Μάνθος Σκαργιώτης
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ
Απόσπασμα
Χιλια οκτακοσια ογδοντα τεσσερα, αλκυονίδες μέρες.Από τα χινοπώρια, τα γαλαροτόπια και τα γεννολίβαδα[1] κι ως πέρα στα χωράφια του Τυρνάβου και τους λόφους τής Ελασσόνας σηκωνόταν άσπρος ατμός. Ο Πόρτουλας έχωσε το κλειδοπίνακο[2] και το παγούρι στον τορβά, άρπαξε το πουρναρίσιο ραβδί και ξεμπούκαρε απ’ το τσαρδί του. Πηδώντας πάνω από λιθάρια και θάμνους κατηφόρισε στη μικρή πλαγιά, πέρασε με τρεις μεγάλες δρασκελιές ένα χέρσο χωράφι και σε λίγο στάθηκε μπροστά στην πόρτα του αφεντικού του. Ο Λιόλιο-Γκίζας τού έκανε νόημα να αποτραβηχτεί. Το βλέμμα του άγνωστου μουσαφίρη, που καθόταν μαζί με τους άντρες τής οικογένειας κοντά στη φωτιά, πρόλαβε και κόλλησε για δυο στιγμές στο πρόσωπο του νεαρού πιστικού.
Ασύχαστος σαν σκυλί στην αλυσίδα ο Πόρτουλας γυρόφερνε στα στοιβαγμένα καυσόξυλα και περίμενε. Εκεί τον βρήκε η Λιόλιαινα, όταν ήρθε από κοντινό ρουμάνι μ’ ένα δεμάτι κλαδιά.
«Μαλωμένος είσαι;» τον πείραξε.
«Το κολατσιό, κερά» είπε και της έδειξε τον τορβά.
Η γυναίκα ξεφορτώθηκε, πήρε το κλειδοπίνακο, το γέμισε χυλοπίτες με κουρκουμά και του το έφερε. Καταπόδι της, βγήκε απ’ την καλύβα κι ο ξένος. Φορούσε φράγκικο πανωφόρι, παπιγιόν κι άσπρο πουκάμισο. Ήταν πιο κοντός από τον δεκαοχτάχρονο πια Βορδοΐτη φυγά, καλοβαλμένος, φαλακρός με παχύ μουστάκι. Στα μάτια του διακρινόταν κάτι σαν κατακάθι από σκοτάδι. Έδειχνε αποφασιστικότητα και απόμακρη αρχοντιά ενώ απ’ όλο το σώμα του σκορπούσε ευγενική κρυάδα. Γραμματιζούμενος θα ’ναι, υπέθεσε ο Πόρτουλας και θυμήθηκε έναν προεστό που είχε δει κάποτε στα Γιάννινα, στο Κουρμανιό, δίπλα στην πύλη του κάστρου. Το ύφος του δεν του άρεσε.
«Μεσολόγγι, αγαπητέ Φλέγκα;»
Ο Πόρτουλας τον κοίταξε καχύποπτα. Ο άγνωστος του φαινόταν να λέει: “Ξέρω ότι δεν είσαι Μεσολογγίτης κι ότι σκότωσες τον φίλο σου στον Άραχθο”. Άνθρωπος του Λιόσα είναι! Κάπου εδώ θα παραφυλάνε χωροφύλακες! Σκέφτηκε φευγαλέα να τρέξει προς τα ερείπια του βυζαντινού κάστρου, να διασχίσει το Τιταρήσιο ποτάμι, να τραβήξει βόρεια και να σκαρφαλώσει στις ράχες του Ολύμπου. Όμως στα γύρω υψώματα υπήρχαν καζάρμες[3].
[1] Χινοπώρια, γαλαροτόπια, γεννολίβαδα: χειμερινά βοσκοτόπια που εξυπηρετούσαν διαφορετικούς σκοπούς.
[2] Ξύλινο ή μεταλλικό σκεύος για τη μεταφορά φαγητού.
[3] Τουρκικά φυλάκια.
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ – ΜΑΝΘΟΣ ΣΚΑΡΓΙΩΤΗΣ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η κατάρρευση του ιστορικού γεφυριού της Πλάκας Ιωαννίνων το 2015 γίνεται η αφορμή να ξετυλιχθεί η ιστορία του Πόρτουλα και μαζί της να αναδυθούν πρόσωπα και γεγονότα που λίγο πολύ καθόρισαν την περπατησιά τού λαού μας από το δεύτερο μισό του 19ου έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα: Ένα εγκαταλειμμένο βρέφος στο κατώφλι του παπά, η χάραξη των ελληνοτουρκικών συνόρων στον Άραχθο το 1881, ένα φονικό στο ποτάμι, ένας λήσταρχος, μια πολυθρύλητη απαγωγή, η ρουμανική προπαγάνδα, η Αθήνα με τα καφέ αμάν και τις μεγάλες διαδηλώσεις…, μια κοινωνία που, σπαρασσόμενη από πολέμους, πολιτικά πάθη και ταπεινώσεις, παλεύει μέσα από τα λάθη της να λυτρωθεί και να ορθοποδήσει. Το ποτάμι που επέστρεφε είναι ένα μυθιστόρημα για την αναμέτρηση του ανθρώπου με δυνάμεις που βρίσκονται έξω από τα όριά του· για τον άνθρωπο που, πασχίζοντας να γεμίσει τα άδεια δωμάτια της ζωής του, αναζητεί, όπως το φύλλο, το κλαδί απ’ το οποίο κόπηκε· πέφτει, σηκώνεται, ξαναπέφτει… και πάλι απ’ την αρχή.