Scroll Top

Δημήτρης Ραυτόπουλος “Κριτική της κριτικής” | της Μίνας Πετροπούλου

Υπεύθυνη στήλης | Μίνα Πετροπούλου

Η στήλη «Διαγωνίως» συστήνεται:

Η στήλη «Διαγωνίως» κάνει αφιερώματα σε ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Στόχος η παρουσίαση  δημιουργών που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τις πολιτισμικές συνθήκες στη σύγχρονη Ελλάδα και όχι μόνο. Πρόσωπα που αντιστέκονται στο συνηθισμένο και το εύκολο με έργο και πολυποίκιλη προσφορά.

Κριτική της κριτικής

Δημήτρης Ραυτόπουλος

Εκδ. GUTENBERG, Αθήνα 2017,  σελ. 341

Δημήτρης Ραυτόπουλος: Η συνείδηση της κριτικής

Γράφει η Μίνα Π. Πετροπούλου

Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, με το έργο του “Κριτική της Κριτικής”, καταθέτει μια τολμηρή, αναστοχαστική και πολεμική προσέγγιση του ρόλου της λογοτεχνικής κριτικής. Το βιβλίο δεν περιορίζεται σε μια απλή αποτίμηση της ιστορίας της κριτικής, αλλά λειτουργεί ως μια κριτική των ίδιων των κριτικών μηχανισμών που διαμορφώνουν την πρόσληψη της λογοτεχνίας: ως γλώσσα της ιδεολογίας, ως σύστημα κριτηρίων, ως ήθος πνευματικό, ως ποιότητα λόγου. Με λόγο αιχμηρό και σαρκαστικό, αλλά ταυτόχρονα βαθιά στοχαστικό, ο Ραυτόπουλος διεισδύει στις παθογένειες και τις αντιφάσεις της κριτικής παράδοσης, θέτοντας επί τάπητος ερωτήματα που διατρέχουν αιώνες λογοτεχνικής και πολιτισμικής σκέψης.

Στην ολιγοσέλιδη εισαγωγή του βιβλίου με τίτλο “Δι’ ολίγων” τοποθετείται: “Η ΚΡΙΤΙΚΗ (ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ) συγγενεύει αλλά δεν ταυτίζεται με τη φιλολογία, ούτε βέβαια, με τη θεωρία, τη φιλοσοφία ή επιστημολογία του Λόγου. Διαμεσολαβητικός και διαφωτιστικός είναι ο ρόλος της στη διαδικασία που λέγεται πρόσληψη και, εξ’ αυτού, η συμβολή της στην αυτογνωσία και την ευαισθησία μιας γλωσσικής κοινότητας”[i]. Όσο μάλιστα αφορά στην προσωπική του συνεισφορά διευκρινίζει: “Πέρα από το λάθος της, από τα λάθη και την κληρονομιά τους, η κριτική έχει αρετή, θυσία, πολλή αλήθεια, πρόσκαιρη και γενική. Δεν αντιπροσωπεύω την Κριτική. Ως προς την ταπεινή προσωπική μου συμμετοχή, αναλαμβάνω την ευθύνη”[ii]

Η δομή του βιβλίου

Η “Κριτική της κριτικής” περιέχει ορισμένα κείμενα του Δημήτρη Ραυτόπουλου, “επεμβάσεις” του, όπως λέει ο ίδιος στη διάρκεια μιας δεκαεπταετίας, από το 1997 έως το 2013. Επιχειρείται μια σύντομη ιστορική διαδρομή αιώνων στο περίφημο “Το λάθος της Κριτικής μεταξύ Δοκιμής και Θεωρίας”, αντιφώνηση του ιδίου κατά την ανακήρυξή του ως επίτιμου διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ το 2008. Έπεται συνέντευξη του Δ. Ραυτόπουλου στον Μισέλ Φάις το 1997 με τίτλο “Ιστορική Συνενοχή και Απεξάρτηση”[iii] και ακολουθεί κριτική επιδόσεων της Ιστορίας της Λογοτεχνίας: Αλ. Αργυρίου, R. Beaton, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Αγγέλα Καστρινάκη, όπως και παρουσίαση της μεγάλης Ανθολογίας – Γραμματολογίας της πεζογραφίας μας των Εκδόσεων Σοκόλη (27 τόμοι).  Εξετάζει επίσης φαινόμενα παρερμηνείας και κατεδαφιστικής αναθεώρησης της παράδοσης απέναντι σε σημαντικούς ποιητές και συγγραφείς όπως οι: Καβάφης, Καρυωτάκης, Παπαδιαμάντης, Καραγάτσης, Τσίρκας, Δ. Χατζής, Λασκαράτος. Υπάρχουν ακόμα κείμενα για την αλληλογραφία Ν. Καββαδία- Μ. Καραγάτση και τον διάλογο και τους μονολόγους Γ. Σεφέρη – Κ. Τσάτσου, όπως και κριτική για τον Χ. Ηλιόπουλο.

Η Κριτική ως Πολεμική

Η κριτική δεν είναι ένας ουδέτερος μηχανισμός αξιολόγησης, αλλά ένα πεδίο συγκρούσεων, όπου η ιδεολογία, η αισθητική και η εξουσία εμπλέκονται αξεδιάλυτα. Η κριτική, όπως την αντιλαμβάνεται ο Ραυτόπουλος, δεν είναι μια παθητική πράξη αποτίμησης αλλά ένα δυναμικό εργαλείο διαρκούς αμφισβήτησης. Μέσα από μια ιστορική διαδρομή που ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα – καθοριστική η ύπαρξη των Βατράχων του Αριστοφάνη – ο συγγραφέας τονίζει ότι η κριτική ανέκαθεν υπήρξε πεδίο αντιπαραθέσεων. Η λογομαχία, η διακωμώδηση, η επικαιρότητα ακόμα και η καταγγελία αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της, συμβάλλοντας όχι μόνο στην αξιολόγηση αλλά και στην ανατροπή των ίδιων των λογοτεχνικών κανόνων. Αυτή η ουσιαστικά πολεμική διάσταση καθιστά την κριτική έναν μηχανισμό αυτοαναίρεσης και αναδόμησης, μια διαδικασία που συνεχώς αναδιαμορφώνει τα ίδια τα κριτήρια αισθητικής και νοηματοδότησης. Ο Ραυτόπουλος, με ιδιαίτερη επιδεξιότητα, φωτίζει την καθοριστική της δύναμη και την ικανότητά της να αποδομεί τις αυθεντίες, παραμένοντας ωστόσο μια πράξη εγγεγραμμένη στο ίδιο το σύστημα που επιχειρεί να ανατρέψει. Η κριτική είναι ή πρέπει να είναι  λειτουργία της λογοτεχνίας, αλλά ταυτόχρονα και διαδικασία που ανήσυχοι άνθρωποι αμφιβάλλουν και επανατοποθετούν τους ίδιους τους κανόνες της λογοτεχνίας.

Ο Μεταμοντερνισμός στο στόχαστρο

Ο Ραυτόπουλος αποδομεί τις μεταμοντέρνες θεωρίες που θέτουν υπό αμφισβήτηση τον ρόλο του συγγραφέα, την έννοια του αντικειμενικού νοήματος και τη λειτουργία της ίδιας της κριτικής ως αξιολογικού μηχανισμού. Θεωρεί πως η «θεωρία», όπως την αποκαλεί, έχει μετατραπεί σε ένα πεδίο ατέρμονης σχετικοποίησης που υπονομεύει κάθε έννοια σταθερής αξίας.

Βέβαια, έχοντας πάντα ανοιχτή οπτική στην κριτική του, διευκρινίζει: “Δεν καταρώμαι, ούτε αμφισβητώ σύμπασα τη μεταμοντέρνα λογοτεχνική θεωρία, τη french theory, που  λοιδορεί ο Χάρολντ Μπουμ. Δεν παραγνωρίζω την αξία και το βάθος της ανασκαφής και της ανάλυσης που έκαναν, παρά μόνο τη συμπερασματολογία της, τον ορισμό της,  την άκρα συνέπεια των υποθέσεων της και την οντολογική της αρνητικότητα.

Αντιθέτως, ενδιαφέρει και πολλές φορές συναρπάζει όλη η ενδιάμεση ανάπτυξη της σκέψης αυτής. Δεν είναι, βέβαια, “η παρεούλα των αποδομιστών”· στοχαστές μιας ριζοσπαστικής αναθεώρησης είναι η πλειάδα που περιλαμβάνει τα ονόματα Μπλανσό, Μπάρτ, Ντελέζ,  Φουκώ, Ντερριντά, Πολ Ντε Μαν.  Σε πολλά από τα θεωρήματα τους δικαιούται ο καθένας να μη συμφωνήσει, ακόμα και να γελάσει ή να  οργισθεί. Αλλά πρέπει να τους αναγνωριστεί ότι τουλάχιστον ταρακούνησαν, ανανέωσαν το λεξιλόγιο και την ορολογία. Στο κάτω-κάτω, δυνητικώς διεύρυναν τον θεωρητικό λόγο προς τη φιλοσοφία και την επιστήμη για μία νέα γνωσιολογία του αισθητικού φαινομένου”[iv]

Ο Ραυτόπουλος αναλύει με κριτική διάθεση τη μετάβαση από τη λογοτεχνία ως χώρο νοήματος στη λογοτεχνία ως πεδίο αποκλειστικά υποκειμενικών ερμηνειών. Η κατάργηση των παραδοσιακών αξιών και η πλήρης αποδέσμευση της γραφής από την πραγματικότητα, επισημαίνει, οδηγεί σε έναν ανούσιο ναρκισσισμό της κειμενικότητας. Επιπλέον, ασκεί καυστική κριτική στη «θεωρητικοκρατία» και την αντικατάσταση της λογοτεχνικής εμπειρίας από την ψυχρή, ακαδημαϊκή ανάλυση, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο η λογοτεχνία να χάσει τη ζωντάνια και την κοινωνική της σημασία.

Ο Κριτικός και η ευθύνη του

Ο κριτικός, σύμφωνα με τον Ραυτόπουλο, δεν είναι ένας απλός ερμηνευτής αλλά ένας διαμορφωτής της λογοτεχνικής εμπειρίας. Δεν παρατηρεί μόνο αλλά συνομιλεί ενεργά με το κείμενο επηρεάζοντας την πρόσληψη και τη θέση του έργου στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Με αυτή την έννοια, η κριτική δεν είναι μια στατική πράξη αλλά μια δυναμική συνομιλία που επιτρέπει στο έργο να ενταχθεί σε ένα ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο, αλλά όχι να υποτάξει την λογοτεχνία στην ιστορία. Συγκεκριμένα στο δεύτερο κεφάλαιο για τον κριτικό και ιστορικό Αλέξανδρο Αργυρίου ο Ραυτόπουλος  αναφέρει: “Η κριτική του Αργυρίου είναι λοιπόν ανοιχτή και σφαιρική – πλουραλιστική μάλλον. Θα την έλεγα ουμανιστική και παιδευτική, αφού αναγνωρίζει την κοινωνική λειτουργία της λογοτεχνίας και της κριτικής της χωρίς να αμφισβητεί την αυτονομία τους”[v]. Συνεχίζοντας τονίζει: “Η συναντίληψη όλων των πλευρών (δημιουργική εργασία, αλληλεπιδράσεις, σύνδεση των αισθητικών με τα “ιστορικά συμφραζόμενα”) οδηγεί στον ρεαλισμό αλλά και στη μετριοπάθεια: η λογοτεχνία ούτε χρονικό της εποχής είναι , ούτε επιδρά πάνω στην ιστορία. Η δική της αλήθεια είναι μια και μοναδική: η λογοτεχνική”[vi].

Η κριτική δεν αποτελεί μόνο αναγνωστική πράξη, αλλά είναι δημιουργική και ερμηνευτική διαδικασία. “Η φροντίδα αντικειμενικότητας που επιβάλλεται να έχει  ένας κριτικός δεν σημαίνει ουδετερότητα”[vii] με άμεσο αποτέλεσμα να διαμορφώνει καθοριστικά τις λογοτεχνικές τάσεις και την πρόσληψη των έργων τόσο στην άμεση συνθήκη δημιουργίας τους, όσο και σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, δεν αγνοεί τις παγίδες αυτής της θέσης: η κριτική συχνά υποκύπτει στον δογματισμό και τις ιδεολογικές της δεσμεύσεις, οδηγώντας στην άδικη απαξίωση ή στην υπερτίμηση συγγραφέων, έργων αλλά και κριτικών. Ο Ραυτόπουλος, έχοντας την εμπειρία συμμετοχής του στο ιστορικό πλέον λογοτεχνικό περιοδικό, την “Επιθεώρηση Τέχνης”, αναλύει πώς οι πολιτικές ιδεολογίες επηρεάζουν τη λογοτεχνική αποτίμηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια ιδεολογικής “διχοτόμησης” του έργου του Καβάφη, όπου η πολιτική ορθότητα παρενέβη στην πρόσληψή του.

Εξετάζει πώς ο πολιτικός φανατισμός και δογματισμός οδηγεί στην επιλεκτική αποδοχή ή απόρριψη λογοτεχνικών έργων. Μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα δημιουργών που υπέστησαν τις συνέπειες της πολιτικής και ιδεολογικής πόλωσης (Καβάφης, Καρυωτάκης, Καραγάτσης και όχι μόνο) υποστηρίζει ότι η κριτική συχνά εξυπηρετεί ιδεολογικές σκοπιμότητες και αναδεικνύει τον κίνδυνο να καταλήξει σε ένα εργαλείο προπαγάνδας αντί για μια διαδικασία ειλικρινούς διαλόγου με το κείμενο.

Χαρακτηριστικά στο κείμενο “Λογοτεχνία με ειδικές ανάγκες” γράφει χωρίς περιστροφές: “Δεν γράψανε ούτε ένα σαμιζντάτ![viii] Φτασμένοι συγγραφείς, εκκολαπτόμενοι, δεύτερης γενιάς …Υποβάλλανε τα χειρόγραφά τους στον κομματικό “εκδοτικό” και περίμεναν ήσυχα την έγκριση, την απόρριψη ή τις οδηγίες για διόρθωση από τον “αρμόδιο”. Ο βαθύτερος λόγος είναι, νομίζω, ότι  ο λογοκριτής έχει προηγηθεί του συγγραφέα, τον έχει αναθρέψει, καθοδηγήσει, έχει κοσκινίσει κάθε του λέξη. Ένα συνειδησιακό σύστημα έχει υποκατασταθεί στη θέση της ελεύθερης συνείδησης, με τις απαρασάλευτες αλήθειές του, την ιεραρχική τάξη του και τους κανόνες της, με τα στερεότυπά του, με την εσχατολογική του συνέπεια.”[ix]

Συνεχίζοντας αναφέρει: “Εδώ λοιπόν δεν επικαλούμαι το κυριολεκτικό σαμιζντάτ, την έκδοση που παραβιάζει την νομιμότητα μιας εξουσίας αλλά το συμβολικό: την εσωτερική εξέγερση κατά του ρομποτικού διανοούμενου, το βγάλσιμο της στολής, τη συντριβή του ορθοπεδικού μηχανήματος της ψυχής. Μόνο το σύνδρομο της ενδότερης συνενοχής εξηγεί γιατί εξακολουθούν να αυτολογοκρίνονται και σε συνθήκες ελευθερίας οι συγγραφείς μας”[x].

Ολοκληρώνει την τοποθέτησή του γράφοντας: “Θα επιμείνω.  η λογοτεχνία της εξορίας δολοφονήθηκε· κάτι περισσότερο: αναμορφώθηκε. Μέλπω Αξιώτη και Χατζής, ως διανοούμενοι αλλά και ως λογοτέχνες ήταν υπό κηδεμονία, σαν άτομα με ειδικές ανάγκες, στις αγκάλες της κομματικής Πρόνοιας […]. Το μυθιστόρημα της ζωντανής ιστορίας και της λύπης δεν το ΄γραψε ο Χατζής, δεν το ’γραψε η Μ. Αξιώτη -οι άριστοι. Δεν το ’γραψε κανείς  Αντί γι’ αυτό δέχτηκαν την έσχατη συνέπεια της “συνέπειας”, την αυτοκατάργηση. Είναι το σύνδρομο Μαγιακόφσκι που αποδεκάτισε τις γενιές των στρατευμένων, εκπρόθεσμα, άδικα”[xi]

Ο Ραυτόπουλος, αναδεικνύει επίσης την κριτική ως μια δημιουργική πράξη που συχνά αγγίζει τα όρια της λογοτεχνίας. Πολλοί από τους μεγάλους λογοτέχνες υπήρξαν επίσης σημαντικοί κριτικοί, με τα δοκίμια και τις παρεμβάσεις τους να αποτελούν προεκτάσεις της συγγραφικής τους σκέψης. Υποστηρίζει ότι: “Η κριτική δεν ταυτίζεται αλλά και δεν διαχωρίζεται στεγανά από τη λογοτεχνική δημιουργία.  Η ίδια η λογοτεχνική πράξη ως αναζήτηση του νέου, του μοναδικού ή του σκανδάλου προϋποθέτει κριτική δοκιμασία της παράδοσης, απόρριψη, αμφισβήτηση των προτύπων και των σταθερών· όχι μόνο του ακαδημαϊσμού, του συντηρητισμού αλλά και των προηγούμενων νεωτερισμών και των επαναστάσεων. Στην αναφορικότητα της λογοτεχνικής γραφής απηχείται η συνέχεια αλλά ιδίως η ανατρεπτική κριτική διάθεση”[xii]. Ο Δ. Ραυτόπουλος επισημαίνει ότι η κριτική συμβάλλει στην ίδια τη γέννηση νέων αισθητικών μορφών και αφηγηματικών τεχνικών, καθώς επιβάλλει διαρκώς νέους όρους διαλόγου ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της λογοτεχνίας.

Πρόκληση για τον Αναγνώστη

Η Κριτική της Κριτικής” απαιτεί από τον αναγνώστη να υιοθετήσει μια ενεργητική στάση, να ερμηνεύσει, να αντιπαρατεθεί, να επανατοποθετήσει τον εαυτό του απέναντι στα μεγάλα ερωτήματα που εγείρει η λογοτεχνική κριτική. Σε έναν κόσμο όπου η κριτική έχει μετατραπεί συχνά σε επιφανειακή αξιολόγηση ή σε απλή επιβεβαίωση τάσεων, ο Ραυτόπουλος απαιτεί από τον αναγνώστη να επαναδιεκδικήσει τη βαθύτερη κατανόηση του λογοτεχνικού φαινομένου.

Ο αναγνώστης δεν είναι παθητικός αποδέκτης αλλά κρίσιμος κρίκος στη διαδικασία της κριτικής πρόσληψης. Καλείται να ξεπεράσει την άκριτη κατανάλωση της λογοτεχνίας και να αντισταθεί στις ευκολίες της μόδας ή του δόγματος. Ο Ραυτόπουλος τον τοποθετεί στο κέντρο της συζήτησης, απαιτώντας μια διανοητική εγρήγορση που υπερβαίνει τις καθιερωμένες φόρμες κατανόησης της λογοτεχνίας.

Το συγκεκριμένο έργο είναι σημαντικό καθώς ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι η κριτική δεν είναι μια στατική λειτουργία, αλλά μια αδιάκοπη, διαλεκτική διαδικασία που απαιτεί τόλμη, γνώσεις, πνευματική ετοιμότητα και ήθος. Και όσο και αν τα άρθρα, τα δοκίμια ή η συνέντευξη που φιλοξενούνται στην “Κριτική της κριτικής” χρειάζονται χρόνο, κόπο και πολλαπλές αναγνώσεις για να εμβαθύνει κανείς στην ουσία τους, συμβάλλουν στην συνειδητοποίηση ότι  η κριτική δεν είναι απλώς ένας μηχανισμός αξιολόγησης, αλλά μια διαρκής μάχη για την ουσία της λογοτεχνίας και του πολιτισμού μας.


[i] Δημήτρης Ραυτόπουλος, Κριτική της κριτικής, Εκδ. GUTENBERG, Αθήνα 2017,  σ. 10

[ii] Ο.π., σελ. 14

[iii] Συνέντευξη Δ. Ραυτόπουλου σε Μισέλ Φάις, περιοδικό Διαβάζω, τχ. 374, Μάιος 1997, σ. 104-116

[iv] Δημήτρης Ραυτόπουλος, Κριτική της κριτικής, Εκδ. GUTENBERG, Αθήνα 2017,  σ. 12

[v]  Δημήτρης Ραυτόπουλος, Κριτική της κριτικής, Εκδ. GUTENBERG, Αθήνα 2017,  σ. 127

[vi] Δ. Ραυτόπουλος,, ο.π.

[vii] Δ. Ραυτόπουλος,, ο.π., σ. 135

[viii] Το Samizdat ήταν μια μορφή αντιφρονούντων σε όλο το Ανατολικό Μπλοκ, όπου άτομα αναπαρήγαγαν λογοκριμένες και υπόγειες αυτοσχέδιες εκδόσεις, συχνά με το χέρι, και περνούσαν τα έγγραφα από αναγνώστη σε αναγνώστη.

[ix] Δ. Ραυτόπουλος, ο.π., σελ. 148,κριτική του για το βιβλίο της Βενετίας Αποστολίδου “Τραύμα και μνήμη. Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων”, Πόλις, Αθήνα, 2010

[x] Δημήτρης Ραυτόπουλος, Κριτική της κριτικής, Εκδ. GUTENBERG, Αθήνα 2017,  σ. 148-149

[xi] Δ. Ραυτόπουλος, Το χαμένο βιβλίο του Δ. Χατζή, Ελευθεροτυπία – Βιβλιοθήκη, 17 Μαρτίου 2000

Δ. Ραυτόπουλος, Εμφύλιος και λογοτεχνία, “Το χαμένο βιβλίο”, εκδ. Πατάκη 2012, σ. 47-58,

Δημήτρης Ραυτόπουλος, Κριτική της κριτικής, Εκδ. GUTENBERG, Αθήνα 2017,  σ. 157

[xii] 0.π., σ. 10

Φωτογραφία: Θανάσης Βαλτινός, Τίτος Πατρίκιος, Δημήτρης Ραυτόπουλος, Μιχάλης Μοδινός στο σπίτι του Δημήτρη Ραυτόπουλου στη Νέα Σμύρνη

Βιογραφικό Δημήτρης Ραυτόπουλος

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου