Scroll Top

Εύα Μαθιουδάκη “Σώμα ερωτικό, Η ιστορία μιας μεταφράστριας” | Γράφει ο Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος

Εύα Μαθιουδάκη, «Σώμα ερωτικό, Η ιστορία μιας μεταφράστριας», εκδ. Καστανιώτη

Γράφει Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος

Η Στέλλα Βουρδουμπά εντός, εκτός κι επί τα αυτά[1]

«Η νουβέλα που κρατάτε στα χέρια σας δεν έχει την πρόθεση βιογραφικής καταγραφής της Στέλλας Βουρδουμπά […]. Εκείνη θα με συμβούλευε να αποφύγω το βίωμα στην τέχνη γιατί είναι επισφαλές, γιατί όλα μένουν εδώ μέχρι να βρούμε έναν τρόπο να τα ξαναπούμε από την αρχή» (σ. 181).

Με τα παραπάνω λόγια, η Εύα Μαθιουδάκη κλείνει τους λογαριασμούς της με την ανά χείρας νουβέλα, στο επιλογικό σημείωμα που επιγράφεται «Επίμετρο», με το οποίο κλείνει και το βιβλίο της, Σώμα ερωτικό. Η ιστορία μιας μεταφράστριας. Αν κοιτάξουμε προσεκτικότερα το μικρό απόσπασμα που μόλις παρέθεσα, θα σχηματίσουμε μια ακριβή κατά το μάλλον εικόνα του περιεχομένου του βιβλίου της: η ιστορία μιας πραγματικής γυναίκας, της μεταφράστριας Στέλλας Βουρδουμπά, την οποία η συγγραφέας, αρκετά μικρή, γνωρίζει χάρη στη φιλία της με τον πατέρα της. Πριν, ωστόσο, από την ιστορία, με πεζό ιώτα αυτή τη φορά, απέφυγα να βάλω τη λέξη «πραγματική». Πρόκειται, λοιπόν, για νόθα ιστορία; Για επινόηση; Σίγουρα η συζήτηση είναι μεγάλη και ο χρόνος δεν επαρκεί για να την πραγματώσουμε, ωστόσο, αξίζει να θέσουμε εξαρχής το ερώτημα για τη σχέση του έργου με την -πολλαπλώς νοοούμενη- πραγματικότητα. Άλλωστε, όλα συντείνουν στο να θεωρήσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με το ευρύχωρο είδος της μυθοπλαστικής βιογραφίας. Είναι, όμως, έτσι;

Μια μόνη ματιά στη δομή του έργου θα αποκαλύψει την τριμερή δομή του, η οποία αρμόζεται από τρεις αφηγητές, τον Μιχάλη, πατέρα της συγγραφέα, τη Μαρία και τελικά την ίδια τη Στέλλα. Θα μπορούσαμε εξαρχής να κάνουμε λόγο για μια υπό γωνία βιογραφία ή για μια Στέλλα εντός, εκτός κι επί τα αυτά, όρους στους οποίος θα επανέλθω αμέσως. Από την αρχή της ανάγνωσης, ακόμη και από τα κειμενικά κατώφλια, με τον αποκαλυπτικό υπότιτλο της νουβέλας, καταλαβαίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με την ιστορία μιας γυναίκας, η οποία εξασκεί το επάγγελμα της μεταφράστριας. Πρώτη, μάλιστα, φορά, συναντάμε, δια στόματος του Μιχάλη, τη Στέλλα ως «ηλικιωμένη, γριά θα την έλεγες αν την έβλεπες στον δρόμο. Αλλά πώς να τη συναντούσες; Κλεισμένη στο σπίτι της, το σώμα της, η ίδια ολόκληρη είχε γίνει ένα με το μικρό καθιστικό. Μια μάζα πάνω σ’ ένα ξεθωριασμένο μαξιλάρι» (σ. 14). Οι συστάσεις, βέβαια, θα ολοκληρωθούν πολύ αργότερα, όταν, με την αφήγηση του πρώτου αφηγητή, γυρίσει πίσω ο χρόνος και συναντήσουμε τη Στέλλα εντός της Ιστορίας, με ι κεφαλαίο τώρα.

Η Στέλλα του Μιχάλη είναι η Στέλλα που ζει τη ζωή της όπως τη θέλει, που δηλώνει «Ελευθερία και έρωτας […]! Με αυτά τα εφόδια ξεκινώ και πίσω δεν γυρνώ» (σ. 22), που φέρει αταβική παρακαταθήκη τους χυμούς του σώματος, του ερωτικού της σώματος, ενός έρωτα, όμως, που δεν περιορίζεται ούτε μόνο στο σαρκικό ούτε μόνο στο ανθρώπινο, εκείνους τους χυμούς με την ενώνουν με τη μητέρα της και τη δική της ιστορία. Η Στέλλα είναι η κοπέλα του Παρισιού, του μεγάλου έρωτα, των λογοτεχνικών συζητήσεων, της πρώτης επαφής με τη μετάφραση, η οποία «δεν αποτελεί μόνο τη μεταφορά ενός ήδη υπάρχοντος κειμένου από τη μια γλώσσα σε μια άλλη» (σ. 32). Η Στέλλα του Μιχάλη είναι η Στέλλα της οδού Μεθώνης, των αναγνώσεων του Κοσμά Πολίτη, των συζητήσεων για την ελληνική λογοτεχνία, αλλά και η Στέλλα του μεγάλου έρωτα, του σχεδόν ανεκπλήρωτου, η Στέλλα του Σωτήρη. Είναι η Στέλλα του ελληνικού μεσοπολέμου, της μεταξικής δικτατορίας, των ιδεών, η Στέλλα που την περίοδο της Κατοχής θα ανέβει στο βουνό, η Στέλλα της Αντίστασης.

Ο Μιχάλης μιλά για τη δική του Στέλλα, όπως την αποκρυστάλλωσαν οι αφηγήσεις της. Μεταφράζει τη ζωή της, μια ζωή γεμάτη, μια ζωή που πλέον ανήκει σε όλους όσους τη διαβάζουμε. Η Στέλλα μετά την απελευθέρωση μοιάζει να ανθίζει. «Οι νέοι ζητούσαν βιβλία, πολλά βιβλία που τους είχε στερήσει η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος. || Η Στέλλα κούρνιασε σε αυτό το πνευματικό μελίσσι, βρήκε συντρόφους με το ίδιο πάθος και όραμα. Απέκτησε φίλους και προστάτες. […] Το όνομά της άρχισε να γίνεται γνωστό στους προοδευτικούς κύκλους των εκδοτών […]» (σσ. 58-59). Η Στέλλα του Μιχάλη, με τα πάνω και τα κάτω της, παραμένει μια μορφή σχεδόν μυθική. Το καταληκτικό σχόλιο του πρώτου αφηγητή είναι ενδεικτικό: «Αυτή ήταν η Στέλλα, ένας φωτεινός σταθμός στη μνήμη μου» (σ. 62).

Η σκυτάλη της αφήγησης περνά στη Μαρία, τη δασκάλα που μένει δίπλα στη Στέλλα και μοιράζεται μαζί της τις αγωνίες και τους πόθους της, την αγάπη για το διάβασμα και τη λογοτεχνία, αλλά, ταυτόχρονα, μοιράζεται και μαζί μας τη Στέλλα «εκτός», τη Στέλλα εκτός των μεγάλων αφηγήσεων, των ηρωικών στιγμών της Αντίστασης λ.χ., αφήνοντάς μας να γνωρίσουμε μια Στέλλα αμιγώς ανθρώπινη. Διαβάζω την πρώτη στιγμή που η Μαρία συναντά την ηλικιωμένη της γειτόνισσα:

«Τη Στέλλα τη συνάντησα τυχαία μια μέρα που ζήτησε τη βοήθειά μου. Κάποιο μπαούλο ήθελε να μεταφέρει ή κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι καλά. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι μπήκα για πρώτη φορά σ’ ένα σπίτι που δεν έμοιαζε με κανένα από όσα είχα δει μέχρι τότε. Πρώτα-πρώτα η μυρωδιά του, κάτι μεταξύ γυναικείου αρώματος και τσιγάρου Gitanes -μια μυρωδιά που πολύ αργότερα ξαναβρήκα όταν επισκέφτηκα το Παρίσι- και βιβλία, πολλά βιβλία στοιβαγμένα παντού: σε χαμηλές βιβλιοθήκες, σε μικρά τραπέζια, στο μεγάλο γραφείο της» (σ. 73)

Αν ο Μιχάλης είχε το προνόμιο να γνωρίσει τη Στέλλα του δήμου, η Μαρία μάς συστήνει τη Στέλλα του οίκου. Η Μαρία, ως γυναίκα, βλέπει διαφορετικά την πρωταγωνίστρια. Αποτελεί, λοιπόν, ένα πολύ έξυπνο τέχνασμα, αν υποθέσουμε πως η Μαρία είναι αγνή μυθοπλασία, ώστε να μπορέσουμε να δούμε και από αυτή τη γωνία τη Στέλλα. Η Μαρία, λοιπόν, θα μας επιτρέψει να δούμε από κοντά τη γυναίκα Στέλλα, εκείνη που αφήνεται και αφήνει, που αναζητά, που αγωνιά, που πάσχει. Λοξές ματιές στη λογοτεχνική κίνηση της μεταπολεμικότητας, ψηφίδες που συμπληρώνουν όχι μόνο το πορτρέτο της Στέλλας αλλά γενικότερα της εποχής. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο πως χάρη στη Μαρία έχουμε την τύχη να διαβάσουμε μερικές από τις πιο έξοχες σελίδες του έργου σχετικά με το μεταφράζειν. Η Στέλλα δεν χάνει την ευκαιρία να μιλήσει για τις  προσωπικές της αγάπες, για Ρώσους και Γάλλος συγγραφείς, να κρίνει, να αποκαλύψει, να υπαινιχθεί. «Εκεί στο Παρίσι διάβαζα πολύ και Γάλλους και Ρώσους. Πώς να τους ξεχωρίσεις; Οι Ρώσοι έχουν βάθος, δεν εξαντλούνται σε περιγραφές όπως οι Γάλλοι, δεν μπορούμε όμως να γενικεύουμε. Σπουδαίοι και οι Γάλλοι» (σ. 102), ή αλλού, «Ο Ντοστογιέφσκι, Μαρία, είναι σαν το ξερό ψωμί, δύσκολος, δυσνόητος, ακόμη και για τους πλέον διαβασμένους μεταφραστές» (σ. 111).

Το τρίτο, τώρα, μέρος του κειμένου είναι κι εκείνο το οποίο μπορούμε να βαφτίζουμε «Η Στέλλα επί τα αυτά», καθώς ο λόγος πλέον δίνεται στην ίδια την ηρωίδα της νουβέλας. Εδώ, οι αφηγήσεις της συμπληρώνουν τις καταθέσεις του Μιχάλη και της Μαρίας, ολοκληρώνοντας το μεγάλο ψηφιδωτό της ζωής της. Η Στέλλα συμπληρώνει κενά, διορθώνει, αφήνεται και παρασύρεται από τη μνήμη της, μια μνήμη αλγεινή, παλεύει μεταξύ χαμένων ανθρώπων, ερώτων, στιγμών. Κι όμως, σε αυτό το τρίτο μέρος, η συγγραφέας αποδίδει με μεγάλη ενάργεια τον ψυχικό κόσμο της πρωταγωνίστριάς της, τον οποίο συστηματικά έχτιζε στα δύο προηγούμενα μέρη του βιβλίου της.

Η Στέλλα πολλές φορές θα επαναλάβει πράγματα που οι αναγνώστες της ήδη ξέρουμε ή, τουλάχιστον, έχουμε καταλάβει. Λίγα είναι εκείνα που θα μάθουμε από την ίδια. Περισσότερο, θα λέγαμε, η Στέλλα φωτίζει τις αφηγήσεις του Μιχάλη και της Μαρίας με ένα δικό της φως, ή, μάλλον, ημίφως. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κορύφωση που στήθηκε αριστοτεχνικά από την πρώτη σελίδα. Η Στέλλα που κλείνει το έργο είναι η Στέλλα της Στέλλας. Η γραμμικότητα σπάει και οι αναμνήσεις της κατακλύζουν τις σελίδες της νουβέλας. Η Στέλλα που κλείνει τους λογαριασμούς της με την Ιστορία και την ιστορία, για να υπογράψει, εν τέλει, την τελευταία αυτή πράξη της μετάφρασης.

Επιστρέφω στην αρχιτεκτονική της νουβέλας, με την οποία θα καταλήξω. Η Μαθιουδάκη παρεμβάλει μεταξύ των όσων αφηγούνται οι τρεις αφηγητές της βιβλιογραφικά σημειώματα για Έλληνες κι Ελληνίδες μεταφραστές και μεταφράστριες. Realia που επίσης ρίχνουν φως σε ένα σχετικά παραμελημένο κομμάτι της νεοελληνικής γραμματείας. Η ιστορία της Στέλλας είναι η ιστορία μιας μεταφράστριας, η οποία, σε επίπεδο θεωρητικό, γίνεται μετωνυμία των μεταφραστών και μεταφραστριών, ζώντας μια ζωή μάλλον κοινή. Το ερώτημα που μένει να απαντήσουμε είναι το εξής: πού τελειώνει η λογοτεχνία και πού αρχίζει το βίωμα; Είναι, όμως, ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί. Η Μαθιουδάκη καταθέτει τη δική της Στέλλα Βουρδουμπά, μια «χάρτινη» ηρωίδα που αντλεί από την πραγματική Στέλλα Βουρδουμπά. Ο όρος «μυθιστορηματική βιογραφία» ίσως θα πρόβαλε νικητής σε μια πρώτη ανάγνωση του έργου. Ωστόσο, η Μαθιουδάκη δεν θέλει να δώσει την «ιστορία της ζωής μιας επιφανούς γυναίκας». Η συγγραφέας καταθέτει ένα πολύ ζωντανό πορτρέτο μιας μεταφράστριας, ενός χαρακτήρα ταυτόχρονα απλού και πολύπλοκου. Φωτίζει έναν ολόκληρο χώρο και χρόνο, ζωές και «φέτες ζωών», γράφοντας από την αρχή μέχρι το τέλος λογοτεχνία.


[1] Επεξεργασμένη μορφή κειμένου που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου, στη Θεσσαλονίκη, στις 12 Νοεμβρίου 2024.

Βιογραφικό Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος