Scroll Top

Νίκος Κατσαλίδας

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;

Άλλη είναι η γεωγραφική έννοια κι άλλη η πατρίδα της γραφής που και ταυτίζονται και αποστασιοποιούνται. Ο τόπος πίσω απ’ τον βόρειο όγκο της Μουργκάνας κατοικείται από έλληνες που στη χάραξη των συνόρων βρέθηκε εκτός της ελληνικής επικράτειας. Ο γεωγραφικός τόπος δεν επηρεάζει μόνον ένα δημιουργό, αλλά κι ομάδες δημιουργών της ίδιας γλώσσας, του ίδιου τόπου ή της ίδιας περιοχής. Οι κοντοχωριανοί μου γείτονες ηπειρώτες δημιουργοί εντός ελληνικής επικράτειας όπως κι αυτοί εκτός της, έχουν πολλά κοινά στοιχεία ύφους, γραφής, γλώσσας, τοπικότητας, που θα την ονόμαζα ηπειρώτικη ψυχοσύνθεση. Αυτός ο γενέθλιος τόπος είναι πατρίδα της ταυτότητάς μου, της ύπαρξης και της γραφής μου. Πολλές φορές αναρωτιέμαι: τι θα ‘μουν δίχως αυτό τον τόπο. Γεννήθηκα στην ορεινή Άνω Λεσινίτσα περιοχής Θεολόγου των Αγίων Σαράντα. Τ’ αρχοντικό μου είναι βυθισμένο και περιτριγυρισμένο από δάση με θεόρατες καστανιές σαν απλωμένος ουρανός πάνω από τον καβαλάρη, ανάμεσα στα δέντρα και στις λεύκες, στους κήπους και στα οπορωφόρα, στα ποτιστικά και τα ξερικά πεζούλια. Έκατσα κάτω από αιωνόβια πλατάνια ριζωμένα σαν πλοκάμια βαθιά σε βρυσομάνες που συναντιόνταν στους χόχλους και γίνονταν παραπόταμος, ποτάμι. Είδα ακροποταμιές γεμάτες δάφνες και κοτσύφια. Είδα αυγερινούς και πούλιες, αστερισμούς και φεγγάρια τόσο κοντά που μου φαίνονταν ότι θα ‘πιανα στις χούφτες από το μπαλκόνι. Τα πουλιά χειμώνα καλοκαίρι, ήταν οι κολλητοί γνωστοί φίλοι και ξέρω καλά όλα τα ονόματά τους. Το καλοκαίρι με ξυπνούσαν από τα χαράματα με τα τιτιβίσματά τους και το χειμώνα με ζητούσαν στο χιονισμένο περβάζι. Βαφτίστηκα στον Αγιώρη, χτισμένος το 1525. Στις 17 εκκλησίες του χωριού ώσπου λειτουργούσαν έζησα εσπερινούς και όρθρους. Η παλιά σκαλισμένη εξώπορτα του προπάππου ταξιδευτή στην Πόλη χτισμένη το 1895. Στο καινούργιο αρχοντικό χτισμένο από τον ταξιδευτή παππού στην Αμερική το 1932, ακόμα ευωδίαζαν οι οροφές, τα παραθυρόφυλλα και τα ντουλάπια σαν καινούργια. Μοσχοβολιές κι ευωδιές απ’ έξω κι από μέσα. Όλα αυτά ο τόπος μου. Και τα δημοτικά τραγούδια της γιαγιάς και της μάνας μου και τα βιβλία του ελληνοδιδάσκαλου λαογράφου πατέρα με ελληνικές σπουδές, στοίβες στο τραπέζι και στα ντουλάπια. Τα ήθη κι έθιμα, χοροί και τραγούδια σε γάμους και πανηγύρια γίνονταν τραγουδώντας. Ξέρω σχεδόν απ’ έξω τους στίχους των ηπειρώτικων δημοτικών τραγουδιών. Ο τόπος εντός μου και εκτός μου. Αυτός κι ο τόπος μου κι η ποίηση μου. Έβλεπα εφιάλτες κι έσφιγγα μέσα μου τον λίγο τόπο μη μου τον πάρουν και μείνω δίχως ποιητικό τόπο της μεταφορικής ποίησής μου. Αυτός ο οικουμενικός, παγανιστικός και χριστιανικός τόπος εντός μου κι εκτός μου ήταν καταλυτικό στοιχείο της φυσιολατρίας. Το τραγούδι, το σπίτι, το πουλί, το δέντρο, η βρυσομάνα, η πέτρα, ο τρούλος, το ποτάμι, ο όρθρος, ο εσπερινός, η χλόη, το κυκλάμινο, ο χιονάνθρωπος, η αύρα, η δροσοσταλιά, η χιονονιφάδα, η χελώνα, ο όφις ο οικουρός. Ο τόπος μου είναι νοσταλγία, αλγηδόνα και σημείο αναφοράς. Τόπος υπαρκτός και τόπος μεταφορικός δικός μου και της ποίησής μου. Ο τόπος είναι η γλώσσα κι όσους καινούργιους τόπους να αποχτήσεις κα καλλιεργήσεις, ο νους σου θα βρίσκεται συνέχεια σε εσωτερική παλιννόστηση. Ο τόπος κι η γλώσσα εκτιμιέται περισσότερο όταν βγαίνεις από τον τόπο σου για άλλους τόπους. Πόσο ειλικρινά μιλάει εκεί το δάσος, η κορμοστασιά των δέντρων, η πανίδα κι η χλωρίδα. Πολλές φορές αυτός ο τόπος είναι αυθεντικότερος απ’ τον κόσμο των ανθρώπων. Οι νεκροί είναι κι αυτοί ένα ατόφιο κομμάτι του τόπου και της γραφής έχοντας υπόψη ότι είναι περισσότεροι αυτοί του κάτω παρά του πάνω κόσμου . Έχω περάσει τα νεκροταφεία του τόπου, είδα αίματα, συρματοπλέγματα και χειροπέδες ένα κομμάτι αναπόσπαστο κι αυτό του αληθινού τραγικού τόπου. Όλα αυτά καταγράφηκαν στο σκληρό δίσκο της πρώτης ηλικίας όπου και τα κουβαλάς μαζί σου κι έλα να τα σβήσεις. Κάθε ποιητής εφοδιάζεται από τον σκληρό δίσκο της μικρής πατρίδας. Αυτός ο αβρός ποιητικός τόπος δεν ήταν διακοσμητικό στολίδι αλλά υπαρξιακό σημείο αναφοράς που σφίγγαμε καλά εκτός των άλλων και τον κάναμε ποίηση για να πούμε ότι έχουμε κι εμείς τον αυθεντικό τόπο μας για ‘Τα εραλδικά της κίχλης, ‘Ηλιακά ρολόγια’, ‘Όφις οικουρός’, ‘Η χλόη της ανατριχίλας’, ‘Ο παρακλητικός του ηλιοβασιλέματος’, ‘Το δαφνοπόταμο’… Τώρα ζω στην Αθήνα και τα πουλιά που ψάχνω να με καλημερίσουν, δε με γνωρίζουν και ξαναγυρίζω, ακούω νοερά τα τιτιβίσματα από τα πουλιά της μικρής μου πατρίδας, ο γενέθλιος τόπος των πουλιών μου και της γραφής μου.

Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.

Να είσαι μέσα στην Ελλάδα, νομίζω δεν πονοκεφαλιάζεις και τόσο αν λείπει κάτι από κείνη ή κάτι δεν πάει καλά πιστεύοντας ότι όπως και να ‘ναι, θα φτιάξει η πατρίδα. Όμως, να βρίσκεσαι λίγα μέτρα εκτός της και να σου λείπει ακέρια η πατρίδα νομίζω γίνεσαι πιο έλληνας απ’ αυτούς τους ανέμελους που την έχουνε δεδομένη και δεν τους λείπει.

                  ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Νόμιζα, πως θα βγαίνανε οι δώδεκα θεοί,
μα βγήκανε να με προϋπαντήσουνε οι γάτες
της Βουλής, τα περιστέρια του Συντάγματος
                                          Αθήνα 1991

Κι αφού δε βγήκαν όπως πίστευα οι θεοί να με προϋπαντήσουν με τιμές στεφανηφόρου, επειδή είχα γλυτώσει και δεν είχα καταποντιστεί πίσω από τις γκρεμισμένες γέφυρες, πορεύτηκα ο ίδιος για τον Παρθενώνα. Μία γλαύκα έσκουξε στις κλάρες της ελιάς: μας ξέχασες, δεν είναι λίγα εκατό χρόνια. Λούφαξέ την, λέω, εσύ σοφή που ζεις στον κόσμο σου και ούτε ξέρεις ότι έχει απομείναντες και πέρα από το ποτάμι. Και η μάνα μου πετροβολάει το ποτάμι, σάματις να φταίει το ποτάμι. Μα δεν ξέρω ποιος, ποιον ξέχασε, ψιθύρισα, μην άκουγε και θύμωνε η Θεά μου. Και, συγγνώμη, είπα έπειτα, Αθηνά μου, όπου τα ‘βαλα με τους θεούς και κολακεύω τα γατάκια της Βουλής και τα περιστεράκια του Συνάγματος. Αφού εσείς δε βγήκατε κι αδιάφοροι οι τσολιάδες μάτι δε γυρίσανε στο Σύνταγμα σαν πέρασα μπροστά τους, έμεινα στις αυταπάτες. Εμείς, λέει η Θεά, δεν συνηθίζουμε να πάμε εκεί κάτω στους θνητούς. Πάει καιρός όπου δεν κατεβαίνουμε. Αυτοί μας επισκέπτονται. Και με το δίκιο σου μεμψιμοιρείς για τους τσολιάδες. Αλλά εκείνοι κάνουν το καθήκον τους. Δεν πρέπει να σαλεύει βλέφαρο μπροστά στα ιερά τους. Δεν ευθύνομαι εγώ για τους τσολιάδες. Κάνουν τη δουλειά τους. Κάποτε έβγαινα κι εγώ στην Αγορά και μ’ ανοιχτό το στόμα άκουγα να ρητορεύει ο Σωκράτης. Όμως, βλέπεις τώρα εδώ μπροστά μου το νεκροταφείο με τα λείψανα της λεηλασίας; Βλέπεις τώρα τα πριονισμένα μάρμαρα του Παρθενώνα; Αφότου καλιακούδες πέσανε πάνω στα μάρμαρά μου, δεν κουνιέμαι από δω, δεν κατεβαίνω όποιοι και να είστε να σας περιμένω. Φύλακας στα μάρμαρά μου, με τη γλαύκα από κοντά μου. Και ο ίδιος ο Σωκράτης να αναστηθεί εκεί κάτω. Άσε πια κι εσύ τις αυταπάτες.

«Διαβάζοντας την Αθήνα», εκδόσεις Πατάκη
Ημερολόγιο Εταιρείας Συγγραφέων, 2018