Ποιητική Πινακοθήκη
Στη συλλογή πεζού και ποιητικού λόγου: Πίνακες, εκδόσεις Γράφημα 2022, η Αγγελική Ζευγολάτη μας παρουσιάζει μια σύγχρονη πινακοθήκη κειμενικών ειδών. Πεζά και ποιήματα, εκτενέστερα ή πιο σύντομα, παλιότερα ή παροντικά, όλα αποτυπώνουν ή ζωγραφίζουν, στιγμές ζωής όπως έχουν βιωθεί και αναπλαστεί μέσα από τη γλώσσα. Πίνακες σε καμβά για το σαλόνι, την κρεβατοκάμαρα, τους δρόμους μιας άξενης πόλης, τις έρημες παιδικές χαρές, τα σπίτια μιας καταπιεστικής κοινωνίας. Πανοραμικά τρίπτυχα με ιριδισμούς και σκιές, που το φόντο τους είναι περισσότερο γκρίζο παρά φωτεινό.
Κάποιοι πίνακες είναι χειροποίητοι σε ξύλινο τελάρο με ξύλα μαζεμένα από την ακτή όπως τα έχει ξεβράσει η φουρτουνιασμένη η θάλασσα. Ξύλα από ναυάγια, από σκαριά και καράβια που γεμάτα προσμονή και ελπίδες είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους που έληξε απότομα. Ένα ξεκίνημα ονείρου που βούλιαξε, γκρεμίστηκε σε απάτες ή αυταπάτες. Άλλοι πίνακες είναι καμωμένοι από τοίχους που φυλακίζουν. Φυλακίζουν το παιδί, τον νέο άνθρωπο που ονειρεύεται, φυλακίζουν τον πόθο, τον έρωτα, την αγάπη. Σίδερα φυλακής που δεν τα βλέπεις. Ξεγελάς τον εαυτό σου ότι η κοινωνία των τύπων, των επιταγών, των πολιτικών επιλογών, της κανονικότητας και της κοινωνικότητας, σου αφήνει περιθώρια να είσαι πραγματικά ελεύθερος. Ζεις μια ζωή, που δεν έγινε, όπως βαθιά μέσα σου ονειρεύτηκες. Ζεις κοιμώμενος- για σένα δεν ξημερώνει η αληθινή, φωτεινή καινούργια ημέρα.
Οι Πίνακες της Ζευγολάτη είναι ακουαρέλες με τα υδατοχρώματά τους καμωμένα από δάκρυα. Έχει επιλέξει να πλέξει από αυτά «ένα μαργαριταρένιο κολιέ», όπως γράφει στο ποίημα «Ζωντανός», έτσι ώστε «να αφήνω να σταλάζει,/μέσα στην εκκλησία των αναστεναγμών μου,/ η βροχή του κόσμου». Σκοπός, με αυτά τα δάκρυα «να ποτίζω τον κήπο των ανθρώπων/ και να καμαρώνω σαν έβλεπα να φυτρώνουν άνθη» (σ. 17). Άνθη όμως με αγκάθια που φέρνουν δάκρυα γιατί ματώνουν τα χέρια. Αίμα και δάκρυα, τα δυο βασικά συστατικά της ζωής. Αυτά τα αγκάθια του κήπου μας – λέει η Ζευγολάτη, όταν φιλιώνεις μαζί τους, μαθαίνεις πώς να τα πιάνεις, τότε σταματούν να σου ματώνουν τα δάχτυλα. Τότε μπορεί άξαφνα να τα δεις ως ευλογία και μάθημα ζωής.
Αρκετοί πίνακες θυμίζουν σχολικούς πίνακες όπου με κιμωλία περικυκλώνεται και εγγράφεται η παιδική ζωή. Συχνά η Ζευγολάτη μιλά στο και για το παιδί. Στο παιδί που κλαίει – και εδώ τα δάκρυα- για «εκείνο το παιδί, που το σταυρώνουν σαν μικρό Χριστό, ενώ ανθίσταται, αντέχει και υψώνει τις χούφτες του στον ουρανό, να γεμίσουν φεγγάρι» (σ. 12).Σαν περιστέρι βλέπει το παιδί αλλού η Ζευγολάτη, που πετάει και χάνει τα φτερά του από την ουρά όταν περνά από τις Συμπληγάδες της ζωής. Όταν όμως τελικά τα καταφέρνει, μεταμορφώνεται σε αετό, σε «αγρίμι άμαθο στα χάδια» («Κλαίει το παιδί», σ. 14).
Τα ποιήματα της Ζευγολάτη γίνονται αστρονομικοί πίνακες, όπου το ανθρώπινο πρόσωπο διαπλέκεται και στροβιλίζεται βρίσκοντας της θέση του μέσα στο σύμπαν, ανάμεσα στους αστερισμούς. Στην κοσμογονική στιγμή της γέννησης του χρόνου, του κόσμου και του εαυτού, των αντίθετων δυνάμεων του φωτός και του σκότους, είναι ο αέναος κύκλος του θανάτου και της αναγέννησης, αφού «ό,τι χάθηκε, δεν χάθηκε. Δίνει βήμα για νέα αρχή», όπως γράφει στο ποίημα «Αίσθηση» (σ. 7).Μια αρχή όμως που φαντάζει όμως ως μέρος ήδη ενός εγκλήματος. Το έγκλημα αυτό αναπαριστούν με μαύρα χρώματα και κάποιες παλιές ελαιογραφίες- μύθοι σε πεζό λόγο στις τελευταίες σελίδες της συλλογής. Εκεί, σε αυτόν τον συγκεκριμένο τόπο, εδράζεται για τη Ζευγολάτη, η Ποίηση. Στο ποίημα «η Ποίηση» χαρτογραφείται ως «αυθύπαρκτο μέρος της συμπαντικής εύτακτης κίνησης» και ως «άυλη και υπερβατική» που διασφαλίζει «ροή και τέλος,/ σε αιώνια, ανακυκλούμενη τροχιά» (σ. 16).Μέσα από την ποίηση κανείς δραπετεύει – από τα δάκρυα, τους ανημέρωτους πόθους, τους ασίγαστους πόνους, τις κοινωνικές αδικίες. Δραπετεύει από τον ίδιο τον χρόνο. Έτσι συντελείται η φυγή –στη μνήμη, στην πεποίθηση ότι αυτό που ονειρεύεσαι υπάρχει. Όπως στο ποίημα «Υπάρχεις» «Εγώ εσένα σε ξέρω/ δεν γίνεται να μην υπάρχεις/ Σου άνοιξα την πόρτα να φύγεις/ Σίγουρα υπάρχεις/ Σε είδα στον ύπνο μου» (σ. 31).Μια φυγή που όμως, δεν σε κάνει δραπέτη. Σε οδηγεί σε ένα όνειρο που είναι περισσότερο αφύπνιση παρά ύπνωση. Αυτό το όνειρο που βγαίνει μέσα από τα δάκρυα, σε ενώνει με «πλήθος Ασωμάτων», με πλήθος ψυχών, αγγέλων και αρχαγγέλων, που προστατεύουν, θεραπεύουν ή καταγγέλλουν και με την ρομφαία τους διώκουν τις αδικίες αυτού του κόσμου. «Και να το πάλι το όνειροׄ /ξεπετιέται/Γυρεύει να συναντηθεί με πλήθος Ασωμάτων» («Το όνειρο», σ. 33).
Η ποιήτρια Αγγελική Ζευγολάτη με τους Πίνακές της ζητά να αφυπνίσει τους ανθρώπους. Να ακολουθήσουν το όνειρό τους. Για να ξημερώσει μια καινούργια ημέρα. «Αφού ξυπνήσεις,// Σε περιμένω στη γέφυρα των στεναγμών, αχάραγα/ Σε παρακαλώ,/ έλα να μου πεις πως ξημέρωσε/» («Γιατί δεν ξημερώνει», σ. 11).
* Πίνακες της Αγγελικής Ζευγολάτη, συλλογή πεζού και ποιητικού λόγου, Γράφημα 2022