Από «Βροχή σε Βροχή» [Το Ροδακιό, 2021] είναι ο τίτλος της συλλογής εικονο-ποίησης της Χριστίνας Καραντώνη, όπου το ποιητικό της βλέμμα συναντά, πρώτη φορά, το κατά κυριολεξία βλέμμα, προσφέροντας μία εξαίρετη αισθητικά έκδοση με κείμενο και ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ωστόσο, σε αυτού του τύπου τις συνομιλίες ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος του εξοβελισμού του ενός μέλους της συνομιλίας από το έτερο, είτε λόγω της βαρύτητας του δεύτερου είτε λόγω της πιο προσιτής αντίληψης ως προς την ερμηνεία ή/ και τη φύση του. Έτσι, κάποτε η εικόνα [πίνακας ή φωτογραφία] σαγηνεύει το βλέμμα, δημιουργώντας πρόχειρες εντυπώσεις για τη βαρύτητα του έργου εν συνόλω, ενώ άλλοτε το κείμενο εμφανίζεται τόσο ανισοβαρές σε σχέση με την εικόνα ώστε να τίθεται το ερώτημα για την «μπλόφα» της ποιητικής αξίας του λόγω αυτής της συγκατοίκησης.
Στο παρόν βιβλίο, για καλή μας τύχη και απόλαυση, η γεύση που απομένει στις αισθήσεις από την ενατένιση της εικονο-ποίησης δεν είναι απλώς ισόρροπη, αλλά μας ωθεί να επαναλάβουμε αβίαστα την ανάγνωση κειμένου/ εικόνας, προκειμένου να εντοπίσουμε τα δεύτερα επίπεδα, τις αμφισημίες, τη διάνοιξη των νοημάτων και τον τρόπο που αλληλοσυμπληρώνονται οι τέχνες. Είναι αυτή ακριβώς η διαφυγή, σε πρώτο επίπεδο, που διανοίγει και πληρώνει την οντότητα του κειμένου για να βαθύνει τις εντυπώσεις και να ενεργοποιήσει ακόμη περισσότερο τις αισθήσεις, με την ολοένα και μεγαλύτερη κειμενική αναμόχλευση από την πλευρά του αναγνώστη.
Η Χριστίνα Καραντώνη πρωτίστως, όπως αποδεικνύουν και οι προηγούμενες ποιητικές καταθέσεις, είναι μια ώριμη ποιήτρια, που σημαίνει μαέστρος στο συνταίριασμα της φράσης και της μουσικής της, με άριστη χρήση και θεωρητική γνώση της ελληνικής γλώσσας σε όλο το φάσμα της εξέλιξής της. Στη θεματική της βρίσκουμε νύξεις από την αρχαία ελληνική μυθολογία [π.χ. Αργώ, Τειρεσίας, χρυσόμαλλο δέρας] και τη φιλοσοφία, ενώ στα εργαλεία της ανήκουν και παλαιότεροι γλωσσικοί τύποι και δομές – π.χ. κάτω από φράση του Αναξίμανδρου, που χρησιμοποιείται ως μότο, μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «[…] Aπορροή την απορροή έπαψε/ απειλή να αποτελεί η στάθμη/ Είχε εξάλλου την αμπώτιδα να/ προσδοκά η πλημμυρίς/ ότι κατά το χρεών δίκη και τίσις/ εναλλάξ διαρκώς».
Εν συνόλω, η έγνοια της για την ποιητική φόρμα έχει, στο κέντρο, τη γλώσσα και τους τρόπους της, ενώ ο εξασκημένος αναγνώστης διακρίνει την κοπιώδη και συνειδητή εργασία στις συνθέσεις της, προκειμένου να επιτευχθεί ένα έντεχνο αποτέλεσμα. Ήδη ο τίτλος από «Βροχή σε Βροχή» μάς εισαγάγει όχι μόνο στις αγαπημένες και επαναλαμβανόμενες παρηχήσεις της αλλά και στα πολλαπλά σημαίνοντα που συνειδητά [ή και ασυνείδητα;] φέρουν στην επιφάνεια οι ποιητικές επιλογές της. Το ηχηρό και σκληρό «βρ» συνδιαλέγεται με την ηχηρή άρνηση του «ohi» εντός της λέξεως βροχής, ενώ στην ανάγνωση ολόκληρου του τίτλου, ακούμε μια ειρωνική προσταγή/ επίκληση [βρoHISEβροχή] για το νερό και τον κατακλυσμό της άρνησης/ ματαίωσης/ απόρριψης. Στη σελίδα 23 διαβάζουμε άλλωστε: «Από βροχή έλεγες σε βροχή και/ κάποτε/ την απόσταση εννοούσες/ δύο σταγόνων ανά-/ μεσα/ τον χρόνο άλλοτε βραχύ/ επιπλέοντα/ επί κατακλυσμών διαρκείας».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο τίτλος δεν μπορεί παρά να μας δώσει με διακριτικό τρόπο τους άξονες στους οποίους κινείται η ποίηση της Καραντώνη: έναν πρώτο ασπρόμαυρο εικονικό, με θεματική τη βροχή, κι έναν δεύτερο συμβολικό που εναγκαλίζεται με την υπαρξιακή αγωνία της ποιήτριας. Το φυσικό φαινόμενο της βροχής ως ασπρόμαυρη/ πένθιμη απεικόνιση επεκτείνεται και αποκτά υπόσταση, καθώς συλλαμβάνεται από τις αισθήσεις, για να ιστορήσει τις βροχές των εσωτερικών τοπίων σε «σαράντα δύο φωτογραφικά αποτυπώματα», όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο, που «συνθέτουν στη διαδοχή τους μια μικρού μήκους ιστορία, ενώ συνδιαλέγονται με ό,τι ο ποιητικός λόγος αρθρώνει». [Του μέσα χώρου το ξέφωτο/ μπάζει νερά/ Γλιστρούν απ’ το περβάζι τα βάζα/ λόγια χυμένα στο δάπεδο/ ερήμην του κουταλιού γλυκά].
Τα ποιήματα, χωρίς στίξη, χαρακτηρίζονται από συντομία, πυκνότητα, αφαίρεση, ισόρροπους και δουλεμένους στίχους, μουσικότητα, παρηχήσεις [Ότι λαβή δεν σ’ αξίωσα/ λαβίδα κι αναμοχλεύει την πληγή/ – να κλείσει δε λέει/ Και πώς αφού γωνία ορθή απάγκιο/ θα ήσουν εξώστης/ ποτέ μα ποτέ να μη στάξει/ μη βρέξει μην/ βραχεί], μεταφορές, αμφισημία [Σκιά εξ ανάγκης/ το λιμνάζον – όταν/ τέμνεις καθέτως νερό/ με το υψηλόν διασταυρούσαι/ ασχέτως ορίων], και κάποτε συνειδητό άνοιγμα των σημαινόντων είτε αφήνοντας κενό ανάμεσα στους στίχους είτε με το ενδιαφέρον «κρέμασμα λέξεων» στους στίχους έτσι ώστε ο αναγνώστης να δημιουργήσει ένα δεύτερο κείμενο κατά την ανάγνωση, με οδηγό την επιπρόσθετη βαρύτητα της λέξης που στέκεται ανοιχτή/ αιωρούμενη/ επαπειλούμενη στο τέλος του στίχου, και λειτουργεί είτε ως παύση/ σκέψη/ αδυναμία ομιλίας –για να συνεχιστεί στον επόμενο στίχο–, είτε ως απόλυτο υπο/νοούμενο και ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία. [Συντονισμένος με τις ρανίδες ο ρυθμός/ γοργός κάποτε ή/ αργός ασθμαίνων/ τα βήματά μας όπως]: στη φωτογραφία σε πρώτο πλάνο ρανίδες, σε δεύτερο πλάνο ζευγάρι με ομπρέλες (το δεύτερο μέλος σε απόσταση από το πρώτο) περπατούν σε παραλία από το αριστερό μέρος της φωτογραφίας προς το κέντρο, χαράζοντας έτσι τον χώρο για την κίνηση. Eδώ τα κρεμασμένα «ή» και «όπως» μάς παραπέμπουν στην ασπρόμαυρη απεικόνισή τους. […στους υδαρείς πατούσες καθρέφτες/ τα ψεύτικα να σπάσουν είδωλα επί γης όπου/ βούρκωνε το νερό]: το «όπου» πλάι στο επί γης [και pigis], όχι μόνον διανοίγει το νόημα εισάγοντας έμμεσα το θέμα του Nάρκισσου/ ναρκισσισμού και των σπασμένων/ αλλοιωμένων καθρεφτών, αλλά προοικονομεί και τον επόμενο στίχο, καταδεικνύοντας ότι στην ποίηση υπάρχουν αρμοί [συνειδητοί ή ασυνείδητοι] και άξονες.
Η Καραντώνη, λοιπόν, εννοεί τον ποιητικό τόπο ως άγραφο τόπο, και συνεχώς υποψήφιο προς εγγραφή, που σημαίνει ότι εννοεί την ποίηση στην αρχετυπική της λειτουργία: ως επιστροφή στην ατέρμονη προσπάθεια του ορισμού των πραγμάτων διά μέσου ενός λόγου που μας ταυτοποιεί και μας ορίζει, που σημαίνει ότι οι λέξεις της βουτούν εκεί όπου το σώμα γίνεται γλώσσα, και η γλώσσα σώμα της υπόστασής μας. Η θέση της λέξης στην ποίηση της Καραντώνη δεν είναι διάκοσμος, είναι θέση ως προς την ποίηση [όχι απλή ή, ακόμα χειρότερα, απλοϊκή αισθητική απεικόνιση] και ως προς τη φιλοσοφική θέαση της ποίησης, και συνεπώς θέση ενός τρόπου του ζην και υπάρχειν. Γι’ αυτούς τους λόγους η ποίησή της είναι ιδιώνυμη και, συνεπώς, αληθινή.
Η μνήμη, ο χρόνος, η ματαίωση, η σιωπή, το κενό, η μοναξιά και η ανασφάλεια, οι ανεπιτυχείς ανθρώπινες σχέσεις, η φυσική και ψυχική απώλεια, η ψυχική ωρίμανση διά μέσου αυτής, ο στοχασμός με μια λοξή, πικρή […Μια καλαμιά πάντως στον κάμπο/ λίγο πιο κάτω μετά τη στροφή/ ανελλιπώς στη βροχή πληρώνει διόδια] ή ειρωνική ματιά [Μετά τρούλων κυρτή/ η πίστη των καθαρμών/ Από παντού μπάζει/ Απορία βροχής/ εάν αγιάζει τ’ αγιάζι] σε μια ζοφερή πραγματικότητα, που ο ποιητικός λόγος σχολιάζει με ευστοχία, είναι η θεματική των ποιημάτων της που συνδιαλέγονται με τις εικόνες της, και μας προσφέρουν ένα βιβλίο το οποίο μάς καλεί να επανέλθουμε, επιφυλάσσοντάς μας, κάθε φορά, μια νέα απολαυστική ανακάλυψη.
Ασπρόμαυροι δέκτες | Για την εικονο-ποίηση της Χριστίνας Καραντώνη «Από βροχή σε βροχή» – Παρουσίαση από την Ιφιγένεια Σιαφάκα
Από CULTURE BOOK
10/07/2022