Scroll Top

Γιάννης Σιώτος “Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά” | Γράφει ο Νικόλας Βουλέλης

Γιάννης Σιώτος, Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά, εκδόσεις Καστανιώτη 2023

Γράφει ο Νικόλας Βουλέλης

Από τη Μικρασιατική καταστροφή στην παγκόσμια προσφυγιά

Θα ήθελα να διευκρινίσω εξαρχής δύο πράγματα: πρώτον δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας. Είμαι απλός αναγνώστης, επίμονος, απαιτητικός, ίσως ιδιότροπος, εκλεκτικός, αλλά επίσης απροκατάληπτος, ακόμη και ενθουσιώδης, ανάλογα με την περίπτωση και πέρα από τυπικά κριτήρια αξιολόγησης. Το δεύτερο που θέλω να πω είναι ότι όσα ακολουθούν είναι απολύτως προσωπικές σκέψεις, απόψεις και εκτιμήσεις και σε καμία περίπτωση δεν έχει ευθύνη γι αυτά ο συγγραφέας.

Ο Γιάννης Σιώτος σπούδασε οικονομικά και ήταν για πολλά χρόνια επικεφαλής του οικονομικού ρεπορτάζ στα «Νέα». Αυτά δεν τον εμπόδισαν να γράψει το «Κάποτε στον Τριπόταμο» το 2020 και το «Αντίο και καλή αντάμωση» το 2021. Τα τελευταία εφτά χρόνια αρθρογραφεί στην «Εφημερίδα των Συντακτών» για πολιτικά και οικονομικά ζητήματα, ενώ δύο βιβλία του, «Από τη σταφίδα και τον καπνό στα τσάρτερ» και «Το κεραμίδι που κλαίει», για το ζήτημα της κατοικίας στην Ελλάδα, κυκλοφόρησαν ως ένθετα της ίδιας εφημερίδας, το 2017 και το 2020, αντίστοιχα.

Από ένα ζήτημα που συνδέεται με τη Μικρασιατική καταστροφή και τις δραματικές εξελίξεις εκείνης της εποχής, το Προσφυγικό Δάνειο που πήρε η Ελλάδα για την αποκατάσταση των προσφύγων, ξεκίνησε η πολύχρονη έρευνα του Γ. Σιώτου που κατέληξε σε αυτό το βιβλίο. Όπως είπε σε συνέντευξή του στον Γιώργο Πετρόπουλο, στην «Εφημερίδα των Συντακτών», διάλεξε τη μυθοπλασία «γιατί δεν είναι ιστορικός» και μάς έδωσε ένα σπουδαίο βιβλίο που δεν διστάζω να το χαρακτηρίσω συναρπαστικό.

Πρώτον, γιατί είναι εξαιρετικά καλογραμμένο, αναδεικνύοντας το συγγραφικό ταλέντο του και δεύτερον, γιατί μεταφέρει και ενσωματώνει οργανικά, μαζί με τις περιπέτειες των χαρακτήρων του, αυτούσιες ειδήσεις και αποσπάσματα κειμένων από εφημερίδες της εποχής που κυριολεκτικά συγκλονίζουν τον αναγνώστη γιατί του δίνουν την πραγματική εικόνα της περιόδου αυτής, Αύγουστος του 1922-Αύγουστος του 1923.

Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στην αθέατη πλευρά της προετοιμασίας του βιβλίου. Γνωρίζουμε ότι για τα καλά μυθιστορήματα που εμπνέονται από ή ενσωματώνουν πραγματικά ιστορικά γεγονότα απαιτείται από το συγγραφέα τους εξαιρετικά εξονυχιστική έρευνα και γνώση. Και έχουμε αρκετά τέτοια δείγματα και στην Ελλάδα. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ βέβαια στα βιβλία που γράφονται, υποτίθεται βασισμένα στην ιστορία, και οι μόνες πηγές τους είναι μια πρόχειρη αναζήτηση σε ότι χειρότερο υπάρχει στο διαδίκτυο.

Εδώ, ο Γιάννης Σιώτος έκανε μια πραγματικά εκπληκτική δουλειά, διαβάζοντας τα φύλλα εφτά εφημερίδων από το 1920 ως το 1925, δηλαδή πάνω από δέκα χιλιάδες τεύχη και κρατώντας λεπτομερειακές σημειώσεις. Τις έχω δει και έχω μείνει άναυδος με την υπομονή του. Μετά, διασταύρωσε τα στοιχεία του, ψάχνοντας τα αρχεία της Βουλής, επιστημονικές έρευνες, στατιστικές, ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, ενώ αξιοποίησε το αρχείο του συλλέκτη Μίμη Χριστοφιλάκη.

Ο αναγνώστης θα βρει στο βιβλίο ένα μικρό μέρος μόνο από όσα άντλησε ο συγγραφέας από την έρευνα. Με βάση και αυτά τα ευρήματα έστησε την πλοκή του μυθιστορήματος. Είναι ένας άθλος και πιστεύω ότι πέρα από τις ανθρώπινες ιστορίες, κατάφερε να δώσει πειστικά το κλίμα της εποχής. Εχοντας, βέβαια, ως σταθερή πυξίδα τη βαθιά πεποίθησή του ότι οι εξουσίες δίνουν πάντα -τότε και τώρα- απαντήσεις ή λύσεις με τον ίδιο τρόπο: ευνοώντας τους λίγους, τους κατέχοντες, τους ολιγάρχες και αδικώντας, καταπιέζοντας ή ακόμη και τσακίζοντας τους πολλούς, τους φτωχούς, που τότε ήταν πρώτα και κύρια οι πρόσφυγες.

Ο Γ. Σιώτος δεν κάνει κήρυγμα, δεν είναι κραυγαλέος. Οι ήρωες του ζουν την εποχή τους και οι διάλογοί τους ή οι αντιπαραθέσεις τους είναι ένας τρόπος για να δοκιμάσει ο ίδιος ο συγγραφέας τις ιδέες του, τις απόψεις του, αλλά και να «ζυγίσει» τις διάφορες ερμηνείες που έχουν δοθεί για τους πρωταγωνιστές των εξελίξεων και για τις καθοριστικές και συχνά μοιραίες αποφάσεις τους. Ταυτόχρονα αποφεύγει να τοποθετηθεί ευθέως στις αντιπαραθέσεις της εποχής ανάμεσα σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς. Και ευτυχώς. Άλλωστε, ολόκληρο το βιβλίο απεικονίζει έντεχνα τις ποικίλες πτυχές της πλήρους κατάρρευσης του ιδεολογήματος της Μεγάλης Ιδέας.

Ο Γιάννης Σιώτος έχει μια ιδιαίτερη αρετή. Όπως και στα άρθρα του, πολιτικά ή οικονομικά, μπορεί να βλέπει τα πράγματα με μια σφαιρική, πανοπτική ματιά, πάνω από τα επιμέρους. Ως συγγραφέας δεν είναι ψυχρός, αποστασιοποιημένος παρατηρητής των δρώμενων. Ξέρει να μοιράζει εύστοχα στο κείμενό του σκληρές εικόνες με λιτές περιγραφές, αλλά και τις πιο ποικίλες ψυχικές διαθέσεις των ηρώων του, χωρίς περιττές φλυαρίες. Ούτε αφήνεται να τον πνίξει η οργή για όσα παρακολουθεί μέσα από την περιπλάνησή του στις εφημερίδες της εποχής. Για παράδειγμα με μια εξαιρετική αντίστιξη μάς δείχνει τους τόπους και τους τρόπους διασκέδασης των μελών της λεγόμενης «καλής κοινωνίας», ενώ οι χιλιάδες των ξεριζωμένων προσφύγων κυριολεκτικά λιμοκτονούν σχεδόν δίπλα τους.

Θέλω να επισημάνω ένα ακόμη χαρακτηριστικό γνώρισμα της γραφής του Γιάννη Σιώτου. Όταν επιλέγει να παρασύρει τον αναγνώστη μακριά από την τότε επικαιρότητα, τότε με εξαιρετικά αποτυπωμένες σκηνές, η αισθαντικότητα, η τρυφερότητα και η ερωτική διάθεση των πρωταγωνιστών του μηδενίζουν το χρόνο και εξαφανίζουν το ζοφερό περιβάλλον.

Ο αναγνώστης ίσως να εκπλαγεί διαβάζοντας τις ομοιότητες -τηρουμένων των αναλογιών- ανάμεσα στο τότε και το τώρα, μετά από εκατό χρόνια. Το Δάνειο τότε, και τα μνημόνια στις μέρες μας. Οι αμείλικτες παρεμβάσεις του περιβόητου Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) τότε, και της τρόικας μέχρι πριν λίγο καιρό ή και σε λίγο καιρό. Οι ιδιωτικοποιήσεις, τότε και τώρα, ως σωτηρία. Και βέβαια η αιώνια εξάρτηση και ασφυκτική πρόσδεση της χώρας μας στα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων, τότε και τώρα.

Ο συγγραφέας διάλεξε τρεις από τους βασικούς χαρακτήρες του να είναι ξένοι δημοσιογράφοι, ένας Ελληνοαμερικανός, ένας Βρετανός και ένας Γάλλος. Είναι μια εύστοχη επιλογή, όχι μόνο γιατί έτσι δείχνει έμμεσα την αλληλεξάρτηση των ελληνικών με τις διεθνείς εξελίξεις, δηλαδή τον καθοριστικό ρόλο των μεγάλων δυνάμεων της εποχής στην εξέλιξη και κατάρρευση της Μικρασιατικής εκστρατείας. Πιστεύω ότι είναι επίσης ένας διακριτικός, ένας άρρητος τρόπος για να δείξει ότι το ρόλο των τριών δημοσιογράφων που έχουν συγκλονιστικές διεθνείς εμπειρίες και ταυτόχρονα την ικανότητα να κρίνουν ψύχραιμα τις ελληνικές εξελίξεις δεν μπορούσαν να έχουν Έλληνες συνάδελφοί τους. Για να γίνει σαφές αυτό ανατρέχω πάλι στη συνέντευξη του συγγραφέα στον Γιώργο Πετρόπουλο όπου λέει ότι τα πρωτοσέλιδα των ελληνικών εφημερίδων τότε, είτε αγνοούσαν, είτε υποβάθμιζαν το μέγεθος της συμφοράς. Για ένα χρόνο τα ρεπορτάζ για το δράμα των προσφύγων ήταν στις εσωτερικές σελίδες κι έπρεπε να ανατρέξει κανείς στα χρονογραφήματα και στα μονόστηλα…

Επιμένοντας λίγο ακόμη στη διεθνή πλευρά πιστεύω ότι ο Γ. Σιώτος είναι μάλλον ο πρώτος Έλληνας μυθιστοριογράφος που μνημονεύει στο βιβλίο του την πρώτη -και άγνωστη ευρύτερα- γενοκτονία του 20ου αιώνα. Πρόκειται για τη γενοκτονία των Χερέρο και Νάμα που διέπραξαν οι Γερμανοί από το 1904 ως το 1908 στη Ν.Δ. Αφρική, αποικία τους τότε, τη σημερινή Ναμίμπια. Δηλαδή αρκετά πριν τις γενοκτονίες Ελλήνων, Ποντίων και Αρμενίων και πολύ πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ήταν μια κανονική γενοκτονία με εκτελέσεις, βασανιστήρια και πορείες θανάτου μέσα στην έρημο. Είχε ακόμη και πειράματα τύπου Μένγκελε. Για την ιστορία, να αναφέρω ότι η Γερμανία, αναγνώρισε τη γενοκτονία μετά από ένα αιώνα, αλλά αρνήθηκε οποιαδήποτε αποζημίωση.

Για την επιλογή του να ασχοληθεί στο μυθιστόρημά του με την προσφυγιά του `22 μερικοί ίσως πουν «Έλα μωρέ τώρα με τη μικρασιατική καταστροφή. Πάνε αυτά τελείωσαν. Τα ξεχάσαμε». Έτσι τέλειωσαν για κάποιους και ο πόλεμος, η κατοχή, η αντίσταση, ο εμφύλιος, η χούντα, η άλλη αντίσταση. Τα ξεχάσαμε, όμως; Είναι μεγάλη ιστορία η μνήμη και η λήθη. Να θυμόμαστε πάντα ή και να ξεχνάμε; Τί ακριβώς και πότε; Χωρίς τη μνήμη, τι μέλλον θα έχουμε;

Όλους αυτούς τους πρόσφυγες που πνίγονται ή τους πνίγουν έξω από τις παραλίες μας. Να τους ξεχάσουμε;

Τους Παλαιστίνιους στα κατεχόμενα εδάφη τους, για τους οποίους δεν μιλούσε μέχρι χθες σχεδόν κανείς πια, αλλά τώρα τους θυμήθηκαν όλοι, κυρίως για να τους καταδικάσουν, τώρα που η απόγνωση τους παίρνει τη μορφή της ωμής βίας κι ύστερα υφίστανται πάντα την ακόμη πιο άγρια βία του αδίστακτου και βάρβαρου κατακτητή και τον όλεθρο. Να τους ξεχάσουμε;

Τους Αρμένιους, που πήραν, προδομένοι, ξανά το δρόμο της προσφυγιάς, τώρα που μιλάμε, εκατόν τόσα χρόνια μετά τη γενοκτονία τους. Να τους ξεχάσουμε;

Ακριβώς για όλα αυτά τα καραβάνια και τις καραβιές από εξουθενωμένους πρόσφυγες και διωγμένους βίαια από την ίδια την πατρίδα τους, γράφει ο Σιώτος, ξαναζωντανεύοντας την ιστορία των Μικρασιατών εκατό χρόνια μετά. Ίσως και για να μας προτρέψει να θυμηθούμε ή μάλλον να μην ξεχνάμε και να αντιμετωπίζουμε σήμερα με περισσότερη γνώση, κατανόηση και ανθρωπιά τους σύγχρονους, όπου γης «Μικρασιάτες».

-Το κείμενο στηρίχτηκε σε ομιλία του Νικόλα Βουλέλη στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Σιώτου «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά», την Τετάρτη 11/10/2023. Συνομιλητές ήταν ο Παντελής Μπουκάλας και ο Μανώλης Πιμπλής

-Το «Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη» της Ακαδημίας Αθηνών απένειμε το Βραβείο Αφηγηματικού Πεζού Λόγου για το 2023 στον Γιάννη Σιώτο για το βιβλίο του «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά»

Βιογραφικό Νικόλας Βουλέλης

Βιογραφικό Γιάννης Σιώτος