Scroll Top

Κώστας Αρκουδέας “Μυστική Ιθάκη” | Γράφει ο Μάριος – Κυπαρίσσης Μώρος

Κώστας Αρκουδέας: Μυστική Ιθάκη, εκδόσεις Καστανιώτη 2024

Γράφει ο Μάριος – Κυπαρίσσης Μώρος*

Ταξίδι στη Μυστική Ιθάκη

Θα ξεκινήσω, λόγω φιλολογικής διαστροφής, από τα κειμενικά κατώφλια και πιο συγκεκριμένα από τον ειδολογικό χαρακτηρισμό του βιβλίου, που απουσιάζει. Ενώ λ.χ. διαβάζουμε για διηγήματα, για μυθιστορήματα και ούτω καθεξής, στην περίπτωση της Μυστικής Ιθάκης –όσο και του προγενέστερου Επικίνδυνοι συγγραφείς – δεν υπάρχει κάτι που να προσδιορίζει τι είδους κείμενο διαβάζουμε. Γιατί, όμως, αυτό είναι σημαντικό; Γιατί είναι σημαντικό να ξέρω αν διαβάζω νουβέλα ή μυθιστόρημα, διήγημα ή αφήγημα, μυθοπλασία ή μεταμυθοπλασία. Και κυρίως γιατί οφείλω να ξέρω, αν δεν είμαι φιλόλογος, ότι έχει κάτι να μου πει η ειδολογική κατάταξη ενός κειμένου για τη δομή ή την προϊστορία του.

Επιμένω στο τεχνικό κομμάτι, γιατί ο Κώστας Αρκουδέας επανέρχεται σε ένα είδος υβριδικό, το οποίο ξεκίνησε με Το χαμένο Νόμπελ (2015), εξέλιξε στους Επικίνδυνους συγγραφείς (2019) και απογείωσε –επιτρέψτε μου την έκφραση– με τη Μυστική Ιθάκη. Το ανά χείρας έργο είναι ένα έργο που δοκιμάζει τις αντοχές των ορίων των ειδών. Αν με σιγουριά (;) μπορούμε να ορίσουμε τη μυθοπλασία, η μεταμυθοπλασία, συγγενής και όμορη του μεταμοντέρνου, της υβριδικότητας και της ρευστότητας, προκαλεί μια κάποια ανοικείωση. Μεταξύ μυθοπλασίας και μεταμυθοπλασίας, ο Κώστας Αρκουδέας πλέκει ένα σφιχτοδεμένο νήμα στη βάση μιας πρωτότυπης και άκρως ενδιαφέρουσας δομής.

Οι πρωτοπόροι της συγγραφικής τέχνης, παγκόσμιας καιελληνικής είναι το θέμα αυτού του βιβλίου. […] Σε πρώτο πλάνο, η απόλυτη εικόνα του ποιητή στα μάτια του σύγχρονου ανθρώπου πορεύεται συντροφιά με την κορυφαία Αμερικανίδα ποιήτρια. Ο πιο διάσημος ερημίτης συντροφιά με τον στοχαστή που χάθηκε πίσω από δεκάδες ετερώνυμά του. Ο θεμελιωτής της μοντέρνας ποίησης συντροφιά με τον μισάνθρωπο που πήρε τη λουλουδάτη τέχνη της κοινωνίας και της την έτριψε στα μούτρα. Ο συγγραφέας που ταυτίστηκε όσο κανείς με την επιστημονική φαντασία συντροφιά με τον πατέρα της ελληνικής διηγηματογραφίας. Ο αριστοκράτης που έβαλε τον αδύναμο να αντιστέκεται στην αυθαιρεσία των ισχυρών συντροφιά με εκείνη που διέλυσε τα αντρικά στερεότυπα και έδειξε ότι οι γυναίκες μπορούν να γράψουν καλή λογοτεχνία. (σ. 67-68)

Το παραπάνω εκτενές παράθεμα μπορεί να λειτουργήσει ως οδοδείκτης στην ανάγνωσης της Μυστικής Ιθάκης. Για να γίνει, ωστόσο, πλήρως κατανοητή η δυαδικότητα των κεφαλαίων με τα λογοτεχνικά ζεύγη να συνομιλούν εντός, εκτός κι επί τα αυτά της τέχνης τους, πρέπει να εντοπίσουμε και τα συρραπτικά νήματά τους, τα οποία, όπως μπορεί εύκολα να υποθέσει κανείς από τον τίτλο αλλά και το εξώφυλλο, όπου και θα επανέλθω, κατάγονται από την καβαφική Αλεξάνδρεια.

Παραμένω στα κατώφλια του βιβλίου, προτού περάσω στο δια ταύτα: στα περιεχόμενά του, διαβάζουμε αινιγματικούς τίτλους που μας κλείνουν το μάτι, παραπέμποντάς μας σε έργα των δημιουργών που παρουσιάζονται σε κάθε κεφάλαιο. Στα «αναγνωρισμένα», όπου συγκατοικεί ο Κ. Π. Καβάφης και η Έμιλυ Ντίκινσον «δύο συγγραφείς που στόχευσαν στην υστεροφημία..», στα «αφανή» ο Σάλιντζερ συναντά τον Πεσσόα, στα «αποκηρυγμένα», ο Ρεμπώ γειτνιάζει με τον κατεξοχήν καταραμένο Μπωντλαίρ, στα «ατελή», ο Φίλιπ Ντικ και ο Γεώργιος Βιζυηνός συνομιλούν από τους χώρους της τρέλας, στα «άγνωστα ή πεζά», οι καθόλου πεζοί Τσβάιχ και Γουλφ ανατέμνονται ως αυτόχειρες.

Θα μπορούσαμε να κάνουμε εύκολα λόγο για μη μυθοπλαστική λογοτεχνία (non-fiction fiction), είδος που δύσκολα αποδίδεται στα ελληνικά, αλλά που συνδυάζει τη μυθοπλασία με στοιχεία από την ιστορία, τη βιογραφία και το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Για την ιστορία, ο Βασίλης Βασιλικός, ο οποίος προέκρινε τον όρο «μη μυθιστορηματικό μυθιστόρημα» με τη συλλογή Εντός των τειχών και αργότερα με το Ζ, εγκαινιάζει το είδος, το οποίο εσχάτως προσέλκυσε το φιλολογικό ενδιαφέρον. Ας θυμίσουμε ότι την ίδια χρονιά, το 1966, ο Καπότε κυκλοφορούσε το Εν ψυχρώ του. Διακρίνουμε, βέβαια, και το ίδιο το είδος του μη μυθοπλαστικού μυθιστορήματος από το μυθιστόρημα ντοκουμέντων κλπ.

Ο Κώστας Αρκουδέας καταθέτει ένα ακόμα εξαιρετικό δείγμα αυτού του σπάνιου είδους. Με τη Μυστική Ιθάκη, οι αναγνώστες εισέρχονται σε ένα σύμπαν ορισμένο από τη λογοτεχνική γραφή και τη δημιουργία το οποίο εκμεταλλεύεται τον σκόπελο του βιογραφισμού, κάνοντάς τον μάλιστα όπλο της αφήγησης. Περιδιαβαίνοντας τις ζωές και το έργο των δημιουργών της παγκόσμιας (με εξαίρεση τον Βιζυηνό) λογοτεχνίας, ο συγγραφέας φωτίζει άλλοτε άγνωστες κι άλλοτε ημιφωτισμένες πτυχές τους, διατηρώντας από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου του έναν ανοιχτό διάλογο με τη φιλολογική και λογοτεχνική κριτική αλλά και τη θεωρία της λογοτεχνίας.

Χωρίς στο ανά χείρας έργο να βαραίνει η φιλολογία, η συνομιλία με τα κείμενα τρίτων είναι οργανικό τμήμα της αφήγησης, καθώς ο συγγραφέας κατορθώνει να στήσει έναν ολόκληρο ιστό από έργα, μέσα στον οποίο συγκροτείται η πλοκή της Μυστικής Ιθάκης. Ιδού ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου, το κατεξοχήν κατώφλι για να εισέλθουμε στον κόσμο του, το οποίο εκκινεί από τον Κ. Π. Καβάφη. Σε δεκατέσσερις σελίδες, ο Κώστας Αρκουδέας ανασυστήνει με λοξή ματιά τον τρόπο που ο Αλεξανδρινός κατασκεύασε το ποίημά του «Καισαρίων».

Ψηλό, επιβλητικό, το σπίτι στεκόταν αγέρωχο ανάμεσα στο πένθος που ξεχυνόταν από το αντικρινό νοσοκομείο και το πάθος από τον χωμένο θαρρείς μέσα στο έδαφος οίκο ανοχής. Ο ίδιος βρισκόταν στον δεύτερο όροφο να γράφει και να ξεγράφει, να διορθώνει και να απαγγέλει χαμηλόφωνα αναζητώντας τον ιδανικό ρυθμό. Ο χρόνος μετρίαζε τον βηματισμό του και η μοίρα ερχόταν πλάι του λέγοντας ότι της άρεσε να συντρίβει χωρίς διάκριση ανήμπορους και ισχυρούς. […]

Δεν είχε τηλέφωνο. Ούτε ραδιόφωνο ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Είχε όμως κεριά, πολλά κεριά, και λάμπες πετρελαίου να δημιουργούν ελεγειακή ατμόσφαιρα. Ο ίδιος έμενε αποτραβηγμένος στην άκρη, μια νυχτερίδα που περιμένει αναζητώντας θήραμα. (σ. 13)

Γίνεται, έστω κι από αυτό το μικρό απόσπασμα, το προκαταρτικό λάκτισμα, ο τρόπος με τον οποίο ο Κώστας Αρκουδέας πλέκει το νήμα της αφήγησης. Πλέκει, ας το επαναλάβω, ένα αλεξανδρινό νήμα, μια και ο Καβάφης παραμένει αοράτως συνών σε κάθε σελίδα του βιβλίου. Στον επίλογο του έργου, ο Αλεξανδρινός εμφανίζεται ξανά, για να κλείσει τους λογαριασμούς του με την αφήγηση. Τον συναντάμε στο κρεβάτι του νοσοκομείου λίγο προτού πεθάνει. Ενώ, όμως αυτή η σκηνή έχει εμπνεύσει κι άλλους δημιουργούς, όπως π.χ. ο Περάνθης με τον αμαρτωλό του Καβάφη, ο Αρκουδέας καταφέρνει να δώσει στις τελευταίες στιγμές του Καβάφη μια εντελώς ποιητική διάσταση, σχεδόν μυστικιστική. Η Μυστική Ιθάκη βρίσκεται πλέον στο τέλος μιας διαδρομής πολύ προσωπικής.

Ολοκληρώνοντας, θέλω να σταθώ στο Υστερόγραφο που έπεται της κυρίως αφήγησης, περίπου εκατό σελίδες, που μπορούν να διαβαστούν μόνες τους, ως ένα ξεχωριστό συνομιλούν σώμα. Εδώ, στις υπάρχουσες κατηγορίες προστίθενται κι άλλα ονόματα λογοτεχνών. Η γενιά λ.χ. των μπήτνικ, ο Αρτώ, ο Ρούλφο, ο Καρυωτάκης, η Πλαθ κ.ά. Παραπληρωματικοί βίοι, χωρίς την έκταση που είχαν όσοι συγκροτούν το κύριο μέρος της αφήγησης, που συνθέτουν, έστω κι αν δεν αναπτύσσονται τόσο, το ολοκληρωμένο ψηφιδωτό μιας παγκόσμιας λογοτεχνικής δημιουργίας με συγκεκριμένες σταθερές.

Με τη Μυστική Ιθάκη, ο Κώστας Αρκουδέας καταθέτει το τρίτο μέρος μιας τριλογίας –έτσι τουλάχιστον τη βλέπω εγώ –, που ξεκινά από Το χαμένο Νόμπελ και καταλήγει στα χέρια μας με το τελευταίο αυτό έργο του. Στο μη μυθοπλαστικό σύμπαν της Μυστικής Ιθάκης, η λογοτεχνική γραφή αγγίζει τα όριά της, κινούμενη μεταξύ καταγραφής, δοκιμίου και μυθοπλασίας, χωρίς ωστόσο στιγμή να μην μπορούμε να μιλήσουμε για υψηλή λογοτεχνία, για μεταμοντέρνα συνθήκη και μεταμοντέρνα γραφή που διαρκώς κρατά τον αναγνώστη «εκεί».

*Ο Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος είναι δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας

Βιογραφικό Κώστας Αρκουδέας

Βιογραφικό Μάριος – Κυπαρίσσης Μώρος