[…]
Μεγαλώνει ἡ ἀνάγκη μας γιὰ σαρκασμό. Μεγαλώνει ἡ ἀνάγκη μας για συγκινήσεις πού νά συμφωνοῦν με τις συντριπτικές μας ἀπόψεις. Οἱ φόβοι μας φωλιάζουν βαθιά στην κοιλιά, μεγαλώνουν: ἡ ἀποστροφή, τό μίσος, ἡ ἀνεμελιά μας ἡ ἀνάγκη μας γιά τιμιότητα καί ἀλήθεια, ἡ ἀνάγκη μας γιὰ ἡσυχία, ἡ μελαγχολία, ἡ παρακμή μας, ἡ ἀτάραχη ταραχή μας μεγαλώνει ἡ ἀποξένωση, ἡ ἀηδία, ἡ ἄρνησή μας ἡ ἱκανότητα τῆς ἄρθρωσης, οἱ ἀσθενικές ὑποψίες μας, ἡ δυστροπία μας, ἡ ἀνάγκη μας γι᾽ ἀδερφοσύνη, ἢ έχθρα μας, ἡ πίκρα μας… Ο θάνατός μας μεγαλώνει.
Αναγνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ ὁρισμένες λέξεις, προσθήκες, παραλείψεις, ἀποκλίσεις. Πάσχουμε ἀπό τά ἴδια ὄνειρα.
Ἔχουμε ἕναν κόσμο πίσω μας κι ἕναν κόσμο ἐνάντια μας κι έναν κόσμο μέσα μας. Δέ γνωριζόμαστε μεταξύ μας, και ὅμως ἀναγνωρίζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο.
Γνωριζόμαστε τουλάχιστον ἀπ’ τις Ίδιες μεταμφιέσεις. Έχουμε τά σημάδια μας. Τίς ἀδυναμίες και τις ήττες ποὺ μᾶς ἑνώνουν. Καθένας μας ἐλπίζει σαρκαστικά πώς θα μπορέσει να σώσει τόν κόσμο ἀπ’ τή φωτιά.
[…]
Ο κόσμος – μιὰ ἑνιαία κόλαση γεμάτη εἰκόνες. Ἡ ἐποχὴ τῶν ἐγγράμματων μεταμορφώνεται στην περασμένη ἐποχὴ τῶν ἀναλφάβητων. Ακονίσαμε τόσο τή λέξη, πού θα μπορούσαμε να τρυπηθούμε μὲ σουβλερές λέξεις, ἀρκεῖ νὰ μᾶς ἀφήνατε. Ἐσεῖς καταφεύγετε στις εἰκόνες. Ανακατώνουμε δηλητήριο κάτω ἀπ᾽ τίς εἰκόνες. Τις ἀφήνουμε νὰ ἐκραγοῦν, τίς ἀγαπημένες σας εἰκονίτσες. Τις κάνουμε βλήματα, πρίν μᾶς πιάσει καί μᾶς ἡ κούραση τῶν εἰκόνων.
Όταν ἔχεις γεννηθεί σ᾽ ἐργατική οἰκογένεια, πρέπει νά ὑποταχτεῖς ἀσυνείδητα στὴν ἀστική κοινωνία, γιατί ἀλλιώτικα δέ θά ζεστογωνιάσεις ποτέ. Όταν γίνεσαι κι ὁ ἴδιος ἐργάτης κι ἀρχινὰς νά τό σκέφτεσαι, δέ μπορεῖς νὰ τὸ ξεχάσεις ποτέ. Η κοινωνία είναι ἔτσι καμωμένη, ποὺ νὰ σοῦ τό θυμίζει καθημερινά.
Ὅ,τι παθαίνει ὁ ἐργάτης στόν κόσμο τῶν ἀστῶν, παθαίνει κι ό συγγραφέας τῶν λέξεων στον κόσμο τῶν εἰκόνων.
Μαζεύει παντοῦ ἐχθρούς.
Πηγή: Γκέρχαρτ Τσβέρεντς/κεφάλι και κοιλιά-η ιστορία ενός εργάτη που έμπλεξε με τους διανοούμενους/Εκδόσεις Επίκουρος (1976)