Ονόμασα τα μάτια σου, όταν πια είχε αδειάσει από κόσμο η πλατεία. Ήξερα πως ένα όνομα δεν θα μπορούσε να δει, έτσι θα ήταν γλυκύτερος ο πόνος. Σκιές οι άνθρωποι μες στη φυγή τους, άφηναν πίσω τους υπάρχοντα και κρύες λέξεις. Δυο τρία βήματα και τέλος. Τρίκλιζε ο τελευταίος ιδαλγός παραπατούσε στα συντρίμμια της ιστορίας που ωφελήθηκε σε τόσους θανάτους και μοίρασε δόξες αδιακρίτως. Οι φιλόξενοι συνδαιτυμόνες γνώριζαν ασφαλώς όσα προηγήθηκαν. Κρατήθηκαν από το γείσο ματαιοπονώντας για την τύχη: Έλεγαν τάχα πως ένα αστραφτερό υπάκουο χέλι κατάφερε τις καρέκλες να επιστρέψουν τη σιωπή τους στην πλατεία. Ήταν ευκαιρία να διορθώσω ό,τι είδα των απόντων. Κράτησα το μερίδιο της ευθύνης μου κοίταξα τον ουρανό κι αποχαιρέτισα δυο ξεχασμένους γλάρους που επέστρεφαν. Ο δημόσιος φωτισμός, την ίδια πάντοτε ώρα ως όφειλε, εξαπλώθηκε, ερημώνοντας ακόμη περισσότερο την ερημιά. Όλη η πείρα των ανθρώπων που επενδύθηκε στη σφύζουσα από την προηγούμενη ζωή, έγινε με μιας αχλή που γύρευε διέξοδο, αλλά από πού. Τα όρια είχαν συστραφεί και στο απόγειο της δόξας του το κύρος της ήττας. Γι’ αυτό σου λέω ονόμασα τα μάτια σου για να δραπετεύσω απ’ τις αισθήσεις κι ελεύθερος πια να σιγουρέψω χτίζοντας με τις λέξεις, ότι και αύριο θα χρειαστεί να υπηρετήσουμε στην ίδια πλατεία τη θητεία μας.
Οι καρέκλες επιστρέφουν την σιωπή τους στην πλατεία – Του Βαγγέλη Τασιόπουλου
Από CULTURE BOOK
24/03/2020