1985, εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο, όπου πρόεδρος είναι ο Αμίν Τζεμαγέλ, του οποίου η φωτογραφία εντυπωσιάζει τον Χατζιδάκι εξίσου με αυτήν του Γκάντι. Αυτή τη φορά όμως δεν θέλει να του αφιερώσει ράγκα. Ως γνήσιος ρεπόρτερ θέλει να πάει στη Βηρυτό, να τον συναντήσει προσωπικά και να του πάρει συνέντευξη. Η αλήθεια είναι ότι μια συνέντευξη του Αμίν Τζεμαγέλ από τον Μάνο Χατζιδάκι θα ήταν, πώς να το κάνουμε, δημοσιογραφική επιτυχία. Πλην όμως ο φωτογράφος, που μόλις έχει επιστρέψει από τον Λίβανο, μας περιγράφει μια μάλλον δύσκολη κατάσταση. Η πρόσβαση γίνεται μόνον με καΐκι από την Λάρνακα, που στη διάρκεια της διαδρομής ψαρεύει και θαλάσσιες νάρκες, στη δε Βηρυτό κυκλοφορείς μόνο με κράνος και σωματοφύλακες, οι οποίοι κάθε τόσο σε ρίχνουν κάτω για να μην πέσεις σε διασταυρούμενα πυρά.
«Και πόσο κρατάει το ταξίδι Λάρνακα-Βηρυτός με καΐκι» ρωτάει ο Χατζιδάκις, λες κι αυτό ήταν το πρόβλημα. «Μια νύχτα περίπου», του απαντάει ο άλλος. «Πολύ ωραία. Θα πάρουμε καΐκι από τη Λάρνακα, θα φοράμε κράνος και θα έχουμε σωματοφύλακες», καταλήγει ο αποφασισμένος για όλα Τεν-Τεν της ελληνικής δημοσιογραφίας, ο οποίος, για να μη χάνει χρόνο, παίρνει αμέσως τον Μολυβιάτη τηλέφωνο.
Ο διπλωμάτης του πεπτωκότος Εθνάρχου ανταποκρίνεται, υποθέτω γιατί δεν τον ακούω, στην εγκαρδιότητα του φίλου του, ο οποίος τον χαιρετά μ΄ ένα «Γεια σου, Πέτρο, χρυσό μου», και αμέσως μετά του λέει ότι βγάζει περιοδικό. «Μα όχι βέβαια, δεν θα είναι μουσικό. Θα έχει και πολιτική. Με ξέρεις τώρα. Γι’ αυτό θέλω να σου ζητήσω ένα ρουσφέτι. Δεν σου έχω ζητήσει ποτέ ρουσφέτι, τώρα όμως είναι ανάγκη. Θέλω να μου κλείσεις ένα ραντεβού με τον Αμίν Τζεμαγέλ». Δεν ξέρω πώς αντέδρασε ο άλλος, αν του έπεσε το ακουστικό, αν βόγγηξε διότι ένιωσε μια οξύτατη σουβλιά στο στέρνο, ή αν ψέλλισε απλώς: «Ποιος είναι αυτός πάλι;» αρνούμενος να φανταστεί ότι επρόκειτο γι’ αυτόν που νόμιζε πως πρόκειται. Η ουσία είναι πως τρεις ημέρες μετά μας πήραν από την πρεσβεία του Λιβάνου και μας έκλεισαν ραντεβού με τον πρόεδρο. Στο οποίο ραντεβού ο Χατζιδάκις δεν πήγε ποτέ – θα πηγαίναμε μαζί υποτίθεται. Κοινώς τον έστησε.
Τέσσερις μέρες μετά είχε ξεχάσει και τον Τζεμαγέλ και τον Λίβανο, και το καΐκι από τη Λάρνακα και το κράνος και τους σωματοφυλακές. Διότι τέσσερις ημέρες μετά ήθελε να πάρει συνέντευξη από τον στρατηγό Κενάν Εβρέν. Αυτό πια κι αν ήταν δημοσιογραφική επιτυχία. Ο Μάνος Χατζιδάκις, ο συνθέτης που έγραψε τα «Παιδιά του Πειραιά», να παίρνει συνέντευξη απ’ τον Τούρκο δικτάτορα. Θα τη ζήλευαν ακόμη και οι NY Times. Ο φίλος μου Άλκης Κούρκουλας, ανταποκριτής της ΕΡΤ στην Κωνσταντινούπολη, μου είπε πως αυτός μπορούσε να κλείσει ραντεβού με τον Εβρέν, αν όμως ο Χατζιδάκις δεν εμφανιζόταν στο ραντεβού τότε θα τον κρεμούσαν ανάποδα στην Πλατεία Ταξίμ. Το μετέφερα στον Χατζιδάκι έτσι όπως μου το είπε κι εκείνος απάντησε: «Καλά, άσε, θα το δούμε». Ήξερε καλύτερα από όλους τον εαυτό του. Και προφανώς είχε σκοπό να στήσει τον Εβρέν όπως είχε στήσει και τον Τζεμαγέλ.
Τάκης Θεοδωρόπουλος, «Το τελευταίο τέταρτο», Εκδ. Πόλις 2012