Για μέρες δίσταζα. Να του τηλεφωνήσω ή καλύτερα να το αφήσω; Εξάλλου όλοι μου έλεγαν ότι η κατάσταση της υγείας του δεν ήταν τόσο καλή, δεν θα με δεχόταν. Το χαρτί με τη διεύθυνση και ο αριθμός τηλεφώνου του που μου είχε δώσει ο φίλος ποιητής και δημοσιογράφος Χρήστος Μαυρής, είχε αρχίσει να τσαλακώνεται επικίνδυνα, άλλοτε μέσα στην τσέπη, άλλοτε μέσα στο τσαντάκι.
Σε λίγο, γράμματα και ψηφία θα περνούσαν τη γραμμή του ανεπίστρεπτου, θα τα έσβηνε η φθορά.
Το κρίσιμο πρωινό εκείνου του υγρού φθινοπωρινού Σαββάτου στη Θεσσαλονίκη, είχα ρίξει τα ζάρια κλείνοντας τα μάτια. Προτελευταία μέρα στη βασίλισσα της Μακεδονίας, αν όχι τώρα, ποτέ;
Tότε ήταν, εκείνη ακριβώς τη στιγμή του ανίκητου δισταγμού, ήχησε πειστικά και αποφασιστικά η φωνή της Δέσποινας από την άλλη άκρη της γραμμής: Μην ακούς κανένα, τηλεφώνα του. Σκέφτηκα πως κι ιστορικά αν το αναλύσει κανείς, όσοι δεν άκουσαν κανένα, ή έγιναν εκατομμυριούχοι ή πήραν νόμπελ ή απλώς έφαγαν το κεφάλι τους. Και οι τρεις εκδοχές μου φάνηκαν ανεκτές.
“Κύριε Χριστιανόπουλε καλή σας μέρα. Είμαι ο…..”.
Σε δέκα λεπτά ήμουν μέσα στο ταξί με προορισμό τις Σαράντα Εκκλησιές.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος εδώ και ένα χρόνο βγαίνει ελάχιστα από το σπίτι, συναντά ελάχιστους ανθρώπους. «Μόνο τις Κυριακές, πάω εκκλησία. Αυτό θα συνεχίσω να κάνω μέχρι το τέλος» μου λέει.
Τον βρήκα να κάθεται στο γραφείο του. Στον τοίχο από πάνω μια φωτογραφία του Καβάφη και μια του Τσιτσάνη. Φορούσε τις πυτζάμες του. Δεν με θυμόταν, εξάλλου δεν είχαμε ποτέ ξανασυναντηθεί. Μια κάρτα μου είχε απευθύνει όλη κι όλη πριν από ενάμιση χρόνο, ως απάντηση στην τελευταία μου συλλογή ποιημάτων που του είχα στείλει. Μια κάρτα με τρεις προτάσεις γραμμένες σε αυτήν, εύσημο για μια ολόκληρη ζωή. Εκείνη η κάρτα ήταν που με οδήγησε ως εδώ, στο σπίτι που νοικιάζει από έναν ξάδελφο του.
Η συνομιλία μας και κυρίως τα λεγόμενα του είχαν χαρακτήρα προσωπικής εξομολόγησης, μιας αναπάντεχης εκμυστήρευσης για πράγματα που καθόρισαν τη στάση ζωής του.
«Φοβάμαι και τρομάζω όταν δεν πιστεύουν τις αρνήσεις μου. Τις αρνήσεις μου σε προτεινόμενες τιμές και θέσεις. Και φοβάμαι διότι εγώ είμαι ειλικρινής όταν τους λέω, όχι δεν θα πάρω. Κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια».
Δύο φορές τον βολιδοσκόπησαν για την προεδρία της Δημοκρατίας. «Τι, εγώ να αποφασίζω για τις τύχες των ανθρώπων; Για το ποιος θα αποφυλακιστεί και για το ποιος όχι; Δεν μου πάει, δεν θέλω».
Πρυτανικά συμβούλια του πρότειναν τίτλους, πολιτικοί του πρότειναν φιλοξενίες, «μέχρι και από τον Καναδά του είπαν, έλα εδώ και μείνε όσο θέλεις».Όμως όχι. «Φοβάμαι τον αέρα και τη θάλασσα, πώς να ταξιδεύσω; Ούτως η άλλως δεν θα πήγαινα. Εγώ θέλω να είμαι εδώ σε αυτήν τη γωνίτσα, αυτή η γωνίτσα μου πάει, μου ταιριάζει».
Πόσες φορές σχεδόν τον παρακάλεσαν να αποδεχτεί βραβεύσεις. Γνωστή και καταγεργαμμένη πολλάκις η αιρετική του θέση κατά των βραβείων. «Δεν υπάρχει κανένα βραβείο για έναν ποιητή. Εξάλλου δεν νομίζω ότι αξίζω βραβεύσεις».
Και η αποδοχή του κόσμου; Το γεγονός ότι ο κόσμος απαγγέλλει τα ποιήματα σας, τα απομνημονεύει; «Η αποδοχή του κόσμου είναι κάτι αβέβαιο. Δεν μπορεί κανείς να επενδύει σε αυτό».
Η κουβέντα αναπόφευκτα μας οδηγεί στην Κύπρο. Ξαφνικά το βλέμμα του αλλάζει, όπως ένας βράχος που τον αγγίζεις και μαλακώνει. «Η καρδιά μου χτυπά στην Κύπρο». Όχι «έχω την Κύπρο στην καρδιά μου». «Η καρδιά μου χτυπά στην Κύπρο».
Δάκρυα κυλούν από τα μάτια του, η ομιλία του διακόπτεται από ροή της συγκίνησης, τον λυγμό που ξεχειλίζει. Μου ζητά ένα λεπτό να ηρεμήσει. Ακολουθεί σιωπή. Ξαναρχίζει. «Αυτό που συνέβη στην Κύπρο μου τριβελίζει το μυαλό και την καρδιά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αδικία. Έξι φορές με κάλεσαν να κατέβω στην Κύπρο αλλά όπως σας είπα εγώ δεν ταξιδεύω. Όμως και να ταξίδευα, πάλι δεν θα πήγαινα. Αισθάνομαι πως μόλις δω από κοντά εκείνη τη φοβερή σημαία στον Πενταδάκτυλο θα μείνω στον τόπο».
Μου εκμυστηρεύεται ότι πάντοτε υποστήριζε τον Μακάριο και ως εκ τούτου διαφωνούσε και διαφωνεί με κάποιους Κύπριους φίλους του. Ανακαλεί με κόπο στη μνήμη πρόσωπα και ονόματα Κυπρίων λογοτεχνών κ.α. που εκτιμά και συνδέεται μαζί τους με μακρούς δεσμούς.
Η φράση-σήμα κατατεθέν του Χριστιανόπουλου «δεν βαριέσαι, δεν χάθηκε κι ο κόσμος»,συνδέει την μεταπήδηση της συζήτησης από το ένα θέμα στο άλλο.
Του λέω πως κάποιοι Ελλαδίτες εμάς του Κύπριους δεν μας πολυσυμπαθούν. «Είναι επειδή αυτοί δεν έζησαν, δεν βίωσαν και δεν έπαθαν αυτό που εσείς πάθατε! Δεν ξέρουν, δεν καταλαβαίνουν, άστε τους στην άγνοια τους!».
Η κουβέντα συνεχίστηκε για πολλή ώρα. Κάποια στιγμή σηκώθηκα για να φύγω, τον έβλεπα να κουράζεται, δεν ήθελα να τον ταλαιπωρήσω άλλο. Του ζήτησα μια κοινή φωτογραφία. Δέχτηκε ευχαρίστως. Του έσφιξα δυνατά τον καρπό του από πάνω, μου τα έσφιξε κι αυτός. Δεν είναι για χειραψίες ο Χριστιανόπουλος ή τον αγαπάς ή δεν…
Βγήκα στο δρόμο, το ψιλόβροχο συνεχιζόταν. Η ψυχή ήταν φουσκωμένη.Κάθισα στο πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι του και μέχρι να έρθει το ταξί, είχα γεμίσει μια σελίδα σημειώσεις.