Για το βιβλίο του Γιώργου Βέη
«Εκεί» (εκδόσεις Κέδρος)
γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Το «εκεί» των τόπων, το «εδώ» των ανθρώπων
Ο Γιώργος Βέης, όταν αποτυπώνει στα βιβλία του τόπους, που όχι απλώς έχει επισκεφθεί, αλλά και έχει ζήσει ενσωματωμένος στο περιβάλλον τους επί μακρό διάστημα, στην ουσία δεν μεταφέρει ταξιδιωτικές εντυπώσεις αλλά με αξιοπρόσεκτη διείσδυση στον χώρο και στους ανθρώπους κατορθώνει να δώσει μια απεικόνιση της ψυχής τους. Ο ίδιος νιώθει μέρος του τοπίου, σαν να έχει οικειοποιηθεί αυτή την ψυχή, σαν να έχει διαχυθεί στον χώρο που περικλείει πράγματα και ανθρώπους. Μας θυμίζει, προλογίζοντας το Βιετνάμ, τον τρόπο που ο Ντανύ Λαφεριέρ ένιωθε τη δική του επαφή με τον χώρο ή καλύτερα τη διείσδυση σ’ αυτόν:
Περπατώντας έτσι σ’ αυτόν τον κόσμο […] που τόσες φορές έχω περιγράψει, δεν έχω πια την αίσθηση ότι είμαι συγγραφέας, αλλά ένα δέντρο στο δάσος του. Συνειδητοποιώ ότι δεν έγραψα αυτά τα βιβλία απλά για να περιγράψω ένα τοπίο, αλλά για να παραμείνω μέρος του. (Ντανί Λαφεριέρ, Το αίνιγμα του γυρισμού, μετ. Αναστασία Γιαννακοπούλου, Κατερίνα Σπυροπούλου, εκδόσεις Θίνες 2018).
Έτσι, δεν είναι τόσο οι πληροφορίες που μας μεταφέρει όσο η πρόκληση/πρόσκληση να εισχωρήσουμε κι εμείς αναγνωστικά και να εννοήσουμε τον τρόπο, την ιδιαιτερότητα με την οποία ο κάθε τόπος επιλέγει πώς θα ζήσει και πώς θα εξελιχθεί μέσα στον χρόνο – μια ικανή συνθήκη προκειμένου να τον ερμηνεύσουμε, στον βαθμό που η κάθε ανάγνωση προσεγγίζει την ιδιότυπη έξοχη γραφή του Βέη.
Στο πρόσφατο βιβλίο του ο τίτλος, Εκεί, προκαλεί για κάποιες επιπλέον παρατηρήσεις. Πρωταρχικά οι τόποι: Βιετνάμ, Κίνα, Καμερούν, Γερμανία. Ο συγγραφέας/παρατηρητής προσφέρει με αφθονία πληροφορίες, αποτυπώματα πολιτισμού, συνήθειες και δοξασίες· στοιχεία γραφής που τα συναντάμε σε όλα τα ταξιδιωτικά του βιβλία και τα οποία συνιστούν μια εντελώς πρωτότυπη προσέγγιση αυτού που (ίσως σε αδυναμία εύρεσης άλλου όρου) θα ονομάζαμε ταξιδιωτική λογοτεχνία. Γιατί, όπως ειπώθηκε παραπάνω, πρόκειται για κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ τα τυπικά χαρακτηριστικά του είδους. Ως αφορμές οι τόποι προκαλούν και εκκινούν σειρά σκέψεων συνιστώντας δοκίμια στοχασμού με πολλαπλές ερμηνευτικές προεκτάσεις. Διαβάζω από το κεφάλαιο για την Ινδονησία για την Ημέρα της σιωπής των ινδουιστών:
Λίγο πριν πέσει η νύχτα, θα αποσυρθούν ήσυχα. Σαν σύννεφα που δεν έφεραν βροχή και διαλύθηκαν μέσα σ’ ένα αδιάφορο στερέωμα. Οι ορδές των δαιμονίων θα υποχωρήσουν εντέλει άπρακτες για να δοκιμάσουν ξανά την αντοχή των υποψήφιων θυμάτων τους στην εγκράτεια, στην αποχή από τις λέξεις, από την εκφορά προτάσεων. Η μη γλώσσα συνιστά στην προκειμένη περίπτωση ένα αποτελεσματικό ελιξίριο σωφροσύνης. Ο μη λόγος είναι προφανώς καθ’ όλα έλλογος. Η υπόμνηση της αρετής ενυπάρχει στο βουβό στόμα. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί κάτι το οποίο, κατά πάσαν πιθανότητα, εννοείται. (σελ. 152)
Ωστόσο το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο, που καθιστά το συγκεκριμένο βιβλίο διακριτό σε σχέση με τα προηγούμενα, είναι τα εμβόλιμα κομμάτια, έτσι σπαρμένα ανάμεσα στα ταξίδια, που αφορούν όχι το εκεί των ξένων τόπων αλλά το εδώ της πατρίδας. Φίλοι, που παρεισφρέουν μέσα στις αφηγήσεις του συγγραφέα για να θυμίσουν πως η ζωή εδώ συνεχιζόταν, όσο εκείνος ακολουθώντας τη διπλωματική του καριέρα βρισκόταν σε τόσο μακρινά μέρη. Επαναφέρει και εγκιβωτίζει στη γραφή του τώρα τα δικά τους λόγια προς τον προσφιλή τους, όπως διασώθηκαν σε επιστολές και κάρτες. Άλλωστε συμπληρώνει εύστοχα την κάθε γραφή με τα λόγια της Έμιλυ Ντίκινσον:
1639
A Letter is a joy of Earth – It is denied the Gods –
Έμιλι Ντίκινσον [γραμμένο περί το 1885].
Μια υπενθύμιση πως στις ταξιδιωτικές αποσκευές τα πιο πολύτιμα είναι τα λόγια των φίλων, όσα αποθηκεύει κανείς να του δίνουν τα απαραίτητα στηρίγματα, το δέσιμο με τον τόπο που έχει αφήσει πίσω. Όπως εδώ:
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2002
Αγαπητέ μου Γιώργο,
Διαβάζοντας το γράμμα σου που έλαβα προχτές, διαπίστωσα γι’ άλλη μια φορά πως τριγυρίζεις ασταμάτητα στην… επικράτειά σου! Κάτι που θα έκανα κι εγώ στη θέση σου με το παραπάνω! Όταν με το καλό επιστρέψεις στην πατρίδα, θα πρέπει να βρεθούμε και από κοντά. Και θα σ’ αφήσω να μιλάς και να μιλάς αδιάκοπα κι εγώ να μη χορταίνω να σ’ ακούω. Εγώ, δυστυχώς, έφτασα σε μια ηλικία που δύσκολα πλέον μπορώ να κάνω μακρινά ταξίδια.
Σου στέλνω εγκάρδιους χαιρετισμούς,
Κλείτος Κύρου
Υπάρχουν, όμως, και τα γραπτά των φίλων, που έρχονται κι αυτά ως συνειρμοί μέσα στην αφήγηση, αγαστή συνδρομή στο άλγος της απόστασης. Διαβάζω, έτσι, στο τέλος ενός κεφαλαίου για το Ανόι τη γραφή του εκλεκτού φίλου:
Ξαναδιαβάζω: «Πιστεύω, χωρίς περιστροφές, στη δύναμη των πραγμάτων που ξυπνάνε· έχω τη βεβαιότητα πως μπορούν να με παρακολουθούν οι τόποι που ζω, να με γνωρίζουνε απ’ το περπάτημα ή τις ώρες, γιατί αλλιώς πολλά δε βρίσκουνε νόημα· ούτε οι έρωτες, ούτε οι μοναδικά δικές μου στιγμές, ούτε οι αδυναμίες των χεριών μου». Κλείνω Τα Σύρματα, την ποιητική συλλογή του φίλου μου Σωτήρη Κακίση, που εκδόθηκαν στη Θεσσαλονίκη από την «Εγνατία» το 1978. Το αυτοκίνητο με τους φίλους ήρθε να με πάρει. Στην ώρα του. (σελ.127)
Σκέφτομαι το δισήμαντο των λέξεων, το εσωτερικό τους νόημα, έτσι όπως ξεπηδά με τους προσωπικούς συνειρμούς, και λέω άραγε ήταν οι φίλοι στο Ανόι που ήρθαν να τον πάρουν με το αυτοκίνητο ή μήπως ήταν η ιαματική γραφή του άλλου φίλου, του μακρινού σε απόσταση αλλά τόσο κοντινού στη μνήμη και τόσο αναγκαίου στη δεδομένη στιγμή, που τον πήρε μαζί του μέσα στα δικά του ποιητικά λόγια;
Στο Εκεί του Γιώργου Βέη αποκτούν ζωή όχι μόνον οι μακρινοί τόποι, που μέσα στην πολυμορφία τους (εξωτερική μα κυρίως εσωτερική) μας δίνονται μέσα από τη χαρισματική γραφή, ώστε περίοπτοι να παρουσιάζονται μπροστά μας.Είναι και οι έσω τόποι, όπως μετέχουν της γραφής με τη μορφή των φίλων. Ίσως αυτοί να είναι το ίδιο σημαντικοί, καθώς δένουν το εκεί με το εδώ και προσκαλούν τον συγγραφέα πίσω στην πατρίδα. Η αντίστιξη, η πρόκληση, η άκρη του νήματος, η αφορμή της ζωής του και της γραφής του.
Μια μνεία αξίζει στη ζωγραφιά του εξωφύλλου (πίνακας της Κλάρας Πεκ Βέη, σχεδιασμός: Ξένια Τρύφων) με τον πολύχρωμο κόσμο της Ανατολής και το μαύρο φόντο· άλλη μια αντίστιξη ενδιαφέρουσα.
Διώνη Δημητριάδου