[…]
Εἴμαστε ἢ δὲν εἴμαστε πάνω σ’ ἕνα ἐλάχιστο κόκκο άμμου ποὺ τρελάθηκε καὶ γυρνά, γυρνά, χωρὶς νὰ ξέρει γιατί, καὶ χωρίς ποτέ να φτάσει στὸ τέρμα, λὲς καὶ τοῦ καλαρέσει τὸ στριφογύρισμα; Κι ἄλλοτε ζεσταινόμαστε, ἄλλοτε κρυώνουμε, ὥς ὅτου σὲ πενήντα ἢ ἑξήντα χρόνια πεθάνουμε ἔχοντας συχνά τὴ συναίσθηση πὼς δὲν κάναμε παρὰ βλακείες… Εἶναι λοιπὸν ἢ δὲν εἶναι, σεβασμιότατε, ὁ Κοπέρνικος ποὺ κατέστρεψε ἀνεπανόρθωτα τὴν ἀνθρωπότητα; Σιγά – σιγά, προσαρμοστήκαμε όλοι στὴν ἰδέα τῆς ἐλαχιστότητάς μας, βλέποντας ὅτι δὲ λογαριαζόμαστε καθόλου στο σύμπαν παρὰ τὶς ὡραῖες ἀνακαλύψεις καὶ ἐφευρέσεις μας. Τί ἀξία, λοιπόν, μποροῦν νὰ ἔχουν οἱ εἴδήσεις ποὺ ἀφοροῦν, δὲ λέω τίς ἀτομικές μας περιπέτειες, ἀλλὰ καὶ τίς θεομηνίες ἀκόμα ποὺ μᾶς πλήττουν; Ιστορίες σκουλήκιων καὶ τίποτ᾽ ἄλλο. Πληροφορηθήκατε τὸν μικρὸ κατακλυσμό ποὺ ἔγινε στις Αντίλλες; Ἴσως, όχι. Ἡ φτωχούλα μας γῆ, κουρασμένη νὰ στριφογυρίζει χωρίς λόγο, ὅπως τὸ θέλησε έκεῖνος ὁ πολωνὸς ἱερέας, ἔκαμε ἕνα μικρὸ κίνημα ἀπελπισίας καὶ σκόρπισε λίγη φωτιὰ ἀπὸ κάποιο ἀπ’ τὰ πολλὰ στόματά της. Ὁ Θεὸς μόνο ξέρει ποιὰ μύγα τὴν τσίμπησε γιὰ νὰ ξεράσει ἔτσι τή χολή της. Ισως ἡ ἠλιθιότητα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ποτὲ δὲν ἦταν τόσο ἐνοχλητική όσο τώρα. Ξεροψήθηκαν μερικές χιλιάδες σκουληκάκια καὶ ἡ παράσταση συνεχίστηκε. Κανεὶς δὲν μιλά πιὰ γιὰ τὶς ᾿Αντίλλες.
᾿Αλλ’ ὁ ντὸν Ἐλίτζιο μοῦ παρατήρησε, ὅτι ὅποιες καὶ νὰ ΄ναι οἱ προσπάθειες ποὺ κάνουμε μὲ τὴν σκληρὴ πρόθεση να ξεριζώσουμε καὶ νὰ καταστρέψουμε τὶς αὐταπάτες ποὺ μιὰ γενναιόδωρη φύση μᾶς χάρισε, φταίμε ἐμεῖς γιατί ἀδυνατοῦμε νὰ τις υλοποιήσουμε. Εὐτυχῶς ποὺ ὁ ἄνθρωπος συχνὰ ρεμβάζει.
[…]
Επομένως δὲν εἶναι τελείως αὐτάρκης. Μὲ καταλάβατε; Ἐξηγήθηκα καλά; Ὅταν τὰ αἰσθήματα, οἱ κλίσεις, τὰ γοῦστα αὐτῶν τῶν ἄλλων ποὺ σκέφτομαι ἢ ποὺ σκέπτεστε δὲν ἀντικατοπτρίζονται στά δικά μου ἢ στὰ δικά σας, δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ούτε ήσυχοι, οὔτε ἱκανοποιημένοι, οὔτε χαρούμενοι. Αγωνιζόμαστε ὅλοι γιὰ νὰ πετύχουμε ν’ ἀντικατοπτριστούν στη συνείδηση τῶν ἄλλων, οἱ σκέψεις μας καὶ οἱ κλίσεις μας. Σὲ τί λοιπὸν ἐπαρκεῖ μοναχή ή συνείδησή μας; Στὸ νὰ ζήσουμε στὴ μοναξιά. Στὸ νὰ περνοῦμε στείρες ἡμέρες στὸ περιθώριο τῆς ζωής; Δὲν τὰ παρατοῦμε; Μισώ τη ρητορική, αὐτή την καυχησιάρα γριὰ ψεύτρα, ποὺ κάνει τὴ φιλάρεσκη μὲ τὰ γυαλάκια της καὶ ἐπινόησε τὴν ὅλο ἀξιώσεις ὡραία φράση: «μοῦ ἀρκεῖ ἡ συνείδησή μου». Χρόνια πρίν, ὁ Κικέρων, είπε κάτι παρόμοιο, ἀλλ’ ὁ Κικέρων είχε μεγάλη εὐφράδεια, πολὺ μεγάλη εὐφράδεῖα, ἀλλὰ κατὰ τὰ ἄλλα… Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς προστατέψει! Ήταν διασκεδαστικός σάν αὐτοὺς ποὺ παίζουν ἄσκημα βιολί.[…]
Πηγή: Ματθίας Πασκάλ, Εισαγωγή-Μετάφραση: Μανώλης Γιαλουράκης/Εκδόσεις Φοντάνα