Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους . Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;
Δεν ξέρω αν η ιστορία ή οι θεοί αποφάσισαν να γεννηθώ και να μεγαλώσω, όπως κι άλλες γενιές πριν από εμένα, εκτός της επίσημης ελληνικής επικράτειας. Η μικρή ιδιαίτερη πατρίδα μου, γεωγραφική και πολιτιστική συνέχεια του εθνικού κορμού με κοινή ιστορία, είναι ένας κλώνος πέρα του τεχνητού φράχτη.
Έφηβος ακόμη, άρχισα να διαβάζω τον τόπο μου, προσπαθούσα να ερμηνεύσω διάφορα τοπωνύμια όπως: Βουθρωτός, Φοινίκη, Ακροκεραύνια, Πάνορμος, Ωρικός, ΄Ογχησμoς, Σιμόεις, Απολλωνία κ.ά. Προσπαθούσα να καταλάβω το βαθύτερο νόημά τους και τη σχέση που έχουν με τους κατοίκους της περιοχής.
Από παιδί έζησα από πολύ κοντά το δημοτικό τραγούδι στα πανηγύρια, στα λαϊκά γλέντια και στα σπίτια του χωριού μου. ΄Εζησα από πολύ κοντά τα μοιρολόγια του τόπου μου…
Αυτό πιστεύω ήταν και το πραγματικό βάφτισμά μου στην κολυμπήθρα της πολιτιστικής παράδοσης.
Η ιδιαίτερη πατρίδα μου είναι γεμάτη από στενές κλεισούρες, όσο που επιτρέπουν να περάσει βιαστικά ένα ποτάμι, με ψηλά βουνά που οι κορυφές τους δεν αφήνουν χώρο ούτε για τα σύννεφα, περιορίζοντας ακόμη και τον ουρανό. Πολλά απ΄ τα υψώματα αντί για όνομα, φέρουν αριθμούς, όπως το ύψωμα 731 κοντά στον Αώο ποταμό στην Κλεισούρα.
Σ’ αυτόν τον τόπο, οι μύθοι, οι μνήμες και η πραγματικότητα δεν έχουν διαχωριστικές γραμμές, γίνονται ένα και, οι άνθρωποι περνούν εύκολα απ΄ την καθημερινότητα στο μύθο, από μια παλιά μπαλάντα στο σήμερα και από τον θρύλο στην καφετέρια του χωριού. Στον τόπο μας, μοιρολογούν ακόμα τους νεκρούς οι μαυροφορεμένες γυναίκες, ηρωίδες αρχαίων τραγωδιών.
Πολλά απ΄τα δικά μας σπίτια είναι χορταριασμένα. Χορταριασμένες οι αυλές, μανταλωμένες οι πόρτες. Σπίτια που περιμένουν ν’ ακούσουν τα βήματα του Χάροντα ή της Αρετής από τα ξένα.
Μοσχομυρίζουν ακόμα στις γειτονιές μας τα κυδώνια της ξενιτιάς και το δημοτικό πολυφωνικό τραγούδι δεν αποτελεί παράδοση, αλλά μέρος της καθημερινής ζωής.
΄Ενα ξεχασμένο πέτρινο αλώνι στο χέρσο χωράφι, το βογγητό του ανέμου, σε οδηγούν στο θρύλο. Κάθεσαι και γράφεις γι΄αυτά. Τα χαμένα όνειρα και οι κρυφές ελπίδες των παππούδων μας που ακόμα αιωρούνται στις πέτρινες αυλές, σε καλούν να γράψεις γι΄αυτά…
Μια χαρούμενη, γελαστή μαργαρίτα που τη μεγαλώνει ο ήλιος και η δροσιά, μπορεί να είναι και το κορίτσι που μια ζωή περίμενες και δεν συνάντησες ποτέ. Κάθεσαι και γράφεις γι’ αυτό.
Στις ακρογιαλιές του Ιονίου θα δεις το φως και τον έρωτα να στήνουν χορό πάνω στα βράχια, πάνω στα κύματα. Θ’ ακούσεις τον λυγμό της θάλασσας, τον πόνο της νύχτας και το παράπονο της γυναίκας που έχασε την ελπίδα.
Περιμάζεψα μερικές απ΄αυτές τις φωνές, τις έκανα στίχους και ποιήματα. Τίποτε το περισσότερο. Απλώς, μεταφέρω τον καημό.
Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.
Όπως αναφέρω και πιο πάνω, τα βιβλία μου έρχονται από ένα διαφορετικό, σκληρό τοπίο. Είτε αυτά είναι ποίηση ή πεζογραφία, δεν μπορεί να μην φωτογραφίζουν το σκληρό τοπίο που γεννήθηκαν και να μην ενσαρκώνουν τον ψυχικό κόσμο των κατοίκων. Τον ψυχικό κόσμο ανθρώπων που ακόμη και σήμερα, μετά από 196 χρόνια, μοιρολογούν για το θάνατο του Μάρκο Μπότσαρη κι άλλων ηρώων σαν να έφυγαν χθες, που μεγαλώνουν τα παιδιά τους με το βυζαντινό νανούρισμα, που τραγουδούν το θάνατο και τη χαρά με πολυφωνικά τραγούδια.
Ως ηπειρώτης εργάζομαι με δύο βασικά δομικά υλικά : ψυχή και πέτρα (λόγο). Όχι οποιαδήποτε πέτρα. Μόνον εκείνη που έχει καταγράψει πάνω της ως δίσκος γραμμοφώνου τις φωνές και τον πόνο, τους καημούς των κατοίκων.
Επειδή τα ποιήματα γεννήθηκαν στην πατρίδα της ομιλούσας πέτρας και του πολυφωνικού τραγουδιού, δεν γινόταν να μην επηρεαστούν απ’ την παράδοση. Πολλά απ’ τα ποιήματα έχουν μια μελαγχολία, έναν πόνο, κυριαρχεί η εικόνα της εγκατάλειψης. Η μελαγχολία και η εγκατάλειψη δεν είναι των ποιημάτων, είναι του ίδιου του τόπου και των ανθρώπων του.
Γράφω ποίηση περισσότερο ως ανάγκη, για να μοιραστώ τον πόνο και τις λαχτάρες του τόπου μας με τους λίγους αναγνώστες, «σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά» που «ελάχιστοι μας διαβάζουν» όπως γράφει ο κύπριος ποιητής, Κ. Μόντης.
ΒΟΥΒΑ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΑ
Χορταριασμένα,
βουβά καμπαναριά…
Θλίψη που ταξιδεύει μακριά,
σ’ Ανατολή και Δύση.
Σήμαντρα της Μοσχόπολης,
σήμαντρα της σιωπής,
του Βουθρωτού καμπαναριά,
που ξέχασαν
τις λέξεις και τους ήχους.
Χορταριασμένα,
βουβά καμπαναριά…
Μικρή
κι ιδιαίτερη πατρίδα μου,
Ρίγανη και πίκρα
μοσχοβολούν τα ρούχα μου,
του βουνού φασκόμηλο,
σοφό μελισσοβότανο.
Θλίψη που ταξιδεύει μακριά,
σ΄Ανατολή και Δύση.
Μικρή
κι ιδιαίτερη πατρίδα μου,
Ρίγανη και πίκρα
μοσχοβολά ο τόπος μας,
λιβάνι του θανάτου
που μας αδερφώνει…
(Απ΄την ποιητική συλλογή ΜΟΝΟΤΟΞΑ, εκδόσεις ΟΡΟΠΕΔΙΟ, 2018 )
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου