Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην καθημερινότητα της κοινωνίας;
Εξυπακούεται η ιδιαιτερότητα του ποιητή και του έργου που παράγει, στον βαθμό, βέβαια, που εξυπακούεται και η ιδιαιτερότητα οποιουδήποτε άλλου κλάδου ή λειτουργίας που φιλοδοξεί να επιτελεστεί στη δημόσια σφαίρα.
Στην καθημερινότητα της κοινωνίας, ασφαλώς, η θέση του ποιητή είναι κατεξοχήν περιθωριακή, όπως προκύπτει, εξάλλου, από την αναγνωσιμότητα του είδους που καλλιεργεί και από τις κυρίαρχες ευαισθησίες του συνόλου. Διατηρεί, ωστόσο, την εύλογη ισχύ της η ικανότητά του να διακρίνει τον ζόφο, να συλλαμβάνει την απελπισία, να διακατέχεται από δυσθυμία για ό,τι τον περιβάλλει – και, το κυριότερο, σε στιγμές που αυτά μοιάζουν αόρατα, ή έστω δυσδιάκριτα, για τους άλλους.
Και με αυτό δεν εννοώ το κόρδωμα της αυτολύπησης ή τον επινοημένο, σε ορισμένες περιπτώσεις, εικονικό κι επίπλαστο πεισιθάνατο ιδεασμό. Εννοώ εκείνη την ανεπίδεκτη έκφρασης αίσθηση που προκύπτει, όταν προσπαθεί κανείς να συντονιστεί με τη συγκυρία, ει δυνατόν με βραχεία κεφαλή προπορευόμενος, προκειμένου ν’ αποτυπώσει μ’ ενάργεια και σαφήνεια αυτό που πάει στραβά∙ εννοώ τον φόβο και την αγωνία, όταν αφήνει την εποχή του να τον σφραγίσει κι εκείνη, για να παραφράσω τον Οδυσσέα Ελύτη, αποπειράται να τον παραχαράξει.
Εννοώ, ακόμη, το ουδέποτε ευχαριστημένο, το ουδέποτε ακριβές, τη συναίσθηση γι’ αυτό που διαφεύγει, αυτό που όσο και να λειάνει, όσο και να επεξεργαστεί –αν λέει, ζητώντας να σημάνει, αν, και χωρίς να πει, σημαίνει–, θ’ αναγκαστεί, ελιοτικά, να συνθηκολογήσει και να παραδοθεί: «Thatisnotitatall,/ ThatisnotwhatImeant, atall».
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού έχει ιδιαίτερο ρόλο η ποίηση;
Στον δέκατο, ήδη, στίχο της Ιλιάδας διαβάζουμε: «νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὄρσε κακήν, ὀλέκοντο δὲ λαοί». Το κείμενο, λοιπόν, που έχουμε διδαχθεί να ταυτίζουμε με τις απαρχές της λογοτεχνίας ξεκινά με μιαν επιδημία, η οποία και θέτει σε κίνηση τα όσα είναι να συμβούν.
Και πώς θα μπορούσε η ποίηση να μιλήσει για τη νόσο, αυτήν που η Σούζαν Σόνταγκ αποκαλούσε «νυχτερινή ζώνη της ζωής, μια δεύτερη, πιο δυσβάστακτη, υπηκοότητα»; Υπάρχουν, μήπως, αυτά που δεν αγγίζονται; Αυτά που πρέπει ν’ αποσιωπώνται; Μπορεί ο ποιητής, στον βαθμό που η κοινή εμπειρία δεν του είναι ξένη, να υποδυθεί τον πάσχοντα; Ή τον ιατρό και τον νοσηλευτή; Συχνότερα, νομίζω, θα έχει ως καθήκον του τη διαγνωστική του τι συμβαίνει, θα γίνεται ο μελετητής των συμπτωμάτων και ο μαντατοφόρος τους.
Σε κάθε κρίση, και στη συγκεκριμένη, θέτουμε, ακόμη, το ερώτημα του κατά πόσο η ποίηση θα μπορούσε να σταθεί και πώς να εξυπηρετήσει, ως δυνητικό ανάγνωσμα, τον άνθρωπο που βιώνει την όποια κατάσταση και αντιμετωπίζει τον αντίκτυπό της.
Κάπου εδώ εισέρχεται, πιάνοντας το νήμα από τα παραπάνω ειπωμένα, το ευτυχές παράδοξο της ποίησης, ότι, δηλαδή, κατορθώνει να καταστεί μέγιστη καταλυτική παρηγοριά, όταν μετατραπεί σε κοινό αίσθημα εκείνο το ως τότε ατομικό. Και η ποίηση, την ώρα εκείνη, όχι μόνο αποδεικνύει την εγκυρότητα της φωνής της, καθώς προλαμβάνει τον κύκλο των διακυμάνσεων της ανθρώπινης ιστορίας, τη χάση και τη φέξη της χαράς μας, αλλά και γίνεται η ίδια μεθοδολογία αντιμετώπισης και υπέρβασης του ζόφου.
Επικαλούμενη το παρελθόν, υπενθυμίζει ότι τίποτα απ’ αυτά δεν είναι πρωτόγνωρο – όλα τα έχουμε ξαναζήσει, στις επαναφορές και τις επαναλήψεις τους. Αντλούμε την καταγωγή μας από τους επιζώντες. Καθώς διαβάζουμε, βρίσκουμε τις ρωγμές της ζωτικότητάς τους, αποκτούμε την επίγνωση αυτού που μας είναι υπαρξιακά απολύτως απαραίτητο, όπως και των δυνατοτήτων που διαθέτουμε για να το προστατέψουμε, να το διασώσουμε, να το διαφυλάξουμε. Κι εκεί τοποθετείται, καθησυχαστική, με τη δύναμη της προσαρμοστικής υπόστασής μας, η υπόσχεση ενός τετελεσμένου μέλλοντα.
* Ο Γιάννης Δούκας γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει φιλολογία και Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Τα ως τώρα βιβλία του: Ο κόσμος όπως ήρθα και τον βρήκα (Κέδρος, 2001), Στα Μέσα Σύνορα (Πόλις, 2011), Το σύνδρομο Σταντάλ (Πόλις, 2013). Εκτός απροόπτου, φέτος το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει, πάλι από τις εκδόσεις Πόλις, το νέο του ποιητικό βιβλίο με τίτλο η θήβα μέμφις.