Scroll Top

Μαρία Στασινοπούλου “Μνήμη, Λόγος, Καιρός” | της Μίνας Πετροπούλου

Υπεύθυνη στήλης | Μίνα Πετροπούλου

Η στήλη «Διαγωνίως» συστήνεται:

Η στήλη «Διαγωνίως» κάνει αφιερώματα σε ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Στόχος η παρουσίαση  δημιουργών που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τις πολιτισμικές συνθήκες στη σύγχρονη Ελλάδα και όχι μόνο. Πρόσωπα που αντιστέκονται στο συνηθισμένο και το εύκολο με έργο και πολυποίκιλη προσφορά.

Μαρία Στασινοπούλου

Του καιρού που επιμένει, Εκδ. Κίχλη, Αθήνα, 2024,

ISBN 978-618-5461-81-2

Μνήμη, Λόγος, Καιρός:

Η τέχνη της συμπύκνωσης στον πεζό λόγο της Μαρίας Στασινοπούλου

Γράφει η Μίνα Π. Πετροπούλου

Στο βιβλίο “Του καιρού που επιμένει” (εκδ. Κίχλη, 2024), η Μαρία Στασινοπούλου συγκροτεί έναν ιδιότυπο χάρτη ογδόντα δύο στιγμιότυπων ζωής, φτιαγμένο από λέξεις και στιγμές. Βιώματα, αφηγήσεις, ερωτήματα και σιωπές που αρθρώνονται γύρω από τον άξονα του χρόνου, του σώματος, της απώλειας και της μνήμης. Οι “Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο”[i] που ξεκίνησαν σε προηγούμενο έργο της, εδώ μεταμορφώνονται σε ενεργό διάλογο με τον Καιρό – όχι μόνο ως συμβολική μορφή, αλλά και ως κριτικό βλέμμα στο πώς προσλαμβάνουμε και ερμηνεύουμε τις στιγμές.

Η συλλογή δεν λειτουργεί απλώς ως αναπαράσταση της πραγματικότητας, αλλά ως στοχαστικό εργαλείο απέναντι στον καιρό-χρόνο, έναν χρόνο που εδώ δεν είναι μόνο γραμμικός ή βιογραφικός, αλλά κυρίως υπαρξιακός. Ο χρόνος είναι  ο συνομιλητής και αντιπρόσωπος μιας μεταφυσικής διάστασης του βίου. Στη διάρκειά του η ανθρώπινη ύπαρξη προσπαθεί να αρθρώσει λόγο απέναντι στη φθορά και τη λήθη.

Η Στασινοπούλου επεξεργάζεται τη μνήμη όχι ως νοσταλγική επιστροφή, αλλά ως εργαλείο αντοχής – ως μορφή αντίστασης. Οι χαρακτήρες της –καθημερινοί, οικείοι, γεμάτοι ελαττώματα αλλά και δύναμη– φέρουν κάτι από τον καθένα μας. Άλλοτε μας συγκινούν, άλλοτε μας ξαφνιάζουν με το χιούμορ τους, άλλοτε μας προκαλούν με την ωμή αλήθεια που κουβαλούν.

Η μνήμη στα κείμενά της δεν είναι εξιδανικευμένη, ούτε συναισθηματικά φορτισμένη με τη νοσταλγία του παρελθόντος. Είναι ενσώματη, σχεδόν βιολογική — συνδέεται με τις αισθήσεις, με το βλέμμα, με τη φωνή, με μια μυρωδιά, με το λεκτικό αποτύπωμα μιας στιγμής. Είναι, κυρίως, θραυσματική και λειτουργεί όπως η πραγματική μνήμη:  αποσπασματικά, με κενά, με παρεκτροπές, με εκείνη τη γνωστή ασάφεια που επιτρέπει στη λογοτεχνία να φωλιάσει μέσα στο πραγματικό.

Ο τρόπος γραφής της είναι αφαιρετικός, χωρίς καλλωπισμούς, γεμάτος εσωτερική ένταση. Χιούμορ, τρυφερότητα, οξύνοια, ειρωνεία και στοχασμός συνυπάρχουν αρμονικά, μετατρέποντας το βιβλίο σε καθρέφτη όχι μόνο του ατομικού αλλά και του συλλογικού ψυχισμού. Κι όμως,  σε μια εποχή της στιγμής  τα δικά της γρήγορα “κλικ” κερδίζουν στα σημεία τον αναγνώστη. Σε μια εποχή που ο θόρυβος κυριαρχεί και η ταχύτητα διαλύει τις λεπτομέρειες, η Στασινοπούλου μας καλεί να σταθούμε, να δούμε, να θυμηθούμε. Και τελικά να συμφιλιωθούμε. Με τον χρόνο, με τους άλλους, με εμάς τους ίδιους. Γιατί, πράγματι, “πολλά δεν κάναμε, αλλά πολύ περισσότερα κάναμε”[ii]. Και ίσως αυτό από μόνο του είναι μια μορφή νίκης απέναντι στον χρόνο που επιμένει.

Η γλώσσα της Στασινοπούλου είναι λιτή αλλά εξαιρετικά προσεγμένη. Στοχαστική χωρίς να γίνεται ρητορική, καθημερινή χωρίς να γίνεται κοινότοπη. Αναδεικνύει τις υφολογικές λεπτομέρειες και επιμένει στις σωστές λέξεις, επειδή γνωρίζει καλά τη δύναμη των φθόγγων, των συμφώνων, των ηχητικών παλμών της γλώσσας. Η ίδια έχει εξομολογηθεί ότι έχει αδυναμία σε λέξεις με υγρά και ένρινα σύμφωνα και δεν διστάζει να εκφράσει τον βαθύ δεσμό της με τα λεξικά – ωσάν η αναζήτηση της σωστής λέξης να είναι ένα υπαρξιακό στοίχημα, μια μορφή πίστης. “…Έτσι, από πάντα η εκκλησία συνδεόταν στο μυαλό του με κηδείες. Απέφευγε γενικώς να εκκλησιάζεται. Πώς να εξηγήσει τώρα στην αγαπημένη του γιατί αρνείται σθεναρώς τον θρησκευτικό γάμο;”[iii]

Το ιδιότυπο αυτό γλωσσικό ύφος συγγενεύει με τη μικροκλασική αισθητική: κάθε πεζό είναι μια μικροαφήγηση, αλλά και ένα θεωρητικό σχόλιο πάνω στη ζωή, στη φθορά, στη μεταβλητότητα. Η συγγραφέας δε στήνει απλώς σκηνές, αλλά υποσκάπτει τη ροή τους με ειρωνεία, με τρυφερότητα, με φιλοσοφική σύνεση. Κάθε αφήγηση λειτουργεί σαν μικρή αλληγορία, που άλλοτε παραπέμπει στην καθημερινότητα και άλλοτε στην ιστορική συνείδηση:

“Η ιστορία και επαναλαμβάνεται και αναθερμαίνεται και μας πάει πίσω. Και ας λένε οι θεωρίες το αντίθετο.

Καλοκαίρι του ’75, έναν χρόνο μετά την ύπουλη εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, με τον φόβο καινούριας ανάφλεξης στη σχέση μας με τον γείτονα, αποφασίζουμε να πάμε για διακοπές στη Μυτιλήνη. Είναι η πρώτη φορά που επισκεπτόμαστε το νησί. Θέλουμε να πιστέψουμε ότι “η ζωή συνεχίζεται”.

Στην Κύπρο η διαχωριστική γραμμή είναι πιά γεγονός. Εκεί η ζωή τουφεκίζεται με διεθνείς συμφωνίες. Οι πρόσφυγες διακόσιες χιλιάδες. Έναν χρόνο τώρα περιμένουν δικαίωση. Πολλοί οι αγνοούμενοι, περισσότεροι οι χαμένοι.

Εμείς κάνουμε τουρισμό. Είπαμε η ζωή συνεχίζεται…

Πήραμε την απόφαση να διακόψουμε το ταξίδι…

Όταν ή ζωή κάπου τουφεκίζεται και αλλού ανατινάζεται, δύσκολα συνεχίζεται για τους άλλους”[iv].

Η θεωρητική της στάση απέναντι στο αφήγημα θυμίζει συχνά τη φαινομενολογική γραφή: ό,τι περιγράφεται είναι αυτό που βιώνεται, χωρίς την ανάγκη εξωραϊσμού ή αναπαράστασης. Δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα στη συγγραφέα και τους χαρακτήρες· υπάρχει μια βαθιά κατανόηση και η σταθερή πρόθεσή της να αντιμετωπίζει τη ζωή με βλέμμα γεμάτο φως που επιμένει να βλέπει/ανακαλύπτει την αλήθεια αλλά και το καλό ακόμα και στα δυσάρεστα. Είναι η επιμονή στον καθημερινό άνθρωπο και στη μικρότητα του βιώματος που όμως αποκαλύπτει τη μεγαλοσύνη της ανθρώπινης εμπειρίας.

Στην αφήγησή της το ελάχιστο περιέχει το μέγιστο, η απλότητα είναι βαθιά, η λεπτομέρεια γίνεται καταλύτης. Κι ενώ η φθορά, η απώλεια, το γήρας είναι κυρίαρχα θέματα, η προσέγγισή τους δεν είναι ποτέ μελό. Το χιούμορ της –συχνά μαύρο, άλλοτε παιγνιώδες– δεν λειτουργεί ως αποφόρτιση, αλλά ως εργαλείο συναισθηματικής ανθεκτικότητας.

“Άμα δεν καμαρώσω τον τάφο μου ζωντανή, πότε θα τον καμαρώσω; Πεθαμένη;”[v] αποστομώνει η κυρά Φωτεινή τον γιο της στο εμβληματικό πεζό “Η προνοητική γραία”. Και η  μεσόκοπη αρρωστοφοβική γυναίκα, που φοβάται επικείμενο εγκεφαλικό επεισόδιο, έχει “ψύχραιμη αντιμετώπιση”: “Το εγκεφαλικό δεν το καταλαβαίνεις εσύ, το καταλαβαίνουν οι άλλοι”, την καθησυχάζει η θυμόσοφη φιλενάδα της»[vi].

Κάθε ιστορία είναι μια αποκρυστάλλωση, ένα στιγμιότυπο που δεν αποζητά τη δραματουργική κορύφωση, αλλά την υπαρξιακή επαλήθευση: τι αξίζει τελικά να ειπωθεί; Τι μπορεί να μείνει; Ποια λέξη σώζει και ποια παραπέμπει στην απώλεια;

Η συγγραφέας στήνει έτσι έναν κόσμο που μοιάζει γνώριμος, αλλά δεν είναι ποτέ απλοϊκός. Το οικείο μετασχηματίζεται σε σημείο φιλοσοφικού στοχασμού, και η καθημερινότητα μετατρέπεται σε χώρο προβληματισμού και υπαρξιακής διαφάνειας. Ακόμα και σε λαϊκές ρήσεις αποκρυπτογραφεί το φιλοσοφικό τους βάθος:

“Να δίνετε μεγάλη προσοχή στα γλυκόλογα. Η γιαγιά μου πάντα χάιδευε την κότα πριν […] της κόψει το λαιμό”[vii].

Μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα είδος πεζογραφικού μινιμαλισμού με στοχαστικό βάθος, στο οποίο η γλώσσα, απαλλαγμένη από ρητορικές περιττολογίες, λειτουργεί ως εργαλείο αποκάλυψης. Μέσα από αυτήν, η συγγραφέας μας μαθαίνει όχι μόνο να διαβάζουμε τη ζωή, αλλά και να την ακούμε, να την αφουγκραζόμαστε, να την θυμόμαστε – κι έτσι να την ζούμε ξανά.

Στα πεζά της Στασινοπούλου συναντά κανείς τη λογοτεχνία της λεπτομέρειας · τη μικρή φράση που φωτίζει ολόκληρη ζωή, το βλέμμα που φανερώνει έναν κρυμμένο κόσμο: “Είχε όμορφα μελιά μάτια με μεγάλες γυριστές βλεφαρίδες και κάτι σπιθίσματα χαμόγελου στην ίριδα. Αυτό βέβαια δεν απέκλειε την αβάσταχτη παιδική θλίψη”[viii]. Είναι μια γραφή που συλλαμβάνει τη “θλίψη που κολυμπάει στα γελαστά μάτια”[ix], αλλά και τη δύναμη να προχωράς, να βλέπεις το παράλογο και να μην χάνεις το χαμόγελο.

Εν τέλει, “Του καιρού που επιμένει” είναι ένα βιβλίο συνείδησης και μέτρου. Είναι εκείνο το σημείο που η τέχνη της παρατήρησης μεταμορφώνεται σε τέχνη του νοήματος. Όχι επειδή εξηγεί τον κόσμο, αλλά επειδή τον νιώθει. Και μας καλεί, σε πείσμα του καιρού, να τον νιώσουμε κι εμείς.


[i] Στασινοπούλου Μαρία, Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο, Εκδ. Κίχλη, Αθήνα, 2021

[ii] Στασινοπούλου Μαρία, Του καιρού που επιμένει, Εκδ. Κίχλη, Αθήνα, 2024, Όσα μου λέιψανε, σελ. 102

[iii] Ο.π., Τραυματικές μνήμες, σελ. 55

[iv] Ο.π., Μυτιλήνη, 1975, σελ 117-122

[v] Ο.π., Η προνοητική γραία, σελ. 78

[vi] Ο.π., σελ. 24

[vii] Ο.π., Σοφά λόγια, σελ. 62

[viii] Στασινοπούλου Μαρία, Κυρία, με θυμάστε; , Εκδ. Κίχλη, Αθήνα, 2010, Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά, την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια,  σελ. 57

[ix] Στασινοπούλου Μαρία, Του καιρού που επιμένει, Εκδ. Κίχλη, Αθήνα, 2024, Η θλίψη που κολυμπάει στα γελαστά τους μάτια, σελ. 103

Φωτογραφία: Προεδρικό μέγαρο 2022, Γιορτή της Δημοκρατίας Γιάννης Κιουρτσάκης, Κατερίνα Σχινά, Μαρία Στασινοπούλου, Δημήτρης Δασκαλόπουλος

Βιογραφικό Μαρία Στασινοπούλου

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου