Θα αρκούσε ένας μόνο στίχος του για να τον συστήσεις:
«Ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους, Πενταδάχτυλέ μου».
Από το ποίημά του «”Στιγμές” της εισβολής», στίχος άρρηκτα συνδεδεμένος με την οδύνη και τον καημό που προκάλεσε η τουρκική εισβολή. Στίχος που βρήκε τη μελωδική έκφρασή του στη σύνθεση του Μάριου Τόκα και τραγουδήθηκε και τραγουδιέται με τον ίδιο σπαραγμό όλα αυτά τα χρόνια που η Κύπρος αντιμάχεται τις επιπτώσεις της τουρκικής θηριωδίας στο νησί.
Ο Κώστας Μόντης, ο ποιητής των μικρο-μεγάλων, όπως μου αρέσει να τον αποκαλώ, συνδυάζοντας την έκταση των χαρακτηριστικών Στιγμών του με τη νοηματική ευρύτητα που εμπερικλείουν είναι, κατά την προσωπική και ταπεινή μου άποψη, ο κυριότερος εκφραστής της κυπριακής ποίησης σε πανελλήνιο και παγκόσμιο επίπεδο. Η γνωριμία μου με το έργο του συντελέσθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία, στον πρώτο χρόνο της φοίτησης στο Γυμνάσιο,με ένα μικρό ποίημα–αποκάλυψη, το οποίο εντελώς τυχαία έπεσε στα χέρια μου:
Σκασίλα της που πήρε το φθινόπωρο τα φύλλα της
Ούτε που τέτοιο πράγμα τη σκοτίζει
Αυτή και δίχως φύλλα ανθίζει
΄Ητανε τέτοια η χάρη και τόση η αρμονία του μικρού αυτού ποιήματος, τέτοια η οικουμενικότητα και το ελπιδοφόρο του μηνύματός του, που δεν μπορούσε παρά να με συγκινήσει, λίγα μόλις χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, όταν ακόμα παλεύαμε να αποκτήσουμε ξανά τα «φύλλα» που είχε αρπάξει από την αρματωσιά της επιβίωσής μας η τουρκική εισβολή, ενώ παράλληλα καλούμασταν τις πλείστες φορές να «ανθίσουμε» χωρίς την παρουσία της άνοιξης. Αναπόφευκτα λοιπόν, στις πρώτες λογοτεχνικές αναζητήσεις της εφηβείας,δίψασα και ήπια νερό πρωτίστως από τις ποιητικές συλλογές του Κώστα Μόντη. Τα βιώματα της προσφυγιάς, τα οποία με καθόριζαν πλέον, είχαν βρει την έκφρασή τους στα αντίστοιχα ποιήματά του. Κι όσες φορές αποπειράθηκα να τα εκφράσω μέσα από τις δικές μου στιχουργικές διαδρομές ήξερα ότι ο αγαπημένος ποιητής, κάπου βαθιά μέσα μου, μέντοράς μου ερήμην και εν αγνοία του, «επεξεργαζόταν» με ευσυνειδησία τον στίχο μου.
Φοιτούσα στο τρίτο έτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου, όταν ο καθηγητής μας στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ο αείμνηστος Νίκος Λιβέρδος, μας ζήτησε να του προτείνουμε θέματα με τα οποία θα μας ενδιέφερε να ασχοληθούμε στην εργασία του εξαμήνου. Αυθόρμητα επέλεξα τον Κώστα Μόντη, τον ποιητή που περισσότερο από όλους με συντρόφεψε στις ποιητικές ψηλαφίσεις της εφηβείας, εμπνέοντας με την ιδιαιτερότητα της γραφής του, την ελλειπτικότητα της έκφρασης,την υπαινικτικότητα του στοχασμού, την πίκρα που καταγραφόταν με αυθεντικότητα και ειλικρίνεια στα ποιήματά του για την κατοχή και τον ξεριζωμό.
Η συνέχεια υπήρξε για μένα μια από τις ωραιότερες και πολυτιμότερες εμπειρίες της ζωής μου. ΄Ενα όστρακο που άνοιξε μοναδικά μέσα στο εξάμηνο εκείνο και μου χάρισε το ποιητικό μαργαριτάρι του.Μελέτησα από την αρχή όλα όσα έγραψε ο αγαπημένος μου ποιητής, αλλά και όλα όσα γράφτηκαν για το έργο του και τα οποία μπόρεσα να εξασφαλίσω μέσα από ατέλειωτες, δημιουργικές ώρες αναζήτησης υλικού στις διάφορες βιβλιοθήκες που κάλυψαν την εξερεύνησή μου. Εκείνο, όμως, που κατά κύριο λόγο έχω να θυμηθώ και να καταγράψω, είναι η συνάντησή μου με τον ποιητή, λίγο προτού αρχίσω να συντάσσω τα όσα είχα αποκομίσει. Με τη γνώση που είχα συσσωρεύσει ετοίμασα το ανάλογο ερωτηματολόγιο και, με τη μεσολάβηση του καθηγητή μου,διευθέτησα τη συνάντησή μου με τον ποιητή στην οικία του στη Λευκωσία.
Θέλοντας να διατηρήσω το αρχικό συναίσθημα, αντί άλλης περιγραφής, θα ανατρέξω στην εργασία που τελικά παρέδωσα τότε, μια εργασία πέραν των εκατόν σελίδων,η οποία θα μπορούσε να είναι και μεγαλύτερη, ενδεικτική του πλούτου που απεκόμισα , ερευνώντας και μαθαίνοντας για τον Κώστα Μόντη μα κυρίως συνομιλώντας μαζί του.
Παραθέτω λοιπόν αυτολεξεί όσα κατέγραψα στα δεκαεννιά μου χρόνια για την άφιξή μου στο σπίτι του και τις πρώτες μου εντυπώσεις.:
Κτύπησα το κουδούνι με κάποιο δισταγμό, με κάποια κρυφή ανησυχία, που δεν ήξερα πού να την αποδώσω. Οπωσδήποτε βρισκόμουν στο σωστό σπίτι, Σαλαμίνος 2, ΄Αγιος Δομέτιος. Αυτή η καλά διατηρημένη μονοκατοικία, η λιτά διακοσμημένη με την ομορφιά του πράσινου, δεν μπορούσε παρά να στεγάζει τον ποιητή Κώστα Μόντη. ΄Αραγε πώς θα με δεχόταν; Πώς θα αντιμετώπιζε τα ερωτήματά μου αυτός ο καταξιωμένος ποιητής;
Η εξώπορτα που έτριξε στο άνοιγμά της διέκοψε τους συλλογισμούς μου. Ο ίδιος ο ποιητής εμφανίστηκε στο κατώφλι και πρόσχαρα με οδήγησε σε μια φωτεινή τζαμαρία στο βάθος του σπιτιού. Με κάποια διακριτικότητα έριξα μερικές ματιές στην όλη διαρρύθμιση και επίπλωση του σπιτιού, με την περιέργεια εκείνη που έχουμε να γνωρίσουμε το ιδιαίτερο περιβάλλον ενός φτασμένου πια λογοτέχνη.
Τίποτα το περιττό δεν κοσμούσε το καταφύγιο του Κώστα Μόντη. Λιγοστά τα έπιπλα, μόνο τα απαραίτητα. Σε μια γωνιά ένα πιάνο σε ξενίζει κάπως με την αρχοντική ατμόσφαιρα που προσδίδει μεμιάς στο τόσο συντηρητικό σαλόνι του σπιτιού. Λιγοστά και τα κάδρα στους τοίχους. Όλα μετρημένα, λογαριασμένα, ζυγισμένα. Και η τζαμαρία δεν φιλοξενεί τίποτα άλλο έξω από το γραφείο του ποιητή, την κουνιστή του πολυθρόνα κι έναν μικρό καναπέ σε μια γωνιά. Είναι παράξενο, σκέφτομαι, το γεγονός ότι το ίδιο απέριττο στοιχείο σημαδεύει και την ποίησή του και τον ιδιαίτερο χώρο στον οποίο ζει. Μα είναι ακόμα πιο παράξενο το γεγονός ότι, μέσα σε τέτοια λιτότητα, κατορθώνει και στην ποίησή του και στο καταφύγιό του να εμπνέει τόση ζεστασιά, τόση ευαισθησία.
Μου προσφέρει μια θέση στον καναπέ και ο ίδιος φωλιάζει στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Θεωρεί σημαντικό στην αρχή να κάνει μια διευκρίνιση:
«Δεν είμαι μελετητής της λογοτεχνίας. Ούτε και του δικού μου έργου είμαι μελετητής. Γι΄αυτό και γράφω σε κάποιους στίχους μου:
Τους έγραψα, δεν τους διάβασα
Δεν ξέρω τι να σας πω
Σας λέγω και πάλι πως δεν είμαι μελετητής της κυπριακής λογοτεχνίας ούτε και ξέρω όλες αυτές τις εκφράσεις που μεταχειρίζονται οι μελετητές και κριτικοί της λογοτεχνίας».
Και λίγο πιο κάτω, στα ενδιάμεσα της συνέντευξης, κατέγραψα για τον άνθρωπο Κώστα Μόντη:
Η συνομιλία μου με τον ποιητή διακόπτεται πού και πού καθώς το εγγονάκι του, ο μικρός Κωνσταντίνος, μπαινοβγαίνει στην τζαμαρία. Σκύβει στοργικά ο παππούς, για να χαϊδέψει το σγουρόμαλλο κεφαλάκι του εγγονού και βλέπεις αμέσως τη γλυκύτητα στην έκφραση, την τρυφεράδα στα μάτια.
«Kύριε Μόντη, εκτός από τα εγγονάκια σας, ποιες άλλες αγάπες έχετε στη ζωή σας;» ρωτώ τον ποιητή.
«Τα ποιήματά μου είναι που με παρηγορούν. Φτάνεις σε μια στιγμή που δεν σε ενδιαφέρουν πια τα πράγματα».
Μιλά ο άνθρωπος-ποιητής των εβδομήντα χρόνων. Ο άνθρωπος που βλέπει τα γραφτά του στο γραφείο και συλλογιέται φωναχτά: «Τόσα εδώ στοιβαγμένα και δεν έχω τον χρόνο να τα τακτοποιήσω». Ο άνθρωπος που γίνεται παιδί σαν τα εγγονάκια σκαρφαλώνουν στα γόνατά του, ο άνθρωπος που ρίχνει ένα βλέμμα λατρείας στη γυναίκα του, καθώς εκείνη σκύβει για να κεράσει φιλόξενα το γλυκό. ΄Ετσι που στυλώνει το βλέμμα αφηρημένα στο ανοικτό παράθυρο της τζαμαρίας, έτσι που ξεχνιέται στις σκέψεις και τις θύμησες, συλλογιέμαι πως τούτος ο άνθρωπος κουβαλά έναν θησαυρό από αναμνήσεις στην ψυχή του, στην καρδιά του.
Θεωρώ σημαντικό, ολοκληρώνοντας αυτή την αναφορά, να παραθέσω τις απαντήσεις που έδωσε ο Κώστας Μόντης σε κάποιες από τις ερωτήσεις μου, μια και διαπιστώνω σήμερα ότι το ερωτηματολόγιό μου ήταν αρκετά μακροσκελές. Και πώς αλλιώς, όταν έχεις απέναντί σου έναν ποιητή της δικής του εμβέλειας.
«Κύριε Μόντη, τι είναι ποίηση κατά την προσωπική σας άποψη;»
«Δεν ξέρω. Το μόνο που μπορώ να πω, όταν βλέπω ένα ποίημα, είναι ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ. Τίποτα άλλο».
« Ποια η ιδιαίτερη θέση της ποίησης στη λογοτεχνική κίνηση; Ποιος ο ρόλος της ποίησης και της λογοτεχνίας γενικά στη συντήρηση της ταυτότητας ενός λαού;»
« Η θέση της ποίησης στη λογοτεχνία είναι η ίδια με τη θέση της στη ζωή. Το πεζογράφημα, όπως μάθαμε και στην ιστορία της τέχνης, έρχεται ύστερα από πείρα μακρά της ζωής, αγγίζει ευρύτερα τα θέματα της ζωής, τα επεξεργάζεται περισσότερο. Η ποίηση επιλέγει και κτυπά ακαριαία χωρίς πολλή διακλάδωση και λεπτομέρεια. Η ποίηση στοχεύει αμέσως στο γεγονός που θέλει να τονίσει ενώ η πεζογραφία, η οποία προϋποθέτει και κάποια προηγούμενη πείρα, πιάνει όλες τις τυχόν περιπτώσεις που συναρτώνται με το θέμα της. Γι΄αυτό και σε όλους τους λαούς αναπτύχθηκε πρώτα η ποίηση, η οποία έχει και μια μεγάλη δόση φαντασίας. Αλλά εγώ δεν ασχολούμαι με τη μελέτη της λογοτεχνίας. Εγώ απλά θα σας πω ότι αυτό το ποίημα είναι ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ, ότι αυτό το πεζό είναι τέχνη ή δεν είναι».
« Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η ιδιαιτερότητα του έργου σας;»
«Η ποίηση, μιλάμε για την ποίηση, βεβαίως, όχι για τα πεζά. Την ποίησή μου πρέπει να τη χωρίσουμε σε τρεις ενότητες . Αλλά πριν μπούμε στις ενότητες, θα ήθελα να σας πω για τα γενικά χαρακτηριστικά της ποίησής μου. Είναι μια απογύμνωση του στίχου, πλήρης απογύμνωση. Πετάει όλα τα επίθετα, πετάει όλα τα μπιχλιμπίδια τα άχρηστα. Απογύμνωση μέχρι πεζολογίας, ως εκεί που νομίζεις ότι αρχίζει να γίνεται πεζολογία. Στην τέχνη ο στίχος μπορεί να απέχει, όπως βλέπεις, ελάχιστα από την πεζολογία, αλλά η απόσταση να είναι τεράστια. Ακόμα θα προχωρούσα παραπέρα και θα έλεγα ότι προσπάθησα από την πεζολογία να βγάλω ποίηση , να τη συμπιέσω, να την αποστάξω και να βγάλω ποίηση από την πεζότητα. ΄Ενα άλλο γενικό στοιχείο του έργου μου είναι μια σκωπτική και δηκτική διάθεση. Αλλά δεν ξεκινά από κακή πίστη, για να ειρωνευθεί, γιατί τον πρώτο που ειρωνεύεται είναι τον εαυτό μου. Αλλά θα δείτε διάχυτη αυτή την ειρωνεία και τη δηκτική διάθεση. Δεν είναι μια ειρωνεία από καθ’ έδρας, αλλά κατεβαίνει και συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του ο ποιητής στην ειρωνεία που μας τριγυρίζει. ΄Ενα τρίτο χαρακτηριστικό είναι ότι προσπαθώ να υποβάλω προεκτάσεις και προβληματισμούς στον αναγνώστη. Αυτά είναι τα γενικά χαρακτηριστικά της ποίησής μου. Πρέπει, όμως, να τη χωρίσουμε σε ορισμένες ενότητες. Πρώτα πρώτα θα ήθελα να αναφερθώ στην ενότητα των Στιγμών. Οι Στιγμές είναι μικρά επιγραμματικά ποιήματα, τα οποία αποτελούνται από δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, κάποτε κι από έναν μονάχα στίχο. Σ΄αυτή την ενότητα, που πρωτοεμφανίστηκε το 1958, ίσως αρχίζει και η ποιητική μου ωριμότητα, φαίνεται ότι άργησα πάρα πολύ να ωριμάσω ποιητικά, ενώ πεζά έγραψα πολύ νωρίτερα. Στην ποίηση είχα αργήσει πάρα πολύ να ωριμάσω και στην ηλικία τη δική σας κι ακόμα πιο μεγάλος έγραφα σχεδόν ανοησίες, νομίζω.Η ιδιαιτερότητα λοιπόν των Στιγμών είναι ότι αποβάλλουν την περιφέρεια και κρατούν τον πυρήνα, το κουκούτσι. Αντί να δώσω δηλαδή ολόκληρο το ποίημα, ντυμένο και συγυρισμένο, δίνω μονάχα τον πυρήνα του. Και αφήνω τον αναγνώστη να βρει τα σκαλιά που οδηγούν μέχρι τον πυρήνα και τα σκαλιά που οδηγούν πέρα απ΄ τον πυρήνα.Τα σκαλιά που οδηγούν πέρα απ΄τον πυρήνα μπορεί να είναι διαφορετικά για τον κάθε αναγνώστη. Αυτά λέγονται προεκτάσεις. ΄Ετσι, η προέκταση που θα έχει για σας ένα ποίημα μπορεί να είναι τελείως διαφορετική από την προέκταση που θα έχει για κάποιον άλλον αναγνώστη. Μια άλλη ιδιαιτερότητα των Στιγμών είναι ότι γίνεται προσπάθεια να μεταποιηθεί, να γίνει η φιλοσοφική σκέψη αίσθημα. Η ποίηση δεν δέχεται να γίνει δάσκαλος. Η τέχνη, γενικά, δεν δέχεται να καθίσει στην έδρα και να διδάξει. Αν καθίσει στην έδρα, γίνεται εγκεφαλική και παύει να είναι τέχνη. Ο μόνος τρόπος για να δεχθεί μια φιλοσοφική σκέψη η ποίηση, είναι να την κάνεις αίσθημα και να τη δεχτεί ως αίσθημα πλέον. Να μην περάσει από το μυαλό ως διανοητική πρόσληψη αλλά ως πρόσληψη συναισθήματος. Να τη νιώσεις να σε διαχέει, χωρίς καν κάποτε να περάσει από το μυαλό. Γιατί όπως θα ξέρετε ή θα έχετε διαβάσει, η μοντέρνα τέχνη λέει πως δεν είναι μόνο το μυαλό, υπάρχει και μια άλλη είσοδος , η είσοδος διά του υποσυνειδήτου. Αφήστε να μπουν μέσα μας κι από το υποσυνείδητο, να νιώσουμε εκείνη τη χαρά που μας δίνει η τέχνη χωρίς το μυαλό καλά καλά να καταλάβει. Επίσης οι Στιγμές είναι και έντιτλες είναι και άτιτλες. Στις έντιτλες Στιγμές ο τίτλος δεν είναι τυχαίος. Χωρίς αυτόν τον τίτλο το ποίημα δεν είναι κατανοητό. Μια άλλη ενότητα, καθαρά ξεχωριστή, είναι η ενότητα των πολύστιχων συνθέσεών μου, των τριών Γραμμάτων στη Μητέρα. Το τρίτο είναι ακόμα ημιτελές. Στα Γράμματα αυτά δεν αποβάλλεται η περιφέρεια. Αντίθετα η περιφέρεια περιστρέφεται γύρω από τον πυρήνα επανειλημμένα, μέχρι που να νομίσει ότι τέλειωσε με αυτό τον πυρήνα, οπότε μεταπηδά στον επόμενο πυρήνα, γύρω από τον οποίο υπό διάφορη μορφή περιστρέφεται και μετά μεταπηδά στον άλλο πυρήνα. Δηλαδή δεν υπάρχει εκείνη η αποβολή της περιφέρειας. Η μεταπήδηση από τον ένα πυρήνα στον άλλο είναι σαν ανάσα και η όποια μεταπήδηση έχει πολλές επαναλήψεις που είναι σαν αναρριχήσεις. Αναρριχάσαι σε ένα σημείο και μετά παίρνεις ανάσα και αναρριχάσαι στο άλλο σημείο. Ανάσα αναδιπλασιασμού,αυτή είναι η επανάληψη που θα δείτε στα «Γράμματα στη Μητέρα» και η οποία θα δείτε ότι,αντί να την ενοχλεί, τη βοηθά. Μια Γερμανίδα κριτικός λέει ότι η γλώσσα αυτή θυμίζει την Παλαιά Διαθήκη. Δεν ξέρω αν η Παλαιά Διαθήκη έχει τέτοιες επαναλήψεις. ΄Ισως το Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ,Ισαάκ εγέννησε κλπ. Εκτός από τις Στιγμές και τα πολύστιχα ποιήματά μου, έχω γράψει κι άλλα ποιήματα. Χαρακτηριστικό τους είναι η απογύμνωση του στίχου μέχρι πεζολογίας».
«Ποιο είναι το ιδιαίτερο μήνυμα που θέλετε να μεταδώσετε με το έργο σας;»
«Νομίζω ότι ολόκληρο το έργο μου διαχέεται από μιαν αγάπη προς τον άνθρωπο. Αυτή την αγάπη θα πρέπει να τη δούμε γενικά ως αγάπη των καλλιτεχνών, η οποία εκδηλώνεται διά της λογοτεχνίας, ως αντίδοτο της καταστροφής στην οποία μπορεί να μας οδηγήσει η σημερινή τεχνική ανάπτυξη. Το αντίδοτο σ΄αυτόν τον κατήφορο που φοβάμαι πως θα πάρουμε είναι, πλην της θρησκείας, και η λογοτεχνία. Κι ας μας λεν ότι δεν έχει απήχηση η λογοτεχνία γιατί, από πόσους διαβάζεται; Από όσο λίγους και να διαβάζεται, κάποτε διαβάζεται από εκείνους που αποφασίζουν την τύχη του κόσμου. ΄Οσο μικρή κι αν είναι η κυκλοφορία της ποίησης, πιστεύω ότι έχει να διαδραματίσει πολύ σοβαρό ρόλο. Το μήνυμά μου είναι:Η αγάπη προς τον άνθρωπο. Και ένας υπαρξιακός ρεαλισμός. Δηλαδή, εκεί που νομίζεις ότι κάτι είναι απαισιόδοξο, δεν είναι. Μονάχα που οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Πρέπει να ξέρουμε από την αρχή ότι το περίγραμμά μας είναι αυτό. Μη αναμένεις περισσότερα και να μην απογοητεύεσαι, όταν δεν βρεις περισσότερα. Κάπου λέω ότι είμαστε σαν ένα εγγεγραμμένο πολύγωνο σε κύκλο. Το πολύ πολύ, στις καλύτερές μας στιγμές, να αγγίξουμε τον κύκλο. Πέρα από αυτό τον κύκλο δεν μπορεί να πάει το πολύγωνο. Είναι αυτή η ρεαλιστική υπαρξιακή αντίκριση της ζωής. Δεν είναι απαισιοδοξία. Πάνω στην απαισιοδοξία βασίζω την αισιοδοξία. Αλλά, όπως λέμε, να ξέρουμε τι είμαστε. Να μην παρασυρόμαστε από τα παραμύθια της γιαγιάς. Επίσης, ένα άλλο μήνυμα,είναι η στοργή προς τα μικρά και καταφρονεμένα. Θα δείτε ότι, και στο πεζό και στην ποίησή μου, στρέφομαι προς τα μικρά πράγματα της ζωής και τα καταφρονεμένα. Η πρώτη κριτική που γράφτηκε για το έργο μου με ονόμαζε: Ο ποιητής των μικρών πραγμάτων. Παρέμεινα ο ποιητής των μικρών πραγμάτων».
«Πέρα από τον ποιητή, ποιος είναι ο άνθρωπος Κώστας Μόντης;»
«Είμαι πάρα πολύ δραστήριος άνθρωπος. Δεν είμαι πεισματάρης. Διαβάζω, βλέπω τηλεόραση, γράφω. Νομίζω ότι αγαπώ τον άνθρωπο. ΄Οταν δεν γράφω ποίηση, βοηθώ τον γιο μου τον δικηγόρο, παίζω με τα εγγονάκια μου».
«Ποιες οι μελλοντικές σας βλέψεις, κύριε Μόντη;»
«Δεν έχω. Γράφω ποιήματα. Δεν μπορείς να τα παρατήσεις. Μόνο σχέδια με τα εγγονάκια μου έχω τώρα. Υποσχέθηκα στον μεγάλο να τον πάρω εγώ να σπουδάσει».
«Δεν μπορείτε να μην έχετε σχέδια», παρατηρώ αυθόρμητα. «Σκεφτείτε τους νέους και τις νέες που διαβάζουν την ποίησή σας». Και τότε διακρίνω μια αποφασιστικότητα στο βλέμμα του.
Αυτά λοιπόν σταχυολογώ από τις απαντήσεις του. Για μένα ολόκληρη η συνέντευξη αλλά και η εργασία στην ολότητά της παραμένουν, στο πέρασμα των χρόνων, σημεία αναφοράς και αναμνήσεις ανεκτίμητες. Κλείνω την περιγραφή της συνάντησής μου με τον Κώστα Μόντη αντιγράφοντας μία παράγραφο της εργασίας, που θα μπορούσε να αποτελέσει τον επίλογο της εν λόγω περιγραφής:
Πόσοι άλλοι, από αυτούς που διεκδίκησαν τον τίτλο του ποιητή, κατόρθωσαν να εκφράσουν με τόση απλότητα,πληρότητα, ειλικρίνεια, τόλμη και ευαισθησία, κάποιες στιγμές αίσθησης και σκέψης της εφήμερης ζωής μας, αλλά και ολόκληρο τον πλούτο που έχει να επιδείξει η γλωσσική, ιστορική και πολιτισμική παράδοση του κυπριακού ελληνισμού; Ο Κώστας Μόντης παραμένει μια φωνή ακραιφνώς ελληνική, μα και γνήσια ανθρώπινη, για να διαλαλεί την ιδιαιτερότητα της καταγωγής του ως ΄Ελληνας αλλά και ως απλός άνθρωπος.