Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες είχε πει ότι «ένας άνθρωπος βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του».
Παρομοίως, ο σκοπός της δικής μου ποιητικής διαδρομής είναι να σκιαγραφώ τις εποχές, τα ενδότερα τοπία των ανθρώπων, προθέσεις, διαθέσεις κι όλα αυτά πάνω στον καμβά της ιδιαίτερης πατρίδας μου. Συχνά σκέφτομαι ποια είναι η ιδιαίτερη πατρίδα της γραφής μου και κατά πόσο ασκεί καθοριστική επιρροή στους στίχους μου. Είναι τα Ιωάννινα όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα; Είναι η Θεσσαλονίκη όπου σπούδασα, η Κύπρος όπου εργάστηκα, ή μήπως η Αγγλία όπου για την ώρα διαμένω κι εργάζομαι; Αν κατέληγα σε κάποια από τις προαναφερόμενες γεωγραφικές τοποθεσίες, θα περιόριζα αναπόφευκτα τα σημαινόμενα των ποιημάτων μου. Κι αυτό είναι το λιγότερο που θέλει κι επιδιώκει ένας δημιουργός. Όταν οι στίχοι, σαν άλογα δίχως χαλινό, ποδοβολούν στο στέρνο του ποιητή κι ενστικτωδώς καλπάζουνε πάνω στη λευκή σελίδα, ο χώρος κι ο χρόνος υποκύπτουν κι υποτάσσονται στο άωρο και το καθολικό που κρύβει εκείνη η μαγική στιγμή της έμπνευσης. Αργότερα, ίσως με την ψύχραιμη ματιά ενός χορτάτου εραστή μετά την ερωτική πράξη, να θελήσει να δώσει ο δημιουργός και κάποιες άλλες προεκτάσεις στα γραφόμενά του, διαφορετικές από εκείνες που είχε στον νου του όταν συνέλαβε τους στίχους. Θεμιτό, όπως θεμιτό κι εύλογο είναι η ποιητική παρόρμηση να προέρχεται από τα βιώματα και την παιδική ηλικία του εκάστοτε ποιητή. Κι ίσως τελικά, αυτά τα δύο κεκτημένα να είναι η αληθινή πατρίδα του και η πατρίδα της δικής μου γραφής.
“Είμαι τα μάτια και τα χέρια της μητέρας,
τα λόγια κι οι κινήσεις του πατέρα,
τα χαμόγελα κι οι παροιμίες της γιαγιάς”
Απόσπασμα από το ποίημα «Απόπειρα Αυτοπροσωπογραφίας», ποιητική συλλογή Ενδόμυχα, εκδόσεις Ηριδανός 2011.
Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.
Γεννήθηκα Ελληνίδα. Δεν το επέλεξα, έτυχε. Μεγαλώνοντας όμως και συνειδητοποιώντας τον πνευματικό πλούτο που κρύβει η Ελλάδα σαν κερδοφόρο κοίτασμα, επιλέγω υπεύθυνα ν’ αγαπώ αυτό τον τόπο, να τον σέβομαι και να τον νοσταλγώ όσο είμαι μακριά του. Νοσταλγία, όμως, κι αγάπη για την πατρίδα δε σημαίνει απαραίτητα εξωραϊσμός και ρομαντική αναπόληση χωρίς κριτική διάθεση για τα κακώς κείμενα αυτής. Ούτε θα πρέπει η νοσταλγία αυτή να τροφοδοτεί εθνικιστικούς εγωισμούς και αισθήματα ανωτερότητας έναντι των υπόλοιπων λαών. Αυτό τον διαχωρισμό, τουλάχιστον εμείς οι νέοι που ζούμε στο εξωτερικό, πρέπει να τον εμπεδώσουμε και να τον έχουμε μπούσουλα στην καθημερινότητα. Ειδάλλως, είναι εύκολο να καταλήξουμε άθυρμα στα χέρια πατριδοκάπηλων πολιτικών. Με αυτή την κριτική διάθεση, λοιπόν, και με σημείο εκκίνησης την ωραία παιδική ηλικία που είχα στην Ελλάδα, αλλά και τα βιώματά μου ως έφηβη κι ενήλικας προτού την αποχωριστώ, έχω γράψει πολλά ποιήματα για εκείνη. Η δεύτερη ποιητική μου συλλογή («Ανάδοχοι Καιροί», εκδόσεις Γκοβόστη 2017) φιλοξενεί τα περισσότερα από αυτά.
Το Ενοικιαζόμενο
έχουν τους τίτλους ιδιοκτησίας σου
την ψιλή κυριότητα και την επικαρπία σου.
Όμως κανείς τους δεν σ’ έχει ακούσει
να κλαις τις νύχτες
για τις αγύριστες χαρές και χαρμολύπες
που σου δανείσανε κάποτε
οι ενοικιαστές σου.Κανείς δεν αφουγκράστηκε τα γογγυτά
απ’ τα πατώματα που τρίζουν εν μέσω της νυκτός
σε κάθε ξεχασμένο βηματισμό της θύμησης
που επιμένει να βαδίζει.
Κανείς τους, μονάχα εγώ
πότισα τον βασιλικό στο παραθύρι
σαν έστεκε μαραζωμένος
στο άνυδρο μούχρωμα της γειτονιάς.
Κι ήμουν εγώ που’ διωχνα τα περιστέρια
από τους κόρφους σου
μην τυχόν και μαγαρίσουν τις απλωτές αγκάλες σου
οι ερωτοτροπίες τους.
Είσαι ένα σπίτι ενοικιαζόμενο, θα πεις
Δεν επιτρέπεται να σ’ αγαπούνε
Παραπαίεις απ’ τις μισθώσεις και τα συμβόλαια
κι οι κλειδοκράτορες πολλοί
απομυζούνε τον σοβά και τον ασβέστη σου.
«Καλύτερα να φύγεις κι εσύ»,
θα μου πεις με παράπονο.
«Pacta sunt servanda»*.
Παίρνω τη βαλίτσα μου
και σε κλειδώνω στην καρδιά μου.
Ανάδοχοι Καιροί, εκδόσεις Γκοβόστη
*τα συμφωνηθέντα πάντα τηρούνται
*
ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟ
στους συλημένους τάφους των προγόνων
δάκρυα από μάτια που μείνανε ορθάνοιχτα
στης Ιστορίας την απόκοσμη όψη·
κανείς πατριώτης δεν βρέθηκε να τα σφαλίσει
Κι είναι τ’ ανάχωμα της κοιμωμένης μνήμης
σαν ένα κάνιστρο που αποζητά
μονέδες ξένων περιηγητών
για τη δικαίωση στον χρόνο.
Βρέχει
στους συλημένους τάφους των προγόνων
βρέχει και στα χαμόσπιτα
με λύσσα
να ξεπλυθούν τ’ ασπρόρουχα
απ’ όσο κορνιαχτό μάζεψε ο μόχθος
ν’ ασπρίσουνε τ’ αγάλματα
από συνθήματα οργής.
Στο μεταξύ βαλίτσες πάνε κι έρχονται
ξεπλένονται από της ξενιτιάς το χώμα
ξεπροβοδίζουνε λυγμούς
υπόσχονται ελπίδα.
Βρέχει αλύπητα
στους συλημένους τάφους των προγόνων.
Σε μια γωνιά απόμερη στα μνήματα
στέκουν τα κενοτάφια
μεράδι ενός λάκκου η σπιθαμή
στους μελλοθάνατους που καρτερούν.Ανάδοχοι Καιροί, εκδόσεις Γκοβόστη