
που αιωρείται στο ημιφωτισμένο σαλόνι
και ματώνει επάνω στις ανέπαφες νότες
που αυτοθέλητα δεν τις άφησε λεύτερες να ουρλιάξουν.

Εκείνη έρχεται και φεύγει
με δρομολόγια έκτακτα
χωρίς έξοδα μετακίνησης.

Αενάως έρχεται και φεύγει.

Ανάβει ένα νωπό ωχρό τσιγάρο
και χάνεται εν ριπή οφθαλμού
μέσα στον πυκνό καπνό του.

04-11-23

ΥΠΟΨΙΝ ΕΡΩΤΟΣ

Σε λίγο θα κοπάσουν οι μουσικές.

Η ραγισμένη πλατεία φωταγωγήθηκε
κι εγώ ακροβολισμένος μέσα στο επιλεκτικό σκοτάδι
επιπόλαια ανασύρω μνήμες
καίγοντας ταυτόχρονα τα δάχτυλά μου
στην άκρη του μαύρου αναπτήρα.

Νοερά επιστρέφεις κάτι φορές
-έτσι κάπως απρόσμενα-
και ποιόν άραγε να κατηγορήσω τώρα.

Τη θύμηση που υπαγορεύει
το σώμα που διαμαρτύρεται
την ποίηση που αργοπεθαίνει
εσένα που διστάζεις
ή τον ανώριμο χειμώνα
που διανύοντας παρατεταμένη εφηβεία
γεμίζει το τσίγκινο τασάκι μου
με δηλητηριώδη νωπά αποτσίγαρα.

Κρύψε με για λίγο στα μαλλιά σου
πριν σε φυγαδεύσει η νύχτα.

Τίποτα πια δεν με κρατάει εδώ
παρά μονάχα το θρόισμα του φουστανιού σου.

ΑΣΠΙΛΟ

Προσπαθώ να θυμηθώ
κείνο το εαρινό βράδυ
που έπεσες απ’ τους ουρανούς.

Και λίγο πριν αναληφθείς ξανά
αυτόφωτη, κρυστάλλινη και καθάρια
-εν πλήρη δόξη-
μη με λησμόνει σε παρακαλώ
καθώς όλες μου οι ψαλμουδιές
εσένα ύμνησαν εδώ στη γη.

Πως αλλιώς να στο πω.

Δεν ήσουν έρωτας απλά.

Ήσουν δόγμα.

ΜΙΚΡΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

Καθημερινές απόβραδο
συνομιλεί στον κήπο
με τον χιονάνθρωπο
του διπλανού σπιτιού.
Ήταν ποιητής κι αυτός κάποτε.

Χτυπά δυνατά παλαμάκια
πριν το σύμπαν ξεράσει αμάσητο σκοτάδι.
Στη φλοκάτη μπροστά στο τζάκι
η γερασμένη του γάτα
κρατά σφιχτά στο στόμα της
ένα τσόχινο αστέρι
που έπεσε απ’ τα χέρια του.

Νοσταλγεί το δέρμα της
κι εκείνη τη βελούδινη μωβ κουβέρτα
που στέγαζε τα γυμνά τους κορμιά.
Έξω βρέχει καταρρακτωδώς αναμνήσεις
καθώς ο χειμώνας
προκλητικά σφυρίζει αδιάφορα.

Έβαλε τη σιωπή στη διαπασών
και ανάβει άφιλτρο τσιγάρο.
Μια ακόμη πενιχρή μορφή αυτοχειρίας
ευτυχώς χωρίς απώλειες.

Ο ΝΑΥΑΓΟΣ

Τέσσερις ώρες πάλευε στον ύπνο του
με τα θεόρατα κύματα.

Και για κακή του τύχη
δεν ήξερε κολύμπι.

Ικέτευε, για ένα λυτρωτικό σωσίβιο
ή τουλάχιστον
για κάποιο ανέλπιστο διερχόμενο πλοιάριο
που θα του έσωζε τη ζωή.

Το αλμυρό του μαξιλάρι
η απρόσμενη βραχονησίδα
στη μέση του πουθενά.

Βιογραφικό Κυριάκος Δοσαράς