Scroll Top

Νίκος Προσκεφαλάς “Ο ουρανός ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω” | Γράφει η Μαίρη Σιδηρά

Νίκος Προσκεφαλάς, Ο ουρανός ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω, Εκδόσεις Εύμαρος, 2024

Γράφει η Μαίρη Σιδηρά

Ο ουρανός ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω: Ένα σύγχρονο ποιητικό χρονικό για τις ζωτικές ανάγκες του είδους μας[1]

Ίσα που έκλεισε τους τρεις μήνες (Δεκέμβριος 2024) η νεόκοπη ποιητική συλλογή του Νίκου Προσκεφαλά Ο ουρανός ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω από τις εκδόσεις Εύμαρος. Το ουράνιο σχέδιο του εξωφύλλου, με το κραταιό αμόλυντο γαλάζιο και το λευκό που επιτείνει τη μεταφυσική διαπερατότητα και το αχανές του πλέον μεταφυσικού χρώματος, του μπλε και των αποχρώσεών του, ανήκει στην Αλίκη Κακουλίδου.

Σε σημαντικό βαθμό «ακούμε» εντός της συλλογής την ιδιότυπη φωνή ενός ισχυρού ποιητικού υποκειμένου, που, στρεφόμενο είτε εις εαυτόν είτε με πρόνοια πατρική προς εμάς, φιλοσοφεί, διασχίζεται από μεταφυσικές αστραπές που φωταγωγούν το βάθος του, λυπάται, απολύει την αυτάρκειά του, ταλαντώνεται επικινδύνως, ενώ συγχρόνως με μια σεμνή αποδοχή των πάντων, συνεχίζει να ασκεί, να γνωρίζει και να διευρύνει την ανθρωπινότητά του. «Ακούμε» μια ρομαντική φωνή ως προς την καλλιτεχνική της ιδιοσυστασία, μέσα από τις αξίες και την κοσμοθεωρία που το ποιητικό υποκείμενο εγκολπώνεται, μέσα ακόμη κι από τον δεσπόζοντα πατρικό, μυσταγωγικό, ιερατικό, διδακτικό ρόλο που με θαυμαστή δεξιοτεχνία, χωρίς χνάρι κομπασμού ή περισσού ζήλου, διαδραματίζει. Κάποτε, όχι σπάνια, ανοίγει για μας τα ακριβοθώρητα δώματα ενός ερωτικού και ισκιωμένου, εμπράγματου και συχνά ηχητικού λυρισμού.

Η φαντασία διαγράφει μια στικτή γραμμή που ενώνει ανάρια την ποιητική του με το ευρωπαϊκό ρομαντικό κίνημα. «Η φαντασία για τους ρομαντικούς ποιητές», αναφέρει ο Άγγλος ποιητής Coleridge, «ασκεί μια τροποποιητική δύναμη, γιατί είναι μια δημιουργική δύναμη που όχι μόνο ενώνει, αλλά κυρίως μπορεί να μετασχηματίζει και να δημιουργεί μια σύνθεση καινούργια ως προς την ποιοτική της σύσταση, όπως συμβαίνει όταν το νερό γίνεται πάγος. Για να το θέσουμε με λογοτεχνικούς όρους, ο Κόλεριτζ αντιπαραθέτει αυτό που ονομάζει “ζωγραφική”, ξεκάθαρη ορθολογιστική περιγραφή, στη “δημιουργία”. Δηλαδή στον φανταστικό μετασχηματισμό του “άψυχου κρύου κόσμου” σύμφωνα με το όραμα του ποιητή».[2] Και ο Νίκος Προσκεφαλάς, αποσκοπεί εμμονικά, ως δοσμένος και οραματικός καλλιτέχνης, στον μετασχηματισμό του σκληροτράχηλου αγώνα του ποιητικού υποκειμένου του ή και ημών των αναγνωστών του σε όντα άξια για ευδαίμονα και ηθικό βίο. Γιατί, πράγματι, κάποτε, ο ποιητής, αυτός με την τόσο νευρώδη φαντασία, μας πληρώνει με ήθος. Όχι με την τυπολογία του εδεμικού καλού – κακού, αλλά με αυτό της καθαρότητας και της ευγλωττίας των πραγμάτων.

Η συλλογή εκκινά με δύο τετράστιχα εν είδει motο. Το πρώτο αφορά κυρίως στην ποιητική λειτουργία και το δεύτερο στο νοηματικό ανάβλυσμα της συλλογής. Και τα δύο φέρουν τον διεγερτικό άνεμο μιας ενδιαφέρουσας ποίησης με χαρακτήρα και… παλιά κολλημένα ένσημα. Στο 1ο, ο ποιητής καταθέτει έναν περί ποιήσεως ορισμό, απομονώνοντας ως εξέχον χαρακτηριστικό την, μετά της γραφής του ποιήματος, λειτουργία του χρόνου. Αρχικά το ποίημα δεν αναδίδει πλήρως το άρωμά του, δεν ενεργοποιείται η ερμηνευτική προσέγγιση. Απαιτείται υπομονή για ν’ αποδώσει τους καρπούς του, μια υπομονή που εμπεριέχει αδιάκριτα αναγνώστη και ποιητή, θέτοντας ανοιχτά τον 2ο στη θέση του 1ου: Το ποίημα είναι μνήμα/ Στο βάθος του φέγγει ένα καντήλι/ κάθεσαι απέναντι και το κοιτάς/ Περιμένεις να ζωντανέψει. Το 2ο moto, με περισσότερες μεταφορικές διακτινώσεις, με αποφαντικό και ρητό ύφος, κλείνει εντός του κάθε περιπέτεια προσπάθειας, πρωτίστως δε, εκ της παρακειμενικής πρόταξής του, την περιπέτεια της γέννησης του ποιήματος: Έχει κι η νέα σελήνη/ τη σαγήνη της/ Στο αγκίστρι της κρεμάω την ελπίδα/ για πανσέληνο.

Η συλλογή, επίσης, τέμνεται σε δύο τιτλοφορημένα μέρη, το μέρος α΄, «Εντός των τειχών οι μάχες» και το μέρος β΄, «Χαραμάδα φυλακισμένη». Ωστόσο, η πολυσημία του «ουρανού» του γενικού τίτλου, την αγκαλιάζει στο σύνολό της. Βουβός, αυθύπαρκτος, παρατηρητής της βασανισμένης συνθήκης του ποιητικού υποκειμένου στο πρώτο μέρος, μέτοχος της ανθρώπινης κατάστασης και συνεργός κάποτε στην ευτυχία της στο δεύτερο. Ο ποιητής δε δεσμεύει τον απέραντο θόλο με κοινές προσωποποιήσεις, αφήνοντας σε μια εκκρεμότητα διαρκή την παρουσία του. Θεολογεί ορώντας και απορώντας, άνευ απεύθυνσης στο υπέρτατο, άνευ προσευχής, κραταιώνοντας με την υπόστασή τους και μόνο –κάποτε τη λυρική- το μεγάλο και το μικρό των δυνάμεων του αντιληπτού κόσμου. Ωστόσο, το ερώτημα «τι εστί ουρανός», σύμφυτο με την αρχέγονη τάση της προσωποιητικής απεύθυνσης, διαπερνά την αναγνωστική στάση. Εν γένει, ο απέραντος θόλος, το άλεκτο στερέωμα και ενοχοποιεί και συντρέχει τη θνητότητα. Εκ του τίτλου και μόνο εννοούμε μια, είτε έντεχνη, στο τέμπο της δημοτικής μας παράδοσης, είτε φιλοσοφικά θεολογική θεώρηση του άνω. Στη συλλογή, επίσης, ενυπάρχουν «χίλιες και μία» σύγχρονες παραλλαγές της ιστορίας της πτώσης, ιδίως στο α΄ μέρος, και άλλες τόσες, περίπου, ανατάσεις, ιδίως στο β’.

Οπωσδήποτε, έκδηλα συνειδητή η τροχιά του ποιητικού σώματος, η ταλάντωση από το ζόφος στο φως, μια συμβολική αναγωγή των ανθρώπινων στην ουράνια τάξη της νύχτας και της μέρας, της θύελλας και της νηνεμίας. Αναγνωρίζουμε, ωστόσο, ότι το κυρίως ευρισκόμενο χρώμα του ουρανού στη συλλογή είναι το ανοιχτό μπλε, οι συγχορδίες του γαλάζιου. Ο Gaston Bachelar έρχεται συνήγορος στην προσέγγισή μας, καθώς δεν αντιλαμβάνεται τη φαινομενολογία ως συνειδητοποίηση των εξωτερικών αλλά των ψυχολογικών φαινομένων.[3] Ακόμη, ο πειρασμός της ψυχαναλυτικής προσέγγισης, η λοξή ματιά προς το Super ego του Freud, μα και προς τον Λόγο του Lacan, ταυτόσημο με την είσοδο στη χώρα του πατέρα, το τυραννικό, ακόμη, εγώ του ιδίου, κεντρίζουν για ανάλογες εφαρμογές στο σώμα της συλλογής.

Υφολογικά, συμπεριλαμβανομένου και του τίτλου, η συλλογή συνιστά θρίαμβο της αθέατα μελετημένης προφορικότητας στο μεγαλύτερο τμήμα της. Ένα με τη νοηματοδότησή τους οι λέξεις, ζυγιάζονται κρυφίως, ακολουθώντας την πτώση, την πτήση, τον αιφνίδιο μετεωρισμό του νοήματος. Διακρίνεται μια προσωπική ποιητικότητα στην κοπή του στίχου, που παραδίδει έναν οίακα ανάγνωσης, δένοντας μελικά τα ποιήματα. Στο ποιητικό υπόστρωμα τα διηγηματικά είδη διαγκωνίζονται: η παραβολή, η μικρή γνωστή μα ευφυώς παραλλαγμένη ιστορία, ο μύθος, το σενάριο, ενώ στο τέλος εντάσσονται και prose poems. Μια διακριτική συγγένεια επίσης, κυρίως στο πρώτο μέρος, με την αρχαιοελληνική λυρική μούσα και ιδίως με την αφηγηματικότερη ελληνιστική ποιητική. Τα διδάγματα του Καβάφη έχουν περάσει ενδοφλέβια στον νέο ποιητή. Η δυσεπίτευκτη ποιητικοποίηση μιας στάσης, που σπανίζει στις μέρες μας, όποιο πρόσημο κι αν έχει, υπαρξιστικό, βιοθεωρίας, πολιτικής, κ.λπ., αισθητικοποιεί την ηθική και τις πραγματώσεις της. Ως προς τούτο αλλά και για τη λειασμένη απλότητα ή και την προφορικότητα του στίχου συνάγουμε συγγένεια με την α΄ μεταπολεμική γενιά, ιδίως με τον Αναγνωστάκη, τον Σαχτούρη και τον Καρούζο, αλλά και με μεγάλους ποιητές μας ιστορητές της β΄ μεταπολεμικής γενιάς, τον Γιώργη Παυλόπουλο ιδίως.

Α. «Εντός των τειχών οι μάχες»: Ο ουρανός ως μάρτυρας φθοράς

Το α΄ μέρος «Εντός των τειχών οι μάχες» εκκινεί με το πολλαπλώς τροφοδοτικό της συλλογής «Δίλημμα»: Βαρύς μολύβι/ ο ουρανός/ ή που θα μας πλακώσει/ οριστικά/ ή που θα του δοθούμε/να σωθούμε// Μακριά του το ’χουμε αποφασίσει/ δεν μπορούμε// Ό,τι έπεται κάτω απ’ το δικό του βλέμμα συντελείται. Το μεταφυσικό δίλημμα υποστασιοποιημένο εικαστικά μέσω ενός μολυβένιου ουρανού που αξιώνει παράδοση ή ασφυκτική κάθοδο στα ανθρώπινα. Το «μακριά», διλημματικό, κουβαλά  την απόσταση από το υπεράνω και συνθέτει την εσαεί αντίφαση, το ηθικό και μεταφυσικό  μετεωρισμό του είδους μας. «Δεν μπορούμε» αφενός χωρίς ουρανό και αφετέρου «το ’χουμε αποφασίσει» να είμαστε μακριά του, προτρεπόμενοι απ’ την ισχύ του εγώ μας. Ωστόσο, όλα, επόμενα και προηγούμενα, κι αυτή ακόμα η δυσθυμία μας απέναντί του πραγματώνεται υπό το βλέμμα του. Στην «Εγκατάλειψη» που ακολουθεί άναρθρο το ποιητικό υποκείμενο, εγκαταλελειμμένο στην ανθρώπινη φύση του, ζηλοί την αμεσότητα της θεϊκής σχέσης, τη γνησιότητα της κραυγής «Ίνα τι με εγκατέλειψες» του Θεανθρώπου προς τον Πατέρα. Έμφοβο, αγύμναστο στης εμπιστοσύνης τα πεδία, κινείται σε μια αβυσσαλέα εσωτερική αμηχανία που καταδηλώνεται ως «σιωπή». Στην «Αντανάκλαση» που έπεται, και πάλι ο άνθρωπος άπορος μες τη δίνη της απορίας του. Η ρομαντική, στις ιδεολογικές της καταβολές, αναπαράσταση του υπαρξιακού σεισμού χτίζεται εμπράγματα, με σύγχρονο λεκτικό και πεζολογικές αναπαραστάσεις που χαλαρώνουν την εμβέλεια της ασφυκτικής αμηχανίας: […] Αλλά αν και του ουρανού αναβοσβήνουν/ τα φανάρια ψυχορραγώντας/ άμα κι εκεί τελειώσαν της ζωής τα εμβόλια/ πάμε χαμένοι […]

Έπονται τέσσερα ποιήματα ποιητικής, ιδιαίτερης ωριμότητας στην εκφραστική και εννοιακή τους συγκρότηση. Στον «Καταρράκτη»,  η ποίηση φέρεται ως ακτινογραφία του ανέκφραστου «έχω έναν καταρράκτη/ Νιαγάρα αλμυρό […]». Στον βηματισμό και τη δραματοποίηση της «Άγνωστης λέξης», σπαρταρά ενδοφλέβια ο Καβάφης: «Άναβε τσιγάρο τα βράδια ο Μαγιακόφσκι/ και με το σβησμένο σπίρτο/ έγραφε στο χαρτί μια λέξη/ υπολογίζοντας/ ποίημα να την κάνει […]. Έτερο ποίημα ποιητικής «Οι λέξεις», ωσάν κομψοτέχνημα καταγωγής αρχαίας. Τόνος επίσημος με απόηχο ομηρικό και την χαρακτηριστική απλότητα της διηγηματικής του στόφας. Ποιητική διαθήκη το «Εις εαυτόν», που ωσάν πατέρας που αστόχαστα έπνιξε τον γιο του στη λήθη κι αυτός «άσωτος», «μοναχός», «ξεχασμένος» ποτέ δε σκέφτηκε την ευαγγελική επιστροφή∙ Η ποίηση ωσάν θεραπευτικό και ουχί τυραννικό super ego αξιοποιεί τη φροϋδική κατάδειξη της Τέχνης ως ενωτικό και ιαματικό των τραυμάτων. Ο μεταφορικός άνεμος γονιμοποιεί διαρκώς εικόνες, οικείες και συνάμα ανοίκειες, εξπρεσιονιστικές στον στροβιλισμό τους και τη λαμπερή τους εκπομπή […] ύστερα να δειπνήσουμε μαζί/ να βάλουμε αλοιφές παυσίπονες / σε πολυκαιρισμένα τραύματα/ να ξεκουρδίσουμε το χρόνο/ για να μην στα αυτιά μας χτυπάει συνεχώς. […]

Αποφαντικός ο λόγος στο «Δελτίο καιρού», όπου σε ρόλο ικέτη – ιεροφάντη το ποιητικό υποκείμενο τεκμαίρεται ή απλώς ορά τη γενικευμένη ξηρότητα  του κόσμου, φαινόμενο για το οποία απαλλάσσει τον «σύντροφο ουρανό». Οι μετρήσεις του αποβαίνουν δυσοίωνες για την «υγρασία» του κόσμου, με άλλα λόγια τη συγκίνηση, το ήμερο ήθος, τη γλυκεία κατάνευση. Στην μονόστιχη τελευταία στροφή, δυσοίωνα ο Προσκεφαλάς διαβλέπει το σωρευτικό αφανισμό των  «βροχοποιών» και των «ζωντανών προφητών». Ανάλογης θεματικής και τα «Γενόσημα δάκρυα» του α΄ μέρους, αποδεικνύουν το αίσθημα ευθύνης μα και τις έμμονες ιδέες του ποιητή, κύριες αιτίες, κατά τον Μάριο Μακρίδη και ουχί μόνον, για την παραγωγή καλλιτεχνικού έργου.

Ακολούθως «Το τέλος» και η «Αναχώρηση» συνθέτουν ένα ομηρικό αφιέρωμα, όπου η καβαφική φλέβα εκτινάζεται, χωρίς να απεμπολύει τα ατομικά της χαρακτηριστικά.

Το «Μονίμως» αποτελεί πορτρέτο του ανθρώπου, του άλλου, του ιδίου αυτού εαυτού, του είδους, που εσαεί πεινασμένο και διψασμένο, ποτέ δεν πληρώνει την πνευματική του στέγνα. Η επανάληψη του «εκεί» χτυπά σαν σφυριά, διασπείροντας πάθος, ενώ το απροσδόκητο του τέλους μας δονεί: Να τρως φαΐ/ κι η πείνα σου εκεί/ να στέκεις έξω απ’ το δωμάτιο/ νερό να πίνεις/ κι η δίψα σου εκεί/ να μαρτυράει μια έρημο/Με ένα ξερόβηχα ενόψει/ του χειμώνα/ σαν μηχανή αμαξιού/ που όλο σβήνει/ να ανακατεύεις τα συρτάρια ψάχνοντας για αντιφλεγμονώδη.

Μικρόσωμη και η «Οπτική» όπου η λεπταίσθητη και πολυεστιακή ειρωνεία εκτινάσσεται. Μνήμη βαθιάς εγγραφής το θρησκευτικό βίωμα για το ποιητικό υποκείμενο, πάσχον για τα ανθρώπινα, για τις καταβολές της φθοράς μας. Το γήρας, εξόδιος συνθήκη για το ποίημα μα και για τον γηραιό ήρωα στον οποίο αναφέρεται τριτοπρόσωπα ο ποιητής. Ποίημα – κομμός για τον άνθρωπο, κάθε φορά που το τέλος του ειρωνεύεται την αρχή. Με μια έξοχη μεταφορά και συγχρόνως μετωνυμία, «τα εξαπτέρυγα που κράτησε στα χέρια του παιδί», μετωνυμία παιδικού θριάμβου και υπεσχημένης πτήσης, «γερνούν» μεταφορικά μαζί του.

Καβαφικό το θεατρικό και ειρωνικό υπέδαφος τόσο για «Το τέλος» όσο και για την «Αναχώρηση». Και τα δύο ορμώμενα από τον Τρωικό κύκλο, θεματική περιοχή που απασχόλησε έντονα και τον Σεφέρη και τους ποιητές της Α΄ μεταπολεμικής γενιάς. Ο Νίκος Προσκεφαλάς συνδιαλέγεται με μεγάλους του 20ού αιώνα, ωστόσο χάρη στην εκφραστική του ιδιοπροσωπία και τη φιλοσοφική του σκευή διαφεύγει πάντα της επιδερμικής επιρροής. Οι ομηρικές του ιστορίες που διαθλούν εντέχνως τις πρωτότυπες ομηρικές σκηνές, γνωστές στην κλασική τους εκδοχή, μεταστρέφονται αιφνιδιαστικά. Ο ποιητής μελετά εδώ τις αντιστίξεις, τη λειτουργία της βιωματικής αντίθεσης. Η ματιά του, πρωτίστως υπαρξιακή, συντονίζεται και πάλι με τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου, τα οξεία διλήμματα, πάθη και παθήματα, τις κεραυνοβόλες ματαιώσεις, τα μοιραία λάθη. Διαβάζουμε την αρχή από «Το τέλος»: Έβγαλε ο Έκτορας την περικεφαλαία/ απόγευμα της άνοιξης/ να σκουπίσει μια στιγμή απ’ το πρόσωπο/ τη σκόνη τα τραύματα που στάζαν/ φρέσκο αίμα […]. Μια ελαφρώς παιγνιώδη στάση διαμαρτυρόμενου τηρεί στο «Πατήρ πάντων» έναντι των τιμίων και ιερών του ελληνικού κόσμου, όταν  καταμαρτυρά σε τόνους αμεσότητας: Κι όμως φίλε Ηράκλειτε/ ίδιο παραμένει το ποτάμι/ και μια και δυο και τρεις φορές / αν μπεις/ καμιά αλλαγή δεν βλέπεις […] Συνεχίζει με μια ποιητική ανάδειξη των σχετικών οικολογικών προβλημάτων, της υποχώρησης του ύδατος του ποταμού, του ανέφικτου της ασφαλούς διάσχισής του, για να πλασάρει με μαεστρία την ξαφνική εμφάνιση του αποτρόπαιου: […] Σκύβεις να δροσιστείς/ κι ανάμεσα στα δάχτυλά σου μια μια/ κυλάνε μετρημένες οι σταγόνες του// Μαύρο πηχτό φυλακισμένο/ αίμα.

Στην «Αναχώρηση», που θεματικά στρέφεται γύρω από τον τρωικό κύκλο, συναντάμε και πάλι το ωραίο δημώδες εύρημα του ομιλούντος πουλιού, στον λόγο του οποίου εγκιβωτίζεται μεταδιήγηση β΄ βαθμού, καθώς τα παραινετικά του λόγια μεταφέρει στο ποιητικό υποκείμενο ο εκ μήτρας κυνηγός, ο άλλοτε ονειροπόλος: […] Από την Τροία έρχομαι/ μην πας/ Μια πόρτα και μια αυλή με λίγα δέντρα/ αρκούν/ κι απλώνει ύστερα μπροστά σου/ ο κόσμος/ Δες ο Οδυσσέας ακόμα κλαίει για τον δούρειο ίππο (σπουδαίο κατόρθωμα)/ για τον μικρό Αστυάνακτα που πέταξε απ’ τα τείχη/ (κι ας είχε γιο κι αυτός μονάκριβο)/ για τα 20 χαμένα του χρόνια/ για την Κίρκη και την Καλυψώ/ Γύρισε μ’ ένα λωτό στο χέρι/ κι όλο χαμογελάει τώρα/ σα γέρος που ξεκούτιανε/ Μη γελαστείς μην πας στην Τροία/ χαλάσματα θα βρεις χαμένος θα γυρίσεις. […]

Μελετητής συχνά θανάτου ο Νίκος Προσκεφαλάς, φασματοσκόπος της γαλάζιας έλξης του θόλου και της πεισιθάνατης ροπής, περιηγητής του άφευκτου, της τυχαιότητάς του, της σαρδόνιας εισόδου του κακού, ποιητής της εξιστόρησης, ταμένος της ενόρασης και της πτώσης, μελετά τα μικρά και τα αιώνια, αιχμαλωτίζοντας λύπη, λήψεις αιωνιότητας, μπήγοντας ένα θανατηφόρο κεντρί στην ησυχία του απογεύματος, στην ηδύτητα του πένθους και –«φθινόπωρο» ο καιρός και ομώνυμο το ποίημα – στη βαθιά συναίνεση που μόνο ως «φύλλο κόκκινο μεταμορφώνεται ο άγγελος» για να λιπάνει ξανά και ξανά την άνοιξη και το ανθρώπινο σώμα. Στον «Μονοκόκαλο» που ακολουθεί, ο ποιητής, με απόλυτο έλεγχο των μέσων του, ομιλεί για τους έγκλειστους, τους παράφρονες, τους κρατούμενους, τους χρόνια ασθενείς. Το εύρημα των ανοιχτών καταφυγίων για «λύκους που κανείς δεν αγκάλιασε» με τα περιφερόμενα στον αέρα ουρλιαχτά, το αξιόλυπον του θηρίου που αναδύεται με την απλότητα της διηγηματικής ποίησης, η συναίνεση σε μια φυσική απόρροια λύπης, η μεταφορική εξακτίνωση στα ανθρώπινα μας ακινητοποιούν: Κι έμειναν έτσι καταδικασμένοι να πεθάνουν/ από ένα και μόνο τραύμα/ οι δύστυχοι/ Γιατί δεν μπόρεσαν δεν τα κατάφεραν/ να γλείψουν κάπως την πληγή τους/ να την γιατρέψουνε/ οι μονοκόκαλοι.

Στην υπηρεσία της μικροϊστορίας και της αλληγορικής διήγησης με επιμύθιο ή με απροσδόκητη έκβαση είναι, όπως ήδη διαπιστώσαμε, πολλά από τα ποιήματα του Προσκεφαλά. Ευφυώς κινείται και στο «Υπόγειο», φοβικό ως υποσυνείδητο, ως μοιραίο λάθος, άθλιο μυστικό, ως μουχλιασμένοι πόθοι, θέτοντας εξόδιους στίχους το ενδεχόμενο βομβαρδισμού που θα μας εξέθετε για «ό,τι ως τώρα κρύβαμε καλά/ στις κόγχες του». Με τη «Σκιά», ο ποιητής συνθέτει άλλον έναν τρυφερό θούριο για τον πονεμένο, τον άμοιρο, τον μη σχετιζόμενο με οτιδήποτε άρχεται από «ευ». Εκτείνει την παλέτα της παρηγορίας και της εξανθρωπιστικής τρυφερότητας, χωρίς ουδέποτε να εκπίπτει σε εκρήξεις μελό. Η ρομαντική επαναφορά του κοσμοειδώλου του ανθρώπου που επιχειρεί είναι καμωμένη με συνταγή μάγων της Ανατολής και αρχαίων θεραπευτών.

Με ασίγαστη και εν τέλει βαθιά απλότητα, με μνήμες από αποστάγματα Παυλόπουλου, ο ποιητής, με το «Σπασμένο φτερό», συνθέτει ένα χριστιανικών καταβολών μεταφυσικό αφήγημα, με τεχνική θρίλερ. Ωστόσο, τεράστια η διαφορά από το κινηματογραφικό είδος, καθώς στο ποίημα του Προσκεφαλά η καταπληξία προέρχεται από την παρουσία του καλού που ανανεώνει το δέος σαν ποιότητα εξωλογική μα ανθρώπινη. «[…] Αργότερα όταν τον κάλεσαν στο χειρουργείο/ για μεταμόσχευση φτερού/ κατάλαβε/ Έναν βοηθό είχε ζητήσει επειγόντως/ αποκαμωμένος ο άγγελος/ έναν βοηθό/ έστω και με φτερό/ σπασμένο»

Β. «Χαραμάδα φυλακισμένη»: επίσκεψη φωτός

Και «ξαφνικά», λίγο πριν την τελική πτώση, το φως της ζωής επισκέπτεται θαυματουργικά στο ομώνυμο («Ξαφνικά»), 1ο ποίημα του 2ου μέρους, τον πτοημένο ποιητικό ήρωα «μια ελάχιστη στιγμή/ πριν ξεψυχήσει». Σε λίγο θα αισθητοποιηθεί η «φωνή» -τίτλος ομώνυμου ποιήματος απ’ τον οποίο το ποίημα αγκιστρώνεται και αναπτύσσεται ως εσώτατη παρουσία με αληθινή πατρίδα την ουτοπία.

Με αφηγηματικό κέφι, ικανό να κουρδίσει την αναγνωστική περιέργεια συν μια χαρακτηριστική, τεταμένη εδώ,  προφορικότητα, μας παραδίδει το διηγηματικό ποίημα «Ανάπαυλα στο πεδίο»: «Στα λασποτόπια της Μάντσα/ ο Σάντσο Πάντσι είχε ήδη ανάψει σιγανή φωτιά/ Λοξοκοιτώντας με μάτι πονηρό/ τον λιπόσαρκο ιππότη/ ανακάτευε αργά τα κάρβουνα κι ετοίμαζε/ το βραδινό δείπνο […]». Η μεγάλη κινηματογραφικού τύπου εικόνα άρχεται από τα λασποχώρια της Μάντσας, διέρχεται από τον Σάντσο Πάντσα και ζουμάρει στο βλέμμα του και την ενασχόλησή του με την προετοιμασία του βραδινού. Προχωρά για να συλλάβει τον Δον Κιχώτη, περίσκεπτο, ν’ ατενίζει τους ανεμόμυλους «χαϊδεύοντας», όπως γράφει ο Προσκεφαλάς,  «το αχαμνό του αλογάκι». Σ’ έναν αλληγορικό θούριο ανδρείας, μάχης με τον εαυτό και πίστης, ο Δον Κιχώτης αρνείται το δείπνο του ιπποκόμου και τον αναπόφευκτο συγχρωτισμό του με την ύλη, τη μόλυνση του αγέραστου κόσμου του, το ιταμό κύλισμα σε ανθρωποφαγία, την προδοσία των ιδεών του και τη σπαρακτική απαγοήτευση της Δουλτσινέας. Εμμένοντας υψιτενής κι ονειροπόλος, δεν τρώει.

Ο «νεανίσκος» που ακολουθεί, συστήνεται ως μια από τις καβαφικού τύπου σχεδιάσεις του Προσκεφαλά, αποτελώντας μελέτη θαύματος, ελληνιστικής γραμματειακής καταγωγής με πνεύμα χριστιανικό. Και πάλι η θεατρική δόμηση του ποιήματος ως μικροσκηνή και ο αναγνωστικός αιφνιδιασμός, χάρη και στο συντελεσμένο θαύμα και στο εφέ του απομονωμένου τελευταίου στίχου.

Αιφνίδια μας καταλαμβάνει η «Μοναχική αμέλεια» με την ιδιάζουσα «ησυχία» και κυκλοφορία του στίχου και της διήγησης, με τις παρηχήσεις, τους μονολεκτικούς στίχους που φωσφορίζουν τη μοναξιά της λέξης τους, με την παραμυθένια κουλτούρα της Ανατολής, με την, για άλλη μια φορά, μελαγχολική και έρρυθμη στιχουργική συμπεριφορά της.  Την ίδια βούληση και την ίδια ανάδειξη του μαρτυρικού στοιχείου σε παρήγορο βίωμα συναντάμε στην «Αναρρίχηση», όπου η ποιητική του Προσκεφαλά προσεταιρίζεται λυρικά βάθη με ιδιότροπο παλμό, ενώ δύο –τρεις λεκτικές «σφήνες» από την περιοχή της καθημερινότητας καθιστούν ιλαρή και εύγευστη την πρόσληψη. Το θεϊκό στοιχείο εμφανίζεται εξ οικείου ύψους με την τελική εικόνα των δύο χελιδονιών από τη Σιμωνόπετρα. Η ένεση πίστης που δέχεται το ποιητικό υποκείμενο δρα ακαριαία. «Δεν είμαι μόνος», ο τελευταίος στίχος.

Μέσα σ’ ένα αισθησιακό πλέγμα, δομώντας εξαρχής και πάλι τη σκηνική υποδοχή του ποιήματος, ο ποιητής εγγράφει στη συλλογή του «Το πρωινό» να σπαρταρά από πνευματική και αισθητηριακή ηδονή. Στο ποίημα κατέρχεται ο Κόντογλου ως μύστης σ’ ανέμους και σε μυστικά καραβομαραγκών, ενώ στο τελικό απομονωμένο και πάλι δίστιχο «τι πάει να πει να ξενυχτάς για μια/Γλυκοφιλούσα», η δισημία που ξεχύνεται ατελεύτητα μέσα από το όνομα – σήμα «Γλυκοφιλούσα», κρατά αποσιωπητικά και  ανοιχτό ορίζοντα για την πρόσληψη. Καβαφικής κοπής εν μέρει η διηγηματική μανιέρα και στους «Δύτες», ποίημα – αίνος στους κολυμβητές της ανθρώπινης ενδοχώρας που χάθηκαν, την περιπτωσιολογία των οποίων μνημονεύει ιερατικά ο Προσκεφαλάς, ενώ ο ήχος των μικρόσωμων εξόδιων στίχων ομοιάζει με χάντρες βαρύτιμου περιδέραιου που πέφτουν στο έδαφος του ποιήματος.

Ωδή στην αγαπητική θυσιαστική πράξη και στην ωραιότητα του δοσίματος στο «Με θάρρος η πτώση», μέσα από την αλληγορία του άστρου του οποίου όταν αντιλαμβανόμαστε την πτώση, σπεύδουμε να ευχηθούμε. Ο Προσκεφαλάς μεταφέρει ως θεληματική πράξη γενναιοφροσύνης, θυσία ανέσεως την πτώση των άστρων «για το χατίρι/ μιας ευχής/ που παραδέρνει σιωπηλή/ αγιάτρευτη/ σε έναν κολπίσκο/ μυστικό»… Τόσο οι «Παπαρούνες πεζοδρομίου» όσο και τα «Άνθη ιβίσκου» κινούνται στο ίδιο περίπου κλίμα της κατίσχυσης του αδύνατου, του αθόρυβου θαύματος.

Προφητική και αποκαλυψιακή, με χριστιανικό σθένος η «Σκόνη της ερήμου» μιλά κρυπτικά, λίγο ή και διόλου απέχοντας απ’ τις προοπτικές του αύριο, για το ανθρώπινο σώμα, το πεπρωμένο της υλικότητάς του, για τη σκιά ενός απ-άνθρωπου κυριολεκτικά και μεταφορικά μέλλοντος, για την προσδοκία αναγέννησης της νεότητάς μας, του είναι μας. Στα «Ασυναίρετα» συναντάμε το τέχνασμα μιας προσχηματικά διδακτικής ποιητικής, προκειμένου για την απέραντη χώρα της αγάπης, ενώ στην «Ταυτότητα» σ’ ένα κρεσέντο υπαρξισμού, το ποιητικό υποκείμενο αφού διέλθει, προκειμένου να ταυτοποιηθεί, μέσα από την περιπέτεια των μεταμορφώσεών του, θα στερεωθεί ρηματικά μέσα από τον υπαρξισμό που επιτρέπει το οριστικότερο των ρημάτων, το «είμαι».

Κλείνουμε, αν και δεν πρόκειται για το τελευταίο της συλλογής, με την αναφορά μας στον «Θαλαμοφύλακα» όπου ο ποιητής σε ρόλο ιεροφάντη, πολεμιστή ή θαλαμοφύλακα, θέτει εαυτόν στην υπηρεσία των άλλων, ενεργοποιώντας τη βαθιά μνήμη και φέροντας τον θησαυρό του Σολομώντα, τα τίμια της ψυχής, τις λέξεις του προσώπου μας, για την ακεραιότητα του οποίου αγρυπνά, οιονεί νέος, οιονεί μάχιμος, «μαύρος κυνηγός» που ως Αθηναίος έφηβος θα δώσει τη μάχη των συνόρων, για τη χώρα της αλήθειας μας.


[1] Η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Νίκου Προσκεφαλά Ο ουρανός ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω πραγματοποιήθηκε στο Βιβλιοπωλείο Pixel, 7.4.25 στην Πάτρα.

[2] Lilian Furst, Η προοπτική του ρομαντισμού. Μια συγκριτική μελέτη των ρομαντικών κινημάτων στην Αγγλία, τη Γαλλία & τη Γερμανία, Μετάφραση Κλειώ Σύρμα, Πρόλογος Στέφανος Ροζάνης. Αθήνα, Επιστήμες του Ανθρώπου/ Εκδόσεις Ψυχογιός, σ. 221.

[3] Ζωή Σαμαρά, Προοπτικές του Κειμένου, Θεσσαλονίκη, Κώδικας 1987, σ. 89.

Βιογραφικό Μαίρη Σιδηρά