Scroll Top

7 + 1 Λόγος | Μάρτιος 2025 | Τζένη Οικονομίδη

Υπεύθυνη στήλης: Μίνα Πετροπούλου

7+1 Λόγος: Μια Πύλη στη Σύγχρονη Γραφή

Η στήλη 7+1 Λόγος φιλοδοξεί να αναδείξει αδημοσίευτα ή νεοεκδοθέντα κείμενα που αξίζουν την προσοχή των αναγνωστών. Διηγήματα, αποσπάσματα μυθιστορημάτων, δοκίμια και ιστορικές μελέτες συνθέτουν έναν χώρο πνευματικής αναζήτησης, προσφέροντας νέες προοπτικές στη σκέψη και τον προβληματισμό. Στόχος είναι η ανάδειξη σημαντικών κειμένων και η ενθάρρυνση του διαλόγου γύρω από σύγχρονες και διαχρονικές θεματικές, καθώς η γραφή δεν αποτελεί απλώς έκφραση, αλλά πεδίο διαρκούς ερμηνείας και νοηματοδότησης.

Μάρτιος 2025

Ανατροπές ζωής

Η λογοτεχνία ιχνηλατεί τις ακροβασίες της ζωής. Με τα απρόσμενα και τ΄ αναπάντεχα, με τα αναμενόμενα και τα επιθυμητά ή ακόμα-ακόμα και με τα ανείπωτα που βασανίζουν και βαραίνουν τη σκέψη και την ψυχή.

Η ανατροπή  μπορεί να έρθει οποιαδήποτε στιγμή ακόμα και αν “είχες μεράκι τελικά, είχες και καρδιά”, ειδικά αν “η μύγα που ήθελα να κάνω πεταλούδα” δεν είχε την ίδια επιθυμία. Η ανατροπή καιροφυλακτεί στα σενάρια της ζωής ακόμα και αν ‘σαν μπαλαρίνοι. Έτσι περπατάγατε. Σα να χορεύατε”, ακόμα και αν ο αγαπημένος σου διευκρινίζει “Μην πιέζεσαι, σ’ αγαπώ. Θα τα πούμε όταν επιστρέψω”, ακόμα και αν η αγαπημένη τον αποκαλεί “Ρίζα και δέντρο μου εσύ” και τον διαβεβαιώνει “Μυστική η αγάπη μας, μυστικό και το σμίξιμό μας!”

Είναι που η ζωή έχει τους δικούς της κανόνες παρόλο που “Χτίζω την ιστορία. Μαζεύω τις φωνές. Γυρεύω μια γαλήνη που δεν έρχεται ποτέ”. Η ανατροπή είναι αναπόφευκτη. Άραγε, “συνηθίζει ο άνθρωπος”;

Στο 7+1 Λόγος για τον Μάρτιο 2025 συνεργάστηκαν με αδημοσίευτα κείμενά τους οι συγγραφείς Τέσυ Μπάιλα, Μαρία Διδάχου, Μαίρη Σιδηρά, Γρηγόρης Αυδίκος, Μάρω Γαλάνη, Φωτεινή Μυλωνά-Ραΐδη, Μάκης Καραγιάννης, Τζένη Οικονομίδη

Το κείμενο εισαγωγής στηρίχθηκε σε φράσεις των διηγημάτων τους

Μίνα Π. Πετροπούλου

Δ/ντρια Ύλης Culture Book

 

Τζένη Οικονομίδη

ΜΕΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

Είμαι από έναν τόπο που δεν βρίσκεται πουθενά. Σοβαρολογώ. Θα δείτε ότι κανένας από τους καινούργιους χάρτες που θα τυπωθούν δεν θα σημειώνουν την ύπαρξή του. Σε κανένα έγγραφο δεν θα αναφέρεται στο εξής. Ούτε η υπηρεσία αναδασμών θα απασχοληθεί με την ανακατανομή των γαιών του, ούτε κανένα κονδύλιο τοπικού ή άλλου πόρου θα απορροφηθεί απ’ αυτόν. Ο τόπος μου ρουφήχτηκε απ’ το νερό.

Ένα ωραίο πρωί ήρθανε με θεοδόλιχους και χωρομέτρες και απλωθήκανε παντού. Από πάνω στα μαντριά μέχρι κάτω στο ποτάμι. Τα πρώην μαντριά δηλαδή, και το πάλαι ποτέ ποτάμι. Με νοήματα συνεννοούνταν. Κάτι μαντήλια ανέμιζαν, όχι άσπρα, ό,τι είχαν στην τσέπη τους. Μέχρι και παρδαλά, πολύχρωμα σαν πεταλούδες. Εμείς τους ανοίξαμε τα σπίτια μας, τους φιλέψαμε, τους πήγαμε και κρύο νερό να ξεδιψάσουν. Τους χαρήκαμε. Ήρθε τo απόγευμα, φύγανε. Σε κάνα μήνα έφτασε το μαντάτο. Να τα μαζεύουμε. Που πάει να πει όλα. Αυτά που κουβαλιούνται, γιατί για τα άλλα θα ‘πεφτε κρατική αποζημίωση. Ο τόπος μεταφερόταν ολόκληρος σ’ ένα άλλο σημείο. Εκεί ετοιμαζόταν πυρετωδώς ένας νέος οικισμός. Αριθμημένα σπίτια για όλους μας με το κλειδί στην εξώπορτα. Ανοιχτά και καθαρά σαν στόματα μωρών.

Αρχίσαμε να μαζεύουμε. Γεμίζαμε κουτιά και μπαούλα. Η γειτόνισσα έπεσε σαν τρελή στη συκιά της αυλής της να της μαζέψει τον καρπό. Μέχρι κι αυτά με το γάλα έκοψε, κάηκαν τα χέρια της. «Δες τη ρημάδα τι  μου ‘κανε» έλεγε, πασχίζοντας να βγάλει έναν αναίτιο θυμό για το δέντρο. Μερικές γυναίκες καθάριζαν τα σπίτια που θα άφηναν γλείφοντας και την πιο κρυφή γωνιά. Να γυαλίζουν απ’ την πάστρα όταν τα παραδώσουν. Σε ποιον; Σε τι; Μόνο που, όταν βγήκε η Ματή με την αρχαία της σκόνη ένα πρωί μετά την εκκλησία και είπε: «Κανονίσατε τι θα γίνει με τα κόκαλα;», έγινε σάλος και όλοι παράτησαν αυτό που έκαναν, γιατί όλοι είχαν βέβαια έναν πεθαμένο που έπρεπε να φροντίσουν. Όταν κάπως κανονίστηκε κι αυτό, η Ματή ξαναμίλησε πιο δυνατά αυτή τη φορά «Καλά, κι αυτοί που δε λιώσανε ακόμα; Τι θ’ απογίνουν; Εδώ θα τους αφήσουμε; Δε λιώνει ο άνθρωπος μες στο νερό. Φουσκώνει μόνο και τουμπανιάζει». Μουδιασμένοι όλοι άρχισαν να συζητάν το νέο πρόβλημα, άκρη όμως δε βρήκαν. Μέτρα χαρτί ξοδεύτηκαν σε αναφορές, ανέλαβε κι ο δικολάβος του τόπου, η Αδελφότητα συνέτρεξε κι αυτή αλλά, φως δε φαινόταν. Πώς να τους πάρουμε; Μισό κορμί λιωμένο εδώ, στο δικό τους χώμα και τ’ άλλο, πού να παραδοθεί; Στην ξένη γης; Κι ύστερα πώς να ταράξεις το ήρεμο χώνεμα αφού έχει ξεκινήσει; Αποφασίστηκε να τους αφήσουμε εδώ που ήταν. Άλλωστε το νερό δε θα τους ακουμπούσε. Όσο για τους συγγενείς τους, μπορούσαν να τους θρηνούν στα κενοτάφια του νέου νεκροταφείου.

Φύγαμε. Σφαλίσαμε όλοι τα σπίτια: παντζούρια, παράθυρα, οι πιο πολλοί κλειδώσανε δυο φορές και πήραν μαζί τους το κλειδί. Ανεβήκαμε στα ημιφορτηγά που μας έστειλε η Νομαρχία, και όπως όλοι είχαμε ξηλώσει τελευταία την κεραία της τηλεόρασης και την κρατούσαμε όρθια με τα χέρια μας, ο μικρός στόλος από τα ημιφορτηγά που ανέβαινε το λόφο -καθένα με μια-δυο κεραίες – θα έμοιαζε (λέω τώρα) σαν κανένα σόι τεράστια μεταλλικά έντομα από άλλον πλανήτη. Λέω τώρα γιατί τότε άκουγα μόνο το νερό. Ένα τρελό βουητό ακουγότανε. «Το φράγμα» είπαμε, «άνοιξαν το φράγμα». Το νερό αμολήθηκε, άφριζε, κάλπαζε. Γλώσσες, γλώσσες αρπακτικές κατέβαινε, κακό νερό, θυμωμένο και τα ρούφηξε όλα.

Τα πουλιά που πετούσαν πάνω απ’ το χωριό παραλογίστηκαν, φτεροκοπούσαν σα μανιασμένα πότε αριστερά – πότε δεξιά, ώσπου να πάρουν την απόφαση να φύγουν προς τα πάνω, μερικά δεν πρόλαβαν, άμαθα στον κίνδυνο χτυπήθηκαν μεταξύ τους, πνίγηκαν. Η δική μας η πομπή ανέβαινε, είχαμε φτάσει στην κορυφή με τα υπάρχοντά μας, στεγνοί, απ’ το νερό ερχόμασταν σα να επιπλέαμε. Μια κιβωτός άνθρωποι. Τι αμαρτίες πληρώναμε; Πίσω μας η τεχνητή λίμνη και μπροστά μας, στο βάθος της πεδιάδας, ο νέος τόπος.

Κουτσά-στραβά τακτοποιηθήκαμε. Σιγά-σιγά, λέγαμε, όλα θα βρούνε τη θέση τους. Κατά το απόγευμα βγήκαμε στα σοκάκια και στους δρόμους να τους μάθουμε. Τους περπατούσαμε να τους γεμίσουμε βήματα: μεγάλα βαριά αντρικά, κοφτά αλαφροπάτητα γυναικεία, βηματάκια αδέξια των μικρών παιδιών. Να ‘χει μετά να ξεβράσει γδούπους και τριξίματα η ράχη τους, να μιλήσει, να ξαλαφρώσει. Η πιτσιρικαρία ξεχύθηκε να εξερευνήσει την περιοχή, να βρει γωνιές να κρύβεται, να μετράει τον αντίλαλο. Πολλά δε βρήκαν, είναι η αλήθεια, το πρώτο απόγευμα. Σιγά-σιγά, είπαμε, όλα θα γίνουν, έχουμε καιρό μπροστά μας. Κατά το βράδυ ψάχναμε τους ίσκιους μας, τεθλασμένους στα πεζοδρόμια, τεράστιους πάνω στα ομαλά ντουβάρια των νέων σπιτιών, νέοι ίσκιοι, ολοκαίνουργιοι. Παιδευόμασταν να τους παρομοιάσουμε με τα τέρατα και τις νεράιδες που έμοιαζαν οι παλιοί που αφήσαμε πίσω, αλλά δεν καταφέραμε και πολλά είναι η αλήθεια το πρώτο βράδυ. Σιγά-σιγά, είπαμε, απόψε είμαστε κουρασμένοι, όλα θα γίνουν, κι αύριο μέρα είναι. Και πήγαμε για ύπνο.

Πολλά δεν έγιναν. Συνηθίσαμε όμως στα καινούργια. Αυτά ήταν. Και για τους μικρότερους αυτά θα γίνονταν όλα. Άλλωστε και οι παππούδες μας δεν ήταν πάντα σ’ αυτόν τον τόπο που αφήσαμε μες στο νερό. Απ’ αλλού ήρθανε. Αυτό το «συνηθίζει ο άνθρωπος» που αναστέναζαν πάντα, τώρα μας το απηύθυναν σαν παρηγοριά αφού και εμάς αφορούσε. Άλλο που αυτοί δάκρυζαν συνέχεια. Τέλος πάντων, έτσι όπως ήρθαν τα πράματα, και αφού στον θάνατο και στον ύπνο καθώς λένε ο άνθρωπος επισκέπτεται όλα τα μέρη που έχει ζήσει, εμείς συγκατοικούσαμε τρεις γενιές όνειρα. Για το θάνατο δεν ξέρω να πω. Κάτι αλλοπαρμένες τάχα είδανε τους δικούς τους πεθαμένους βρεμένους ως το κόκαλο, με τα ρούχα κολλημένα πάνω τους να γυρνάνε απ’ το παλιό χωριό. Εγώ δεν πιστεύω λέξη. Τα βράδια που έχω ησυχία μέσα μου, κοιμάμαι και σαν πουλάκι ξαναγυρίζω και όλα είναι εκεί. Οι δρόμοι και το σχολείο, η εκκλησία και η πλατεία, το σπίτι μου – μόνο η φάτσα, μέσα δεν μπορώ να μπω. Και ακούω κιόλας. Φωνές και σφυρίγματα, πουλιά τη μέρα κι αηδονάκια τη νύχτα. Και βλέπω. Συναντάω τους ίσκιους που κάτι σημαίνουν, σκυλιά μεγάλα μαύρα που με κυνηγάνε και τρέχω, τζίνια που με υπακούν και μου κάνουν όλες τις χάρες. Κι όταν μου ’ρχεται να πετάξω, ανεβαίνω πάντα στην κορυφή της τσιμεντένιας σκάλας που οδηγούσε στο σπίτι της γιαγιάς μου. Πάντα από κει παίρνω τη φόρα. Κι ύστερα όλος ο τόπος δικός μου είναι. Αλήθεια σα να είναι ο τόπος πιο δικός μου τώρα που χάθηκε. Τώρα που τον έχει ο καθένας για τον εαυτό του. Αγιοποιείται λίγο, δε μυρίζει ποτέ άσχημα μόνο καλό αεράκι τον περνάει, κι εκεί ανάμεσα στον ύπνο και στο ξύπνιο το πρωί που έρχεται το φως, έρχεται κι ο πόνος. Πού ξέρεις ότι μετά τον αφανισμό δεν μπορείς να τον αγγίξεις ούτε πεθαμένος.

Βιογραφικό Τζένη Οικονομίδη

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου