«η ζωή να γίνει ζωή// ο άνθρωπος;/ Άνθρωπος να γίνει»
Η καλή ποιήτρια Βίκυ Δερμάνη στην ένατη ποιητική συλλογή της με τίτλο «Μικρές Ταριχεύσεις», εκδόσεις ΑΩ, 2021, καταβυθίζεται στα δύσκολα και οδυνηρά της ζωής που αφορούν σε βιώματα και εμπειρίες που οφείλονται σε σημαντικά ψυχοκοινωνικά ελλείμματα, όπως αυτά που προκάλεσε η οικονομική κρίση, ή το προσφυγικό π.χ, αλλά και σε υπαρξιακές αναζητήσεις, ματαιώσεις και τραυματικές απώλειες που αφορούν στη μοναξιά, στον έρωτα και στις ματαιώσεις του, καθώς και στην τραυματική εμπειρία του θανάτου αγαπημένων.
Το σκοτεινό και το μαύρο που πραγματεύεται η Δερμάνη καταδεικνύεται όχι μόνο από το εξώφυλλο και το περιεχόμενο, αλλά ακόμη και από τους τίτλους των ποιημάτων όπως: «καιροί βάρβαροι», «Πόλη νεκρή» «Αίμα το μελάνι στάζει», για να αναφέρω ορισμένους. Με καταγγελτικό ύφος και λέξεις «Σαν πρόκες…»[1], από το πρώτο ποίημα της συλλογής «Ζωή χαλασμένη», αλλά και σε πολλά άλλα όπως στο ποίημα «Μισάνθρωποι», (σ. 14) π.χ και με λιτό, ευθύβολο και διαυγή λόγο, αλλά και λυρισμό ιδιαίτερα στα ποιήματα όπου αναδύεται η ελπίδα, σκιαγραφεί την ανθρώπινη αναλγησία που σκορπά το μαύρο γύρω μας και επικάθεται στο σώμα και στις ψυχές μας. Το ποιητικό υποκείμενο καταγράφει απώλειες αξιών και έλλειμμα βασικών πανανθρώπινων συναισθημάτων, όπως η συμπόνια και η αγάπη π.χ. στο «η αγάπη λείπει», (44), όπου αναζητούνται η αγάπη των άλλων, του εαυτού πρωτίστως αλλά και η ουσιαστική ζωή,. Άλλοτε πάλι πενθεί απώλειες αγαπημένων όπως της λατρευτής μητέρας, ενώ το ποίημα «Δεν », (σ. 32) προβληματίζει, καθώς παραπέμπει σε “ιδιαίτερα στενό συναισθηματικό δεσμό με την απολεσθείσα μητέρα” με αποτέλεσμα να μπλοκάρεται η διεργασία του πένθους.
Μέσα από ολιγόστιχα ποιήματα, όπου σωματοποιεί την ανθρώπινη τραυματική εμπειρία ως σαρκικό βίωμα, σκιαγραφεί το ζόφο και την ψυχοκοινωνική δυστοπία των καιρών, αλλά και την απώλεια σημαντικών άλλων όπως π. χ. στο ποίημα «Χωρίς εσένα//Γδέρνω ξεκοιλιάζω/ δαγκώνω με λύσσα»,(σ. 37). Αλλά και ο έρωτας και η αγάπη στην ποίηση της Δερμάνη σκιαγραφούνται με έντονες μεταφορές. Η αγάπη ορίζεται ως «Η ύψιστη τέχνη// Ν’ αγαπάμε σπάταλα// εκ των τεχνών της ζωής/ η ύψιστη είναι», ενώ όσο αφορά την ερωτική αγάπη, στη συνομιλία της με τον Charles Bukowski, είναι «Λύκος αιμοβόρος», (σ. 43).
Η ποιήτρια καταβυθίζεται στο βαθύ σκοτάδι και την ασκήμια, στον πόνο και στην οδύνη ψάχνοντας μάταια με την ποιητική γραφή της να ανασύρει λίγο φως. Έτσι φαίνεται τουλάχιστον αρχικά, καθώς οι λέξεις και η ποίησή της σκιαγραφούν το απόλυτο σκοτάδι, “τον εν ζωή τάφο” αν θα μπορούσε να πει κανείς, όσο αφορά τον άνθρωπο και το τραύμα, τη χώρα και τον τόπο. Γίνεται όμως η ποίηση να αναζητά το φως επί ματαίω; Άλλωστε στην προμετωπίδα οι στίχοι της αείμνηστης Κατερίνας Αγκελάκη-Ρουκ από το ποίημα Σ’ ένα ταρατσάκι ο Σολωμός (όπου αναφέρεται στην αγάπη του ποιητή προς την Ελλάδα, προς τη μάνα, όπως καιστο άγχος και την έλευση του θανάτου), διαμηνύουν ξαφνικό μοσχομύρισα της άνοιξης πιο έντονα από μια ταριχευμένη μνήμη σαρκική: «Ο ποιητής χωρίς φύλο κι η μοναξιά του σαν/ άνοιξη μυρίζει ξαφνικά πιο έντονα από μια μνήμη σαρκική/ που θα ‘χε ταριχεύσει»[2]
Η ποιήτρια επισημαίνει το επίπονο και οδυνηρό της διεργασίας της ποιητικής γραφής, περιγράφοντάς το καίρια στο ποίημα ποιητικής «Της ποίησης ο κάματος//Ενθέρμως παραδόθηκε/στον πυρετό του οίστρου/ έπλασε/ σμίλευσε/ έχτισε/ γκρέμισε/ έσκαψε/ φύτεψε// και πάλι απ’ την αρχή//κάματο μεγάλο μ’ ίδρο πολύ/ η ποίηση έχει», (σ. 47).
Τα ποιήματα αυτής της ποιητικής συλλογής φαίνεται να αποτελούν εγχειρήματα ταρίχευσης της σαρκικής μνήμης, όπως και κάποιας αρχαϊκής άνοιξης αποζητώντας την άνθηση της αγάπης καθώς η ποιήτρια διατείνεται πως: «αν μια φορά Άνοιξη/ Άνοιξη πάντα». Παραθέτω το ομώνυμο ποίημα με την ευχή να διαβαστούν και να αγαπηθούν οι «Μικρές ταριχεύσεις» της Δερμάνη, όπου με όχημα τη μνήμη, εκφράζει μέσω της ποιητικής γραφής την επίπονη διεργασία των δυνών, της οδύνης και του πένθους και επισημαίνει την πανανθρώπινη αναγκαιότητα για συμπόνια και ανθρωπιά έτσι ώστε «η ζωή να γίνει ζωή// ο άνθρωπος;/ Άνθρωπος να γίνει»,(σ. 44)!
«Αν μια φορά Άνοιξη
Άνοιξη πάντα»
Κράτησε πολύ ετούτη η νύχτα
ετούτος ο βράχος ετούτο το λευκό
το ματωμένο και διάτρητο σώμα
η αμηχανία της ύπαρξης κράτησε πολύ
κουβέρτα ευσπλαχνική στην παγωνιά
του ήλιου οι εύσαρκες ακτίνες
γαλαζοπούλια φωλιές περίτεχνες
υφαίνουνε σ’ ερειπωμένες στέγες
αστραποβολούντα φύλλα μελλούμενα θροϊζουν
τον εαυτό τους παίρνοντας πολύ στα σοβαρά
μαράθηκαν τα σαρκοβόρα άνθη
ολόλαμπρα κι ανέσπερα γεννήθηκαν
τούτος ο χρόνος υπόσχεται
τα ρημαγμένα να μυρώσει
αν μια φορά Άνοιξη
Άνοιξη πάντα
Βίκυ Δερμάνη, Μικρές ταριχεύσεις, Εκδόσεις ΑΩ, 2021,(σ. 45)
[1] Ποιητική, Μανόλης Αναγνωστάκης, Η συνέχεια 2, Τα ποιήματα 1941-1956, Αθήνα, ιδιωτ. έκδοση, 1956
[2] Σ’ ένα ταρατσάκι ο Σολωμός, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Άδεια φύση, εκδ. Κέδρος, 1993. Συγκεντρωτική έκδοση «Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Ποιήματα 1986-2011», εκδ. Καστανιώτη, 5η έκδοση, 2020, σ. 332.
* Βίκυ Δερμάνη, Μικρές ταριχεύσεις, Ποίηση, Εκδόσεις ΑΩ, Αθήνα 2021, σ. 56