Ο τόπος είναι ένα από τα βασικά συστατικά τής λογοτεχνίας, τόσο της ποίησης όσο και της πεζογραφίας. Πέρα, προφανώς, από τη χωρική έκταση που είναι απαραίτητη για τη σύνθεσή της, τον χώρο δηλαδή, μεγαλύτερο ή μικρότερο ανάλογα με το είδος, τον οποίο τα γλωσσικά σημεία πρέπει να συν-καταλάβουν, ώστε να αποτελέσουν «κείμενο» στον άξονα της συν-χρονικής γλωσσικής αποτύπωσης, η λογοτεχνία έχει αναπτύξει μια πολυεπίπεδη σχέση με τον χώρο: αναφορική, μεταφορική/μετωνυμική, συνειρμική. Για να περιοριστούμε στην πεζογραφία, ο χώρος είναι πάντα συγχωνευμένος με τον χρόνο: το πού δεν μπορεί να είναι αχρονικό, αλλά ενέχει εγγενώς τη χρονικότητα, την «τέταρτη διάσταση» του μπαχτινικού χρονότοπου. Προσδιορισμένος χρονικά, ο τόπος παρέχει το σκηνικό της δράσης, ρεαλιστικό, μυθικό ή αλληγορικό, αλλά κατέχει συχνά και λειτουργικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής και στη διαγραφή των χαρακτήρων: το τι γίνεται και το ποιοι κάνουν ή παθαίνουν αυτά που γίνονται επηρεάζονται άμεσα από τον τόπο. Η χώρα, η πόλη, η ύπαιθρος, το σπίτι, ο δρόμος, το λιμάνι, η αγορά, το χωράφι, η θάλασσα διαπλάθουν προσωπικότητες, επηρεάζουν την ψυχοσύνθεση, παρέχουν δυνατότητες ή δημιουργούν εμπόδια στη δράση, φέρνουν σε επαφή ή κρατούν σε απόσταση, ελευθερώνουν ή εγκλωβίζουν τους ήρωες. Έτσι, πολύ συχνά ο χώρος από τόπος δράσης γίνεται φορέας της, δρώσα δύναμη ο ίδιος. Στον ρόλο του αυτό κομβική σημασία διαδραματίζει μια επιπλέον «διάσταση» του τόπου, μία άλλη όψη του: ο χώρος ως σχέση· ο χώρος ως δυνητικότητα σύναψης σχέσεων με τα αντικείμενα, τη φύση, τα ζώα, τις μυρωδιές, τις γεύσεις, και φυσικά τους άλλους ανθρώπους και τον εαυτό. Ο γενέθλιος τόπος, το πατρικό σου σπίτι, η γειτονιά που μεγάλωσες, η πατρίδα που άφησες πίσω, μετουσιώνονται σε συναισθήματα, ιδέες, ιδεολογία, μνήμες, ακόμη και ψυχοσωματικές αντιδράσεις τόσο για τον συγγραφέα όσο και για τον αναγνώστη. Κι αυτή του η «πέμπτη» διάσταση, η σχεσιακότητα του χώρου, αναδεικνύεται, κατ’ εμέ, με τον πιο αποτελεσματικό και ενεργό τρόπο στη λογοτεχνία.
Ένα απόσπασμα από μικροδιήγημά μου («Το ποδήλατό μου κι εγώ», περ. φρέαρ):
Θα ήταν το τρίτο ποδήλατο της γειτονιάς. Πρώτος απέκτησε ο Νίκος, ο γιος της θείας Δήμητρας. Θεία μας δεν ήταν δηλαδή, όλες τις γειτόνισσες τις φωνάζαμε θείες, τόσο κοντά τις νιώθαμε, συγγενείς. Τους άντρες τους πάλι όχι, κυρ-κάτι τους λέγαμε αυτούς, όσο να ‘ναι τους βλέπαμε πιο απόμακρους. Ωραίο, πράσινο ποδήλατο, του Νίκου, με δυναμό και γυαλιστερά φτερά. Δεύτερο πήραν στον Μάκη της θείας Καίτης. Αυτουνού δεν μου άρεσε και πολύ, όχι τόσο για το χρώμα, κόκκινο με κίτρινες ρίγες ήταν, κυρίως γιατί μπροστά απ’ τη σέλα δεν είχε το σίδερο που έπρεπε να έχουν όλα τα αγορίστικα ποδήλατα, το πήραν έτσι ανοιχτό για να μπορεί να το οδηγεί κι αδερφή του, που ήταν μικρότερη. Το δικό μου όμως θα ήταν το πιο όμορφο απ’ όλα. Κάθε βράδυ, τι βράδυ δηλαδή, πρωί-μεσημέρι-βράδυ, με φανταζόμουν να κάνω βόλτα στον καινούργιο δρόμο μπροστά απ’ το σπίτι μας – είχαν μόλις ασφαλτοστρώσει τον παλιό χωματόδρομο με τις λακκούβες – να περιφέρομαι στη γειτονιά, χωρίς να πηγαίνω κάπου συγκεκριμένα …
* Ο Σπύρος Κιοσσές κατάγεται από την Κομοτηνή. Διδάσκει γλώσσα, λογοτεχνία και δημιουργική γραφή στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Είναι συγγραφέας των βιβλίων «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου: Η συμβολή της αφηγηματολογίας» (Κριτική, 2018) και της ποιητικής συλλογής «Το κάτω κάτω της γραφής» (Μελάνι, 2018). Πρόσφατα συνέγραψε τα βιβλία «Η λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση: Ερμηνευτική, κριτική και δημιουργική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων» (Κριτική, 2020) (με την Ε. Χατζημαυρουδή) και «Μετα-γράφοντας την τέχνη: Μουσεία, πινακοθήκες και χώροι πολιτισμικής κληρονομιάς ως “τόποι” δημιουργικής γραφής» (με την Ν. Δαλακούρα). Επιστημονικά, κριτικά και λογοτεχνικά δημοσιεύματά του έχουν φιλοξενηθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.