Ο χώρος και ο χρόνος, ως το χρονοτοπικό σύστημα ενός κειμένου, αποτελούν τους δύο πυλώνες της πραγματολογικής υποστήριξής του, καθώς τίποτα δεν μπορεί να νοηθεί εκτός αυτού του συστήματος, από τη στιγμή που χώρος και χρόνος αποτελούν τη βάση για αφηγήσεις με φωνή και χαρακτήρες, με προοπτική και κίνητρα (Tversky 2004: 390). Σε αδρές γραμμές, ο χώρος στη λογοτεχνία ορίζεται ως το περιβάλλον στο οποίο ζουν και κινούνται οι χαρακτήρες μιας αφήγησης. Είναι και αυτός επινοημένος όπως η υπόθεση, οι ήρωες και ο χρόνος του λογοτεχνικού έργου, ενώ λειτουργεί ως απαραίτητο υπόβαθρο της δράσης και οικοδομείται εξ ολοκλήρου από τις γλωσσικές επιλογές κάθε κειμένου (Ronen 1986: 421).
Ο μυθοπλαστικός χώρος που κατασκευάζει ο συγγραφέας, ακόμη κι όταν αποτυπώνει υπαρκτές τοποθεσίες, δεν ταυτίζεται με τις χωρικές όψεις του κόσμου, αλλά διαθέτει μια οιονεί πραγματική διάσταση που δεν υπήρξε έως εκείνη τη στιγμή, αλλά που είναι δυνατή κατά το εικός. Πιο συγκεκριμένα, ο μυθοπλαστικός χώρος αρθρώνεται από τις αντανακλάσεις της συλλογικής µνήµης και της ατομικής εμπειρίας που εγγράφονται πάνω του και τον μετατρέπουν σε τόπο, σε µια εδαφική έκταση όπου καθοριστικά συμβάντα για το σύνολο και το άτομο (π.χ. ιστορικά γεγονότα, κοινωνικές συνθήκες, έντονες προσωπικές αναμνήσεις) τον σημαδεύουν ανεξίτηλα και ενσαρκώνονται συμβολικά από αυτόν. Η επένδυση κοινωνικών αξιών στον χώρο συγκροτεί αυτό που ονομάζεται συμβολική σχέση με τον χώρο. Αυτή η συμβολική σχέση με τον χώρο γίνεται κατανοητή, εφόσον ο τελευταίος δεν νοείται ως ένα άθροισμα υλικών δεδομένων, από τη στιγμή που η ίδια η κοινωνία διαρκώς τον «παράγει» μέσα από το δικό της σύστημα αξιών, και αντίστοιχα τα μέλη της μέσα από τα δικά τους ερμηνευτικά σχήματα.
Πιο συγκεκριμένα, ο ρόλος του τόπου στη λογοτεχνία είναι σταθερός και διακρίνεται σε τόπο της δράσης (place of action) και δρώντα τόπο (acting place). Στην πρώτη περίπτωση ο τόπος λειτουργεί ως απλό και αναγκαίο σκηνικό για όσα διαδραματίζονται, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ο τόπος θεματοποιείται (thematized space), ενίοτε και προσωποποιείται από συνυφασμένα με αυτόν βιώματα του αφηγητή ή των ηρώων (Cook 1998: 551)∙ δηλαδή, ο ίδιος ο χώρος γίνεται κεντρικό θέμα της μυθοπλασίας και δεσπόζει ως πρωταγωνιστής της, συχνά ως κοινή συνισταμένη διαφορετικών συγγραφέων που τους συνδέει ο γενέθλιος τόπος.
Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το διήγημα με τίτλο «Όλα καλά» ( «Σπουδή στο κίτρινο»). Χώρος: ο Πειραιάς. Ο πρωταγωνιστής, παρά την οικονομική του ανέχεια, δεν αποφασίζει να εγκαταλείψει τον τόπο του. Στη συνείδησή του, η φυγή συνιστά προδοσία. Ουσιαστικά ο χώρος δεν είναι ένα απλό σκηνικό αλλά ένας δρων τόπος με συμβολικές διαστάσεις.
Μάτωνε ἡ ψυχή του ἀλλὰ δὲν τό ᾿λεγε ἡ καρδιά του νὰ σπάσει τὸ συμβόλαιο πού ᾿χε ὑπογράψει μὲ τὴν πατρίδα του, νὰ μισέψει καὶ ἀπὸ μακριὰ νὰ τὴ λαχταρᾶ, σὰν τὸν Ξανθόπουλο στὶς ἀσπρόμαυρες ταινίες. Καλύτερα νὰ πιαστεῖς ἀπὸ μιὰ φρούδα ἐλπίδα παρὰ νὰ ὑποκύψεις στὴν ἀπελπισία. Τὰ πόδια του ρίξανε ρίζες βαθιὲς σὲ τοῦτο τὸν ξερότοπο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ξεριζώσει, ἕνα παρατημένο ξεροκόμματο ὁ τόπος του ποὺ κανεὶς δὲν τὸ καταδέχεται, ἀλλὰ αὐτὸς θὰ τὸ περιμαζέψει, θὰ τὸ κρατήσει σφιχτὰ στὸ χέρι του περιμένοντας ὑπομονετικὰ τὴ νύχτα νὰ τὸν καταπιεῖ. Αὐτὸς ὁ βράχος εἶναι ὁ τόπος μου, ἔλεγε. Αὐτὸς ὁ βρόχος εἶναι ὁ τόπος μου καὶ μὲ πνίγει. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἑλλάδα του, ἡ πατρίδα ποὺ ξεχνᾶ πὼς Πατρίδα εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἡ πατρίδα του, ὁ ἀκριβὸς ἐχθρός του, ποὺ ἕνα σκέλεθρο ἀπόμεινε. Δὲν χρειάζεται νὰ κρύβεσαι, ἔλεγε, σὰν λουλούδι τῆς νύχτας. Τὸ κακό, ὅπου κι ἂν εἶσαι, θὰ σὲ βρεῖ. Τὸ καλὸ πρέπει νὰ τὸ βρεῖς μοναχός σου. Ἐδῶ ἤθελε νὰ μείνει γιὰ πάντα καὶ νὰ δουλεύει μέχρι τὸ τέλος, κι ἂς ἐρχόταν τὸ τέλος νὰ τὸν βρεῖ. Ἐδῶ, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει ἀλλιῶς. Ἐδῶ, σ᾿ αὐτὴν τὴν κοσμογωνιὰ μαζὶ μὲ τοὺς νεκροὺς ποὺ κατοικοῦν τὴ μνήμη του. Ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴν ἀποικία τῶν τιμωρημένων. Ἐδῶ. Σὲ τόπο ἄδικο κι ἀδικημένο. Καλύτερα νὰ προδώσεις τὸν ἑαυτό σου παρὰ τὴ ρημαγμένη σου γῆ. Καλύτερα νὰ περιμένεις μέχρι νὰ τὴν ξαναβρεῖς – ἔστω παρδαλόστικτη μὲ χιλιάδες σκάγια στὸν κῶλο – καὶ νὰ ξαναγεννηθεῖς κι ἐσὺ μαζί της. Ἡ ἄτακτη φυγὴ εἶναι μιὰ ὀλέθρια συνήθεια γιὰ τοὺς φοβισμένους, τοὺς ἄνανδρους. Τό ᾿χε πάρει ἀπόφαση. Οὔτε ὄνειρα ἔβλεπε πιὰ οὔτε ὄνειρα ἔκανε. Ὁλομόναχος βάδιζε σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ διάσελο καὶ σκεφτόταν. (σσ. 49-50)
* Ο Δημήτρης Χριστόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και τα τελευταία 12 χρόνια μένει στον Πειραιά. Διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση. Σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία στο ΕΚΠΑ, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Δημιουργική Γραφή, στο Παν. Δυτ. Μακεδονίας, ενώ είναι υποψήφιος Δρ Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Παν. Κύπρου. Στην πεζογραφία εμφανίστηκε το 2013 με τη συλλογή διηγημάτων «Δημόσιες ιστορίες» (εκδ. Πηγή). Το 2018 από τις εκδ. Τό Ροδακιό εκδόθηκε η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Σπουδή στο κίτρινο». Στις αρχές της φετινής χρονιάς κυκλοφόρησε, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Τζίντιλι». Διηγήματα, κριτικές, άρθρα και παρεμβάσεις του δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.
Βιβλιογραφία
Cook, A. (1998). «Space and Culture», περ. New Literary History, vol. 29, no 3 (Kαλοκαίρι 1998), p. 551-572.
Ronen, R. (1986). «Space in Fiction», Poetics Today, vol. 7, no 3, p. 421-438.
Tversky, B. (2004). «Narratives of Space, Time and Life», Mind & Language, vol. 19, no 4 (September), p. 380-392.