Προτού καταπιαστεί κάποιος με το ερώτημα για τη φύση της θέσης του ποιητή στην ελληνική κοινωνία -σύγχρονη εκδοχή της κοινωνίας- οφείλουμε ν’ ανοίξουμε το φακό και να διευρύνουμε τη συζήτηση, φέροντας τον προβληματισμό για το αν πρώτα απ’ όλα έχει θέση η ποίηση στις τρέχουσες συγκυρίες.
Μένοντας μακριά από αντανακλαστικές απαντήσεις και πρόθυμοι να αντικρίσουμε μια σκληρή, κυνική πραγματικότητα, προκύπτει το αγωνιώδες ενδεχόμενο, να μην έχει θέση η ποίηση, και ως εκ τούτου και ο ποιητής, στην κοινωνία όπως αυτή έχει διαμορφωθεί και εξελίσσεται.
Τι προάγει και επιβραβεύει, με ποικίλους τρόπους, αυτή η κάπως γενική έννοια της κοινωνίας; Δίχως να δύναται να παρουσιαστεί εν προκειμένω μια εξαντλητική ανάλυση, κάποιες απαντήσεις που αναδύονται είναι ο ανταγωνισμός, η ατομικότητα, η ταχύτητα και η απόσταση, η τεχνοκρατία, η εχθρότητα και το μίσος για το διαφορετικό, η πληθώρα αλλά όχι ο ουσιαστικός πλούτος, η ταχύτατα εναλλασσόμενη και ακοπίαστη κατανάλωση. Κατανάλωση ειδών, ιδεών, σχέσεων, ανθρώπων, έρωτα.
Τι θέση μπορεί να έχει η ποίηση, μέσα στην πνευματικότητά της, τη μεταφυσική της υπόσταση, το μυστήριο και το πάθος μέσα σε μια εποχή που μεθοδικά φονεύει το θεϊκό; Τι θέση μπορεί να έχει ο ποιητής, τουλάχιστον αυτός που παραμένει έντιμος και δεν σχετίζεται με τη δημιουργία του με όρους εμπορεύματος;
Το ερώτημα, ωστόσο, δεν είναι αδιέξοδο. Η ποίηση, ακόμα και αν δεν έχει θέση, οφείλει να τη δημιουργήσει. Πρωτίστως, σαν αντίπαλο δέος στο υπαρξιακό σκοτάδι που μας περιβάλλει, στο συναισθηματικό μούδιασμα, την πολιτική καταπίεση, την κοινωνική αδικία που μας πνίγει. Ο ποιητής είναι ο άνθρωπος που μετουσιώνει την πρωτόγονη κραυγή σε λέξεις. Και αυτή ενδεχομένως να είναι η μόνη του ποιοτική διαφορά, καθώς εντός της έννοιας του ανθρώπου εσωκλείονται όλες οι αξίες που παραδοσιακά τού αποδίδονται.
Στη συνέχεια, μετατρέπει τη φωνή του σε κάλεσμα, όχι με τον ελιτισμό του διανοούμενου, αλλά με την έγνοια του συντρόφου και τη σεμνότητα του ανθρώπου που δεν έχει τις απαντήσεις, και μοιράζεται τον πόνο και την αγανάκτηση. Ο ύστατος προορισμός των στίχων δεν είναι οι προθήκες των βιβλιοπωλείων αλλά τα χείλη εκείνων που αγωνίζονται, είτε στους δρόμους σε ιστορικές επαναστάσεις είτε μέσα σε τέσσερις τοίχους σε σιωπηλές συγκρούσεις που ποτέ δε θα εξυμνηθούν.
Και ύστερα, σαν γόνιμη παρότρυνση για έναν έντιμο κόσμο, μοιραζόμενος το προσωπικό του όραμα με τους συνανθρώπους. Ένα όραμα προσωπικό μεν αλλά βασιζόμενο στις πανανθρώπινες αξίες του σεβασμού, της αλληλεγγύης, της στοργής, της αυθεντικότητας, του έρωτα.
Αυτό που προκύπτει ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό του ποιητή, είναι το χρέος. Το χρέος της θέσης του ως όντος που ζει εν ποιήσει, ελεύθερος από ενδεδυμένους ρόλους, να κρατά ζωντανή την αντίφαση σε έναν κόσμο που εχθρεύεται ή -ακόμα χειρότερα- λοιδορεί για ν’ αφοπλίσει την ποιητικότητα.
Φυσικά, τα ζητήματα αυτά εντείνονται ιδιαίτερα όταν εμφανίζονται οι αναπόφευκτες κρίσεις του κυρίαρχου συστήματος. Οι προσταγές, βέβαια, παραμένουν οι ίδιες καθώς η έμφαση οφείλει να δίνεται στα αίτια και όχι στις αφορμές που οδηγούν στις κρίσεις. Όσο δεν πλήττονται τα θεμέλια ενός δυσλειτουργικού και απάνθρωπου συστήματος, τέτοιες καταστάσεις θα έρχονται και θα παρέρχονται περιοδικά και νομοτελειακά.
Για τον ποιητή μια καινούρια πρόκληση αναδεικνύεται και μια ευκαιρία να ωριμάσει σαν σκεπτόμενο, συναισθανόμενο και δημιουργικό ον. Οι νέες περιστάσεις απαιτούν νέους μηχανισμούς συσχέτισης. Τολμώντας να αποδώσουμε στον ποιητή το δικαίωμα να φανεί, ως άνθρωπος και αυτός, εγωιστής, η ποίηση αποτελεί πρωταρχικά τη σωτήρια λέμβο του, το καταφύγιο όπου μπορεί να καταφεύγει για ν’ αντέχει.
Αναγνωρίζοντας -πέρα από τα οποιαδήποτε εγωιστικά κίνητρα του δημιουργού- ότι το δικαίωμα στην ποίηση μοιράζεται μεταξύ ποιητή και αναγνώστη, η ποίηση έρχεται να υποστηρίξει τον αναγνώστη στις εκάστοτε δυσχερείς συνθήκες. Το πιο προφανές, ως μια σύνδεση με έναν άλλον άνθρωπο, ως σχέση και ταύτιση που διαρρηγνύει τη μοναξιά, τη φυσική ή υπαρξιακή.
Όταν ο ποιητής δεν κλείνεται στον εαυτό του, όταν η γραφή του δεν ματαιώνεται ως εσωστρεφής αυτοσκοπός με εμμονή στην υστεροφημία, αλλά υπάρχει ως μοίρασμα, τότε δρα σαν προστατευτικός παράγοντας. Η ποίηση, όπως και κάθε τέχνη που γίνεται με νοιάξιμο και φροντίδα, όσο μπορεί και συνεχίζει να υπάρχει στο πλάι μας, συνεχίζει να μας κρατάει ζωντανούς, να θρέφει την ανάγκη για ομορφιά, για συγκίνηση, για στοχασμό και να μας θυμίζει, παρά τις δυνάμεις που προωθούν αβυσσαλέα τη λησμονιά και την απάθεια, ότι ο αγώνας δεν έχει χαθεί ακόμα.
* Ο Γιώργος Σύρρος γεννήθηκε στη Λάρισα το 1989. Είναι κλινικός ψυχολόγος. Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές (Περιμένοντας το ποδήλατο, Διασχίζοντας το μεταίχμιο, Απόχρωση).