Αυτό το ποίημα
έχει μια θάλασσα μόνο
μοιρασμένη στα δυο.
Ο Παναγιώτης Νικολαϊδης, ύστερα από μια δεκαετή και πλέον πορεία στα κυπριακά και ελληνικά λογοτεχνικά τεκταινόμενα (είναι ποιητής, ανθολόγος της κυπριακής ποίησης και κριτικός), με τη συλλογή του Η Νύφη του Ιούλη, (2019, εκδ. Σμίλη) διεκδικεί –με καλές πιθανότητες κατά τη γνώμη μου– μια αξιόλογη θέση, μια θέση ίσως όχι περίοπτη αλλά σαφώς «διακριτή», στην πληθωριστική ποιητική μας παραγωγή που επισκιάζει, αν όχι εκτοπίζει, άξια βιβλία, αποπροσανατολίζοντας κριτική και κοινό. Ήδη, το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο έχει προσελκύσει την προσοχή κριτικών και ποιητών (Στέλλα Βοσκαρίδου, Αλεξανδρος Κορδάς, Λεωνίδας Γαλάζης κά.), οι οποίοι έχουν διεξοδικά ανατμήσει τα ποιήματα της Νύφης του Ιούλη, και έχει αποσπάσει το σημαντικό ποιητικό βραβείο Jean Moreas του 2020.
Η συλλογή αποτελείται από δεκαοκτώ όλα κι όλα ποιήματα που αναπτύσσονται στο, «εύφορο» λογοτεχνικά, έδαφος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 και στην ακόλουθη δραματική κατοχή του βόρειου τμήματος της. Έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση η οποία αντλείται απόιστορικά γεγονότα και μέσω ενός βιωματικού και συναισθηματικού πλαισίου δεν τα μετατρέπει σε ερμηνευτικές προτάσεις ή επαληθεύσιμη γνώση για την πραγματικότητα, αλλά σε περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οικεία αίσθησηˑ σε ένα είδος «νευροδιαβιβαστή» (Rigney, 2008) των μορφών ανάμνησης από γενιά σε γενιά. O Παναγιώτης Νικολαϊδης δεν φιλοδοξεί να διδάξει Ιστορία, ούτε προτίθεται να ερμηνεύσει το παρελθόν, που εν πολλοίς είναι αχαρτογράφητο και για την ιστοριογραφία. Ο μόνος τρόπος, όμως, για να ανασυνθέσουμε το παρελθόν, την Ιστορία, και ως εκ τούτου να κατανοήσουμε τον κόσμο, είναι να αφηγούμαστε ιστορίες για τον κόσμο (White, 1989), γεγονός που γνωρίζει καλά ο Κύπριος ποιητής και πάνω σε αυτή τη γνώση αρθρώνει τα ποιήματα αυτής της συλλογής.
Φυσικά ο Παναγιώτης Νικολαίδης δεν είναι ο μοναδικός, ούτε βέβαια ο πρώτος, που αποτυπώνει ποιητικά την κυπριακή τραγωδίαˑ έχουν προηγηθεί πολλοί ποιητές –και νεότεροι–με προεξάρχοντα τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη. Με τρόπο λιτό, συμπυκνωμένο και ενίοτε αφαιρετικό, (γεγονός που φανερώνει τόσο τη θητεία του στον αποφθεγματικό, σχεδόν ακαριαίο Μοντη, όσο και στη στιχουργική φόρμα του χαϊκού), καταθέτει το τραυματικό του βίωμα που δεν λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης της συλλογικής μνήμης αλλά ως μεγεθυντικός φακός της.
ιε’
στον πατέρα μου
Κατά το σούρουπο μπήκαμε στην Αμμόχωστο.
[…]Εδώ
καμιά φωνή δεν ξεπερνά την ηχώ της.
Κι όμως,
θα πω για σε περίκλειστη κόρη
με τα φλιτζάνια γυμνά στα τραπέζια
κι όλα τα ρούχα σου απλωμένα
σ’ ένα κουλουριασμένο συρματόπλεγμα.
Κλαμόντα,
βυθίζω τα χέρια στον άλλο χρόνο
να πάρω λίγη από την άμμο σου.
Μα πώς μπορώ μ’ ένα βλέμμα, κόρη,
να σ’ αγκαλιάσω;
Αγαπημένη,
αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα.
Πρόκειται για μια ποίηση εξωστρεφή και διαυγή που δεν υποπίπτει στην ευκολία του νεφελώδους ερμητισμού και της μελοδραματικής λυρικοπάθειαςˑ μια ποίηση δρώσα, κατά την οποία η προσωπική μνήμη γίνεται συλλογική μεθ-ιστορία και πολυφωνική μυθιστορία. Κυρίως, όμως, μια ποίηση ψυχωφελή δεδομένου ότι ο ποιητής μας, μολονότι εκφέρει τραυματικό πολιτικό και εθνικό λόγο, λυτρώνεται στην ακεραιότητα, στο όλον, της γλώσσας.
Και ερχόμαστε στο πιο σημαντικό στοιχείο της ποίησης του Νικολαϊδη: τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου είτε αμιγώς σε ένα ποίημα, είτε ως ενσωμάτωση λέξεων ή φράσεων στο ποιητικό νεοελληνικό γλωσσικό σώμα. Είναι πιθανόν πως το τραγικό βίωμα και η ακόλουθη ποιητική του «αναπαράσταση», οδηγεί στην καταφυγή και την παρηγοριά της μητρικής του γλώσσας. Ίσως πάλι να γίνεται το αντίστροφοˑ να είναι δηλαδή η χρήση του κυπριακού ιδιώματος που φορτίζει το ποίημα και το «ηλεκτρίζει», που το καθιστά σχεδόν αδιαμεσολάβητη, εξού και δραματική, ατομική και συλλογική αλήθεια. Όπως και να έχει, τα τρία ποιήματα της συλλογής που είναι αμιγώς σε κυπριακή διάλεκτο είναι τα καλύτερα του βιβλίουˑ είναι μια δαντέλα τρυφερότητας απ’ όπου διακρίνονται ο νόστος και η πληγή, μια απωλεσθείσα αθωότητα και μια πικρή ενηλικίωση, όπως το βλέμμα που χαϊδεύει τις φωτογραφίες των νεκρών γονιών. Λες και σ΄ αυτά κατορθώνεται το λογγίνειο ύψος, η υψηλότερη στιγμή της ποίησης, ο θαυμαστός συντονισμός του έπους (λέξης) με το πάθος, από όπου προκύπτει η μεγάλη συγκίνηση.
α’
Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβουραν.
Εν είσεν νερόν.
Άμαν τζι εγίνην το κακόν
τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου
τζι εγύρεψεν να με πιάσει.
Εν τον εκατάλαβα.
Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν
τζι έκλαια.
Και το εξαιρετικό, ομώνυμο τρόπον τινά, ποιήμα, εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία της Αργυρώς Χριστοφόρου
ιστ’
της Αργυρώς
Ήτουν να παντρευτώ Κυριακήν.
Παρασκευήν εφέραν μου το νυφικόν.
Εφόρησά το μόνον μιαν φοράν
(άμπα τζαι λερωθεί)
τζι ύστερις
άννοια το ερμάριν μου κρυφά
τζι εθώρουν το.
Σάββατον ξημερώματα εγίνην η εισβολή.
Το νυφικόν έμεινεν πίσω
κρεμασμένον
στην Περιστερωνοπηγήν.
Εικοσιμιάν του Ιούλη
Κυριακήν
εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά
στον αέραν.
Στη συλλογή αυτή, η “διαίρεση” είναι δεσπόζουσα κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αυτός ο δυισμός, που είναι ένα είδος διαλεκτικής του όλου και του μέρους, του είναι και της απώλειας, παρεισφρέει παντού. Τέμνει τη θάλασσα, «η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας/χτυπά με δύναμη τον κερατοειδή», την ακτογραμμή, τα βουνά και τα δέντραˑ τη φύση ολόκληρη. Σε μια επίσκεψη μνημονικού προσκυνήματος στο υπό κατοχή χωριό της μάνας του, την Ακανθού, το ποιητικό υποκείμενο, σε μια έξοχη εξωλογική οπτικοακουστική αλλά και οσφρητική μέθεξη, ακούει μια λεμονιά να του ψιθυρίζει «Μεν φύεις./ Μείνε λαλώ σου, τζι είμ’ αθθισμένη». Παντού υπάρχουν ρωγμές, ακόμα και σ’ αυτό το ηλιόλουστο νησί «ό,τι ανασαίνει απ’τη σκιά/ αχνίζει πιο πολύ από φως/ σαν βρέφος/ αέρας γεμίζει τα πνευμόνια του/ και κλαίει». Η “διχοτόμηση” ανιχνεύεται και στη γλώσσα του νησιού, εκεί όπου η τουρκική γλώσσα είναι «λέξεις ξένες/ αιχμηρές/ μαύρο σπαθί» και «σπάνε δόντια και ρυθμό/ σαν λεύκες καρφωμένες ολόισια». Το μόνο που είναι ακέραιο είναι η γλώσσα της ποίησης. Σε αυτήν συναιρούνται η ελληνική γλώσσα μαζί με την κυπριακή διάλεκτο και οργανικά δεμένες λειτουργούν αρμονικά, “λατρεύονται” και δίνουν στιγμές εύφορης ποίησης, ακόμα και αν ο Νικολαϊδης βιώνοντας ένα περιπεπλεγμένο εθνικό πένθος, αναρωτιέται με απογνωση «Σε τι χρησιμεύει λοιπόν η ποίηση/ όταν ο θάνατος σερβίρεται με μουσική/κι όταν μπορείς μονάχα μ’ ένα κλικ/να δεις ένα κομμένο κεφάλι/ να κυλιέται στο χαλί σου;».
Ο ποιητής δείχνει μια ξεχωριστή αγάπη στα πρωτογενή φυσικά στοιχεία, στην πρώτη ύλη των πραγμάτωνˑ στις ρίζες, είτε αυτές είναι οι γεννήτορες, είτε είναι η πατρίδα. Αγαπά τη φύση, το φως, τον ήλιο και τη θάλασσα (στοιχεία που επανερχονται στην παρούσα συλλογή αλλά και στην εν γένει την ποίησή του), το χώμα, το νερό, την πέτρα. Αγαπά ότιδήποτε στοιχειώδες και κυτταρικό, ίσως γι’ αυτό και τα ποιήματα αυτά είναι απλά και δωρικά, με κύστεις θερμού αλλά όχι “ξεχειλωμένου λυρισμού”. Η Νύφη του Ιούλη, χωρίς συμβολιστικές μεγαληγορίες, με ένα φορτίο βιωματικό που δεν “καθιζάνει” από τις αυτοαναφορές, σε ελεύθερο στίχο (γιατί δύσκολα η τραγωδία και η συναισθηματική πολυπλοκότητα μορφοποιείται αυστηρά), ευκίνητη και ευθύβολη, αποδεικνύει ότι η καλή ποίηση και εν γένει η καλή λογοτεχνία δεν αυτονομείται από την πραγματικότητα, δεν δημιουργείται σε πραγματολογικό κενό. Ο Νικολαϊδης καταφέρνει με μέσα ποιητικά να αρθρώσει πολιτικό λόγο, να δημοσιολογήσει χωρίς διακηρυγματικές έξάρσεις και μας δώσει ποιήματα υψηλής θερμοκρασίας και συγκίνησης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- 1.Rigney, A. (2008) “Fiction as a Mediator in National Remembrance” στο S. Berger, L. Eriksonas, A. Mycock(eds). Narrative the Nation: The Representation of National Narratives in Different Genres. Oxford: Berghahn Books, σσ. 79-96.
- 2.White, H. (1989) Tropics of Discours: Essays in Cultural Criticism. Baltimore : The John s Hopkin s University Press.
- 3.Διονυσίου Λογγίνου, Περί Ύψους, ερμηνευτική έκδοση: Μ.Ζ. Κοπιδάκης,(1990). Ηράκλειον. Βικελαία Δημοτική Πινακοθήκ