Η Χρύσα Κοντογεωργοπούλου, βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών το 2021 με το βραβείο «Αικατερίνης Σταθοπούλου», καταθέτει τη νέα ποιητική της συλλογή με τον υπαινικτικό τίτλο «Ἀγρῶστις». Πρόκειται για μια εμπνευσμένη και καλοδουλεμένη σύνθεση η οποία συγκροτείται από μια συγκλονιστική παλέτα αισθητηριακών και φυσιολατρικών διαθέσεων, ενδοσκοπικών ενατενίσεων, αναμνησιακών αντιπαραθέσεων, γλωσσικού και φιλολογικού πλούτου.
Όπως, πανέμορφα, τονίζεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, η ποιήτρια υπόσχεται «να τραγουδήσει» για εκείνο το «απερίγραπτα λεπτό αίσθημα… / μικρό σπαράγγι ανάμεσα στα αγκάθια», για εκείνο το συναίσθημα που τρώει τα σωθικά ή αναβλύζει απ’ την Πανσέληνο με όλα τα στάχυα μέσα στην κοιλιά προσφέροντας την πτήση, την γαλήνη, την αιώρηση. Ως εκ τούτου, η Χρύσα Κοντογεωργοπούλου υψώνει την ποιητική φωνή της και αρθρώνει μια κραυγή η οποία, μέσα από μια εγγενή, κατανυκτική θρησκευτικότητα, δεν οδηγεί σε μια φυγή εν γένει ή εν είδη προς τα άστρα, αλλά στη διάσωσή τους «όπως το μικρό αεράκι ανάμεσα στα φύλλα της μηλιάς όταν ξεκρεμά ένα ετοιμοθάνατο άστρο που σώζεται στη χούφτα μας».
Η εν λόγω ποιητική συλλογή είναι μια παραμυθία, μια παρηγοριά η οποία αντλεί δύναμη μέσα από σημαντικές διαδικασίες και δυνάμεις της φύσης όπως είναι ο θερισμός ή αλλιώς, «ο άγιος Θέρος», το σμίξιμο σε θημωνιές ή ίσως, το γλυκό «δέσιμο» σε σωρούς από σπαρτά ή από ανθρώπους, η ιστορία της Πανσέληνου ή η φιλόξενη πορεία της σελήνης από το μηδέν ως το ολόγιομο και πάλι πίσω στο μηδέν, από τη γέννηση στον θάνατο και από εκεί στη μεταμόρφωση ως το άγνωστο και ως το ελπιδοφόρο. Όλα τα στοιχεία και τα στοιχειά της φύσης συνυπάρχουν υποβοηθητικά ή εκδικητικά, ειρηνικά ή εμπόλεμα, σίγουρα συμπληρωματικά στον ποιητικό κόσμο της Κοντογεωργοπούλου. Χαρακτηριστικά γράφει: «Οι θημωνιές δεν είναι μόνο θημωνιές δεν είναι μόνο θημωνιές / δεν είναι μόνο θημωνιές / είναι και στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη πεθυμιές που- / καλοκαίρι- πόθησες / και που δεν έδρεψες, παρά το θερισμό / όσων σπαρμένων είχες στα μάτια σου, / όταν ήταν ακόμα χειμώνας, / Νοέμβρης, μήνας της σποράς… / περίμενε / ο σπόρος δεν εφούσκωσε καλά / δεν ήρθανε βροχές καλές, δεν έκανε τον κύκλο της η επιθυμία‧ / μόνον αντάρες και χαλάζια… / περίμενε / ίσως / όταν έρθει του χρόνου ξανά ο Θεριστής / να πληρωθούνε / τα μάτια σου, / όταν μουλιάσουν την / επιθυμία / Δεν είναι μόνο στάχυα οι θυμωνιές / Αν τις ανέβεις / ίσως ανάμεσά τους βρεις / θραύσματα παπαρούνας / και / το κομμένο αυτί του Βαν Γκόγκ / γιατί δεν είναι μόνο στάχυα οι θημωνιές / αλλά και κλάσμα / της Εκπάγλου Ιδέας / κι αυτές.» (Παράφραση με ανάπτυξη σε στίχο της Γετρούδης Στάιν: A rose is a rose is a rose a rose)
Τα στάχυα και φυσικά, η άγρωστη, αυτό το αυτοφυές, ποώδες φυτό των αγρών, διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αφήγηση της Χρύσας Κοντογεωργοπούλου. Μέσα από το αυτοφυές, το «αυτενεργόν», το αυτοδιάστατο και αυτοσυντήρητο του χαρακτήρα τους, συνομιλούν υπέροχα με τα κλασικά παραμύθια. Είναι εντυπωσιακές οι παραλλαγές των κλασικών μύθων σε ποιήματα που μιλάνε για τα πιο οικεία ψέματα και για τα πλέον αυτονόητα αμαρτήματα με αφορμή της ιστορίες που αγαπήσαμε όταν ήμασταν παιδιά: την Κοκκινοσκουφίτσα, το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα, την Σταχτοπούτα, την Ωραία Κοιμωμένη, τον Χάνσελ και τη Γκρέτελ. Στο ομώνυμο ποίημα, διαβάζουμε: «Έφαγαν το σπίτι για πρωινό / και μετά έπεσαν στη λιμνούλα για μπάνιο‧ / Δεν τους ξαναείδε κανείς… / κι έτσι είπαν πως τους έφαγε η κακιά μάγισσα του σπιτιού. / Αυτά έχουν τα παραμύθια… λένε ψέματα. / Δε φτάνει που της φάγανε το σπίτι… / «θανάσιμο αμάρτημα η λαιμαργία», είπε η λίμνη / βουτώντας στον βυθό της / για να προλάβει να πιάσει δυο μισά μπισκότα / που τους είχανε πέσει από το στόμα καθώς / βυθίζονταν.» (Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ)
Σε αυτό το πλαίσιο, οι κύριοι άξονες στο σύμπαν του βιβλίου είναι η κατάνυξη απέναντι στη φύση, η υπομονή και η εγκαρτέριση, η προσμονή και η προσδοκία, η ματαίωση και η διαρκώς ανανεούμενη επιθυμία, η πολυμορφική εικονοπλασία ακόμη και με λέξεις – σταυρόλεξα – πειράματα δομής. Σημαντική είναι και η παρουσία της λύπης ως τη λήθη ως μέσο λύτρωσης ή η παρουσία της λήθης ως τη λύπη ως μισεμός, καθώς και ο πανταχού παρών χρόνος, ο φόβος και ο θάνατος. Πολύ εύστοχα γράφει η Κοντογεωργοπούλου στο ποίημα με τον καίριο τίτλο «Επιθυμία γάλακτος»: «κι η αθάνατη κυψέλη / τάφος μιας επιθυμίας παιδίασκης, / ενός πόθου που φουντώνει στο στήθος / και μετά από εννέα μήνες μελισσοκομίας, / για μια σταγόνα μέλι μέσα του, / προβάλλει κάτω απ’ τα έξι πόδια / της αθανασίας ενός εντόμου / Και σκέφτομαι πώς να ήταν το τοπίο / της λύπης τότε / όταν έβαζαν το μικρό του σώμα στην κυψέλη / τα θυμάρια ολόγυρα θα σκύβανε το μαβί τους κεφάλι / άφωνα κοιτώντας μια μικρή πομπή / από έντομα πουλάκια και / μικρά ζωάκια πήλινα / ν’ ακολουθούν την περιφορά της επιτάφιου κυψέλης‧ / δίπλα του ένα Θηλαστρο, μια κωδωνόσχημη κούκλα, / μαριονέτα που ποτέ δε θα γίνει / αληθινό αγόρι…»
Καθώς προχωράει η συλλογή, η γραφή γίνεται πιο εικονοπλαστική, πιο αφαιρετική με ευδιάκριτες φιλοσοφικές μεταφυσικές προεκτάσεις. Η έξοχη χρήση της γλώσσας, η πολυδιάστατη σκέψη και έμπνευση της Κοντογεωργοπούλου, η έντονη φαντασία και η ενδελεχής παρατήρηση του κόσμου, διαμορφώνουν μια έξοχη ποιητική πρόταση στην οποία, με έναν αέρινο τρόπο, συμπεριλαμβάνονται τα πάντα. Συχνά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι ή συνοδοιπόροι στην «Αγρώστη» με την Τέχνη, με την Ποίηση, τον Ποιητή, το Ποίημα ως μέσο διαφυγής, έκφρασης, ψυχικής ανάτασης, κάθαρσης.
Στου «Κάτω Κόσμου τις Κερασιές» ξαποσταίνουμε για λίγο παρακολουθώντας τις υπέροχες μεταμορφώσεις που συντελούνται μπρος στα μάτια μας στον μαγικό κόσμο του βιβλίου. Η ιστορική συγκυρία συμμετέχει ενεργά στον στοχασμό της Κοντογεωργοπούλου διανοίγοντας πύλες διανοίγοντας πύλες υπόγειων και υπέργειων διαδρομών, διαρηγνύοντας τη ροή της γραμμικής αφήγησης με όλες τις συνεκδοχές των φυσικών φαινομένων και της ύπαρξης. «Του κάτω κόσμου οι κερασιές γίνανε νύφες / που καρτερούν την αστραπή στις ερημιές / περ’ απ’ τους φράχτες που μονάζουν οι φιλύρες / την πόρτα ανοίγουνε στις μαύρες εκκλησιές / με τ’ άλογο της αστραπής μπαίνουν καβάλα / να προσκυνήσουνε αγίους με σπαθιά / από τον έναν τους μαστό κυλάει μαύρο γάλα / για να βυζάξουνε τ’ αγρίμια του βοριά / … / κήπος σ’ ανατολή… στη δύση πόρτα φτιάξαν / βάζουν εχίνοπα μα φράχτη αγκαθιών / του ήλιου πήρανε το φως και το κρεμάσαν / μαύρα κεράσια από τ’ αυτιά των Αχαιών».
Ξαποσταίνουμε, λοιπόν και αναμένουμε να ανάψουμε τα στάχυα, καθώς η ποιήτρια μας προτρέπει σε μια ενεργειακή απελευθέρωση, σε μια αέναη μεταμόρφωση, σε μια συγκομιδή εμπειριών, συναισθημάτων, αναμνήσεων, στοχασμών. Ας σηκώσουμε την Άγρωστη (που βρίσκουμε μες στις σελίδες του βιβλίου) κι ας την κάψουμε παρέα σε μια μύχια συμφιλίωση με ό,τι μας κρατάει σε φυλακές αποδεχόμενοι τους νόμους της φύσης, τη φθορά, την ομορφιά της κάθε μέρας, την ελπίδα. Μαζί. Αυτό είναι η «Ἀγρῶστις». Ένα κάλεσμα. Πέρα από την αγριότητα, τη βαναυσότητα, τη ματαιότητα, τη θλίψη. Ένα κάλεσμα στο φως και στη ζωή.
* Χρύσα Κοντογεωργοπούλου/«Ἀγρῶστις»/24 γράμματα εκδόσεις