Scroll Top

Ευαγγελινή Μπαλτατζή, Είσαι ένα όνειρο που όταν ξυπνώ υπάρχεις – Παρουσίαση από την Ευσταθία Δήμου

ekdoseis_to_rodakio.jpg

   Η πρώτη ποιητική συλλογή της Ευαγγελινής Μπαλτατζή που φέρει τον μάλλον πεζολογικό τίτλο Είσαι ένα όνειρο που όταν ξυπνώ υπάρχεις, συστήνει μια ποιητική φωνή που διακρίνεται για την ευαισθησία και την ευρύτητα του εσωτερικού βλέμματος με το οποίο ατενίζει και εναγκαλίζεται τον άνθρωπο και τον κόσμο στην ολότητά του. Ήδη η φράση του τίτλου προδιαθέτει τον αναγνώστη για την κεντρική, κατευθυντήρια γραμμή της δημιουργίας που έγκειται στην υπεράσπιση ή, καλύτερα, την πίστη στη δυνατότητα του απραγματοποίητου να πραγματωθεί, του ονείρου να σαρκωθεί και να περάσει από την περιοχή της ανυπαρξίας στην ύπαρξη, μετακυλύοντας έτσι από ένα τοπίο θολό και ομιχλώδες σε ένα περίγραμμα με σαφείς και καθαρές τις συνθετικές του γραμμές. Τα ποιήματα του βιβλίου διαιρούνται σε τέσσερις επιμέρους ποιητικές ενότητες που, μαζί με ένα προλογικό κείμενο το οποίο αποτελεί ουσιαστικά την απολογία της ποιήτριας για την εμπλοκή της με την τέχνη του λόγου, επιχειρούν να διερευνήσουν και μια διαφορετική πτυχή ή πλευρά της ποιητικής ύπαρξης της δημιουργού. Έτσι, στην πρώτη ενότητα, «Περιμένοντας να ‘ρθει» η Μπαλτατζή συνθέτει ουσιαστικά ένα ποιητικό ημερολόγιο το οποίο όμως δεν αποτελείται από γεγονότα και πράξεις, αλλά από τις φάσεις μιας πορείας εναγώνιας αναζήτησης του στοιχείου εκείνου που θα νοηματοδοτήσει και θα πληρώσει το κυρίαρχο και κυριαρχούν κενό, την αγάπη. Το ενδιαφέρον και το διαφορετικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η ποιήτρια, ενώ φαίνεται ότι προσδοκά και προσμένει την εκδήλωση της αγάπης από κάποιον άλλο, εξωτερικό παράγοντα, στην πραγματικότητα – και αυτό είναι ίσως το πιο σπαρακτικό – στοχεύει και φωτίζει την αδυναμία της ίδιας να την προσφέρει, να την μεταγγίσει, να την μεταδώσει: Τώρα πια ξέχασα τι… Τα άδεια μου χέρια/ βαραίνουν/ Τα κλείνω κι αγκαλιάζω το κενό/ Κι όμως ξέρω πως λαχταρούν Αγάπη να δώσουν/ σ’ εσένα/ σ’ ένα παιδί… Πριν φύγει ο καιρός/ Τα χέρια μένουν αδειανά/ Τα μάτια θόλωσαν να περιμένουν το τίποτα/ Χάθηκαν στο κενό («17.08.86»). Είναι τόσο βαθιά και καταλυτική, τόσο απογυμνωμένη από κάθε ίχνος ωραιολογίας η ποιητική κατάθεση της Μπαλτατζή που, ακριβώς λόγο του απροσποίητου, της απλότητας στην έκφραση και της λιτότητας των λεκτικών μέσων, προβάλλει με τέτοια ένταση και δυναμική. Γιατί αυτή ακριβώς η αποφυγή κάθε περιττού και εντυπωσιακού στοιχείου είναι που λειτουργεί εμφατικά και ενισχυτικά του κάλλους και της αρμονίας των ποιημάτων, έτσι που η ανάγνωσή τους να βοηθά τον άνθρωπο να εισχωρήσει και να απολαύσει το βαθύτερο νόημα και την ουσία της ποιητικής σκέψης που είναι η Αγάπη ως Ιδέα και όχι ως βιωμένη πραγματικότητα. Η αλήθεια αυτή δεν παύει στιγμή να υπάρχει στον πυρήνα των ποιημάτων και να στέλνει από εκεί τον παλμό και το μήνυμά της, ένα μήνυμα παράδοξο και αντιφατικό μαζί, αφού το κενό της αγάπης, της ανθρώπινης παρουσίας, της επικοινωνίας, της επαφής που δεν παύει στιγμή να χτυπά, σαν άλλη καρδιά, στο θυμικό και τη συνείδηση της ποιήτριας, πληρώνεται και γεμίζει, ξεχειλίζει θα έλεγε κανείς από αυτό το οποίο της λείπει, από την αγάπη. Η ποίηση, βέβαια, αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα της πλήρωσης αυτής στο μέτρο και στο βαθμό που υπηρετεί την πρόθεση της ποιήτριας να συνθέσει την κατάφασή της πάνω στην άρνηση και τον αρνητισμό που επιδιώκει και θέλει να την λυγίσει, να τη νικήσει. Είναι απόλυτα συγκινητική, απόλυτα καθηλωτική η παραδοχή της αυτή, η συνειδητή και συνειδητοποιημένη στάση της απέναντι στο τίποτα και στο μηδέν, αυτή στάση που δεν κρύβει, ούτε αποσιωπά τις χριστιανικές της καταβολές, αλλά ανακαλεί και αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό τη χριστιανική θεώρηση της αγάπης ως της αρχής και της βάσης εκείνης πάνω στην οποία θα πρέπει να θεμελιωθεί και να οικοδομηθεί η ζωή του ανθρώπου.
   Οι ενότητες που ακολουθούν και που τιτλοφορούνται αντίστοιχα «Ο μίτος του νόστου», «Τα μικρά του έρωτα» και «Η μυστική συμφωνία της σιωπής», ενώ δεν απομακρύνονται από την αναζήτηση και την προάσπιση του αγαπητικού στοιχείου ως συστατικού της αλήθειας και της ομορφιάς, ανοίγουν κάπως τη θεματική τους και εξακτινώνονται σε σκέψεις για τη ζωή και τον άνθρωπο, για το νόημα της ευτυχίας, για την αναζήτηση του εαυτού και του άλλου, για τον έρωτα και την ερωτική ένωση, για τη θεϊκή παρουσία και την (επ)ενέργειά της όπως την αντιλαμβάνεται η ποιήτρια να εκδηλώνεται μέσα στον κόσμο, αλλά και μέσα στη δική της ψυχοσύνθεση και ιδιοσυγκρασία, μέσα στη συνθήκη της ζωής της που προσδιορίζεται από δύο βασικά πυλώνες, την αγάπη και την πίστη, άλλοτε στενά συνυφασμένους μεταξύ τους και άλλοτε χωρισμένους και διακριτούς. Μέσα από τις συνθέσεις αυτές, που κυμαίνονται και διαφοροποιούνται αισθητά στην έκτασή τους, η Μπαλτατζή τεχνουργεί ένα φόρο τιμής σε όλα όσα υπάρχουν αφ’ εαυτών, σε όλα εκείνα τα αυτονόητα, τα αυθύπαρκτα, τα δεδομένα που παρίστανται στη ζωή και στον κόσμο και, πολύ συχνά, περνούν απαρατήρητα, γίνονται φευγαλέες εικόνες που η συνείδηση δεν αποτυπώνει και, συνεπώς, δεν εκτιμά: Είναι η ζωή αστείρευτη εδώ/ Μπορείς με το βλέμμα σου να χαρείς/ Ανατολές και βασιλέματα/ Χρώματα λουλουδιών σ’ ολάνθιστους κάμπους/ Ή σε περίτεχνα παρτέρια/ Μπορείς μουσικές να γεύεσαι ταπεινών πουλιών/ Ή τραγούδια νοσταλγικά/ Καθώς θ’ αφουγκράζεσαι τη βροχή/ Σταλαγματιά – σταλαγματιά στη χούφτα/ Μαζεύοντας νερό της γης τους διψασμένους… («Είναι η ζωή») Εδώ ακριβώς έρχεται η ματιά του ποιητή να προσλάβει τις εικόνες και τις παρουσίες αυτές και να αντλήσει από την ύπαρξή τους την ελπίδα, τη δύναμη και το κουράγιο που του χρειάζονται προκειμένου να συνεχίσει να βαδίζει μέσα σε έναν κόσμο εχθρικό, μέσα σε μια ζωή ματαιωμένη και μισή. Η παρατήρηση αυτή μάλιστα μπορεί να προεκταθεί και να προσλάβει μια γενικότερη, καθαρά θεωρητική χροιά σχετικά με την ποιητική ιδιοσυγκρασία και φύση η οποία, ίσως περιοριστικά και μονόπλευρα, θεωρείται πως ταυτίζεται με την εσωτερική ενατένιση, τη φαντασιακή διέγερση, την απόσυρση και τον εγκλεισμό μέσα στη συνθήκη της καλλιτεχνικής δημιουργίας, στην πραγματικότητα όμως μπορεί και πρέπει να περιλάβει και τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής ως άνθρωπος αντικρίζει τον περιβάλλοντα χωροχρόνο και, κυρίως, τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά στα διάφορα ερεθίσματα που τον κυκλώνουν. Η παρατήρηση αυτή φαίνεται πως επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό στην περίπτωση της Μπαλτατζή στο μέτρο και στο βαθμό που η δημιουργός, χωρίς να απεκδυθεί στιγμή τη δημιουργική της ιδιότητα, περιέρχεται στο ανθρώπινο σχήμα, επιλέγει δηλαδή να σταθεί ως άνθρωπος μέσα στην ποίησή της, ως ένας απλός καθημερινός άνθρωπος που λυπάται και πονά, που χαίρεται και πάσχει, που ελπίζει και απελπίζεται, που υποφέρει και αναθαρρεί, και ως ποιήτρια μέσα στη ζωή, ως μια οντότητα που αντιλαμβάνεται το προσωπικό της σύμπαν στη συνάφεια και τη σχέση του με το ευρύτερο ανθρώπινο, αλλά και το θεϊκό σύμπαν, αντίληψη ποτισμένη από μια σπάνια ευαισθησία και την πολύτιμη γνώση ότι η ευτυχία είναι ζήτημα ανθρώπινου ήθους, απόλυτα εξαρτημένου από το αίσθημα της αγάπης, του αλτρουισμού, της αλληλεγγύης.

Ευαγγελινή Μπαλτατζή, Είσαι ένα όνειρο που όταν ξυπνώ υπάρχεις, Το Ροδακιό, Αθήνα 2022