Η είσπραξη νοήματος και αυτοπραγμάτωσης του ατόμου, η κοινωνική δικαιοσύνη και η αγαστή συνύπαρξη κοινωνικών συλλογικοτήτων και λαών, όπως και η επιβίωση του ανθρώπινου είδους, των έμβιων όντων και του πλανήτη αποτελούν βασικά θέματα και ερευνητικά πεδία, έγνοιες και αγωνίες τόσο στην επιστημονική κοινότητα, ιδιαίτερα αυτή των ανθρωπιστικών επιστημών, όσο και στους ποιητές και τους λογοτέχνες. Η ποίηση και η λογοτεχνία, όπως και η τέχνη γενικότερα αποτελούν για τον άνθρωπο ως δημιουργό – πομπό – συνομιλητή αλλά και ως αναγνώστη – δέκτη – συνομιλητή το δέντρο από τις ρίζες του οποίου θα πιαστούμε και το κλαδί του, όπου θα πατήσουμε για να κελαηδήσουμε τις χαρές και τις λύπες μας και ν’ ανοίξουμε τα φτερά μας. Η λογοτεχνία και η ποίηση αφορούν στην έκφραση και την αφήγηση που διασώζει τη μνήμη και την ιστορία του ατόμου και του ανθρώπινου γένους. Αφορούν επίσης στην έκφραση των θεάσεων, του ονείρου, της φαντασίας, των φαντασιώσεων και των ιδεών, μέσα από τις οποίες επινοεί και γεννά νέους κόσμους, νέα φτερουγίσματα και παράγει νέα εμπειρία και γνώση. Η επιστήμη με την έρευνα της εμπειρίας παράγει θεωρητική και τεχνολογική γνώση, ενώ η τέχνη παράγει βαθύτερη, πιο ολοκληρωμένη και κατά συνέπεια πιο ουσιαστική γνώση και ενόραση, καθώς η ίδια της αποτελεί βίωση και εμπειρία, η οποία αγγίζει, και τον συγκινησιακό νου και τον νοητικό, και το εξωλογικό, και το φαντασιακό, και το ιαματικό, και το μελλούμενο.
Ένα λογοτέχνημα ποιητικής γραφής ή πρόζας, είτε όταν το γράφουμε είτε όταν το διαβάζουμε, μπορεί να μας δώσει τέτοια ερεθίσματα που μπορούν να προκαλέσουν διεργασίες αυτοανάλυσης, κάθαρσης, αυτογνωσίας. Επίσης, μέσω της φαντασίας και της ομορφιάς όσο αφορά την αισθητική της γραφής αλλά και των σημαινομένων της, των θεάσεων και των ιδεών του δημιουργού, της συν-κίνησης – συγκίνησης, της ενδοβολής, και της ταύτισής μας ως αναγνώστες, μπορεί να μας εμφυσήσει, ελπίδα και πίστη στο όνειρο, οράματα και ιδέες, δύναμη να αντισταθούμε στο σκοτεινό που μας κατοικεί και μας περιβάλει απειλητικά, να διεγείρουν ψυχικές δυναμικές που μπορούν να μας ωθήσουν προς ανώτερα πεδία ωριμότητας και ανάληψης προσωπικής ευθύνης απέναντι στον εαυτό και στον άλλον, ανάληψη κοινωνικής ευθύνης και ευθύνης για τον περιβάλλοντα χώρο του πλανήτη που μας φιλοξενεί και που βάλλεται οικτρά.
Στον σύγχρονο κόσμο μας σήμερα παρατηρούμε καθηλωμένοι σχεδόν τις έντονες τάσεις απαξίωσης της ζωής και της αυτοκαταστροφικότητας του ανθρώπου, σε ατομικές ή συλλογικές εκφάνσεις που αφορούν από τη μια σε ενδοψυχικά, διαπροσωπικά και ψυχοκοινωνικά αίτια και από την άλλη σε κοινωνικοοικονομικά και κοινωνικοπολιτικά.
Σε ατομικό επίπεδο, ο άνθρωπος εκδηλώνει επιθετική συμπεριφορά απέναντι στον εαυτό, στον άλλον, στη φύση και στα έμβια όντα της, ορμώμενος από το ένστικτο επιθετικότητας και τις ακραίες εκφάνσεις του ένστικτου επιβίωσης, τα οποία ενυπάρχουν στον ψυχισμό του και τα οποία εκδηλώνονται λόγω αισθημάτων απειλής, ανασφάλειας, φόβου, από την ανάγκη ελέγχου και κυριαρχίας, από άγνοια, από έλλειψη παιδείας και ευαισθησίας, από άκρατη βουλιμία και ολέθριο κυνήγι πλουτισμού και ικανοποίησης ίδιων αναγκών και συμφερόντων, καθώς και από άγνοια ή απώθηση της αυτοκαταστροφικότητάς του.
Σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, σε επίπεδο κοινωνικών αξιών και πολιτικοοικονομικών στοχεύσουν και δράσεων, το κεφάλαιο, αυτή η μονοκρατορία του χρήματος και του οικονομικού κέρδους ως απόλυτη και κυρίαρχη αξία, με αρωγούς τον φονταμενταλισμό και τον εθνικισμό, επισκιάζει τα ανθρωπιστικά ιδεώδη, αναπαράγει ανασφαλείς και χειραγωγημένες και οικονομικοπολιτικά εξαρτημένες κυβερνητικές δομές, εκκολάπτει, γεννά, πουλά και σκορπά βία, πολέμους κι ολοκαυτώματα, τρομοκρατικές ενέργειες και αυτοπυρπολήσεις, φανατικούς, τζιχατζιστές, μισθοφόρους εμπόλεμων συρράξεων, μαστροπούς, βιαστές και θύματά τους, πείνα, ξεριζωμένους και θαλασσοπνηγμένους πρόσφυγες ή στην καλύτερη περίπτωση πειθήνιους καταναλωτές μιας επίπλαστης ευμάρειας.
Στην προσωπική μου αντίληψη η ποίηση σηματοδοτεί τη φωνή της φωνής και της ύπαρξής μας ως άτομα και ως ανθρώπινο γένος, τη μελωδία, τον σπαραγμό και το όραμα του εσώτερου πυρήνα μας ως άτομα και ως συλλογικότητες. Ο δημιουργός τέχνης και τέχνης του λόγου τρέφεται από την κοινωνική πραγματικότητα γύρω του και την τρέφει. Ο ποιητής είναι κάτι περισσότερο απόπομπός και δέκτης από τα οποία χαρακτηρίζεται ο ενεργός πολίτης. Ο ποιητής προσπαθεί μέσω της τέχνης που δημιουργεί να είναι κάτι παραπάνω και πέρα από τον εαυτό του, προσπαθεί να μετατεθεί σε μια πληρότητα της ζωής. Κατά τον Ερνστ Φίσερ μέσω της τέχνης το ξεχωριστό άτομο συγχωνεύεται με το σύνολο, συμμετέχει στα βιώματα, τις εμπειρίες και τις ιδέες ολόκληρου του ανθρώπινου γένους.
Είναι αναγκαίος παρά ποτέ ο ρόλος του ποιητή σήμερα, στην εποχή της μετα-μετότητας, της βεβαιότητας των αβεβαιοτήτων, της κατακερματισμένης ζωής, του αλλοτριωμένου Εγώ και της σύγχυσης στην αίσθηση ταυτότητας/ταυτοτήτων του ατόμου απ’ τη μια, και του ναρκισσισμού, της ατομικότητας και της ομφαλοσκόπησης απ’ την άλλη, καθώς και το επιστέγασμα της υπέρτατης κυριαρχίας του χρήματος που ποδηγετεί και κατασπαράσσει τους πάντες και τα πάντα με αποτέλεσμα την έξαρση της επιθετικότητας, της βίας και των πολεμικών συρράξεων, τον αφανισμό ανθρώπων και τον διαμελισμό χωρών και εθνοτήτων εν μια νυκτί. Φοβάμαι ότι οι σύγχρονοι ποιητές ή όσοι οικειοποιούνται τον τίτλο του ποιητή δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες που επιβάλει ο ρόλος του. Αναδύονται ερωτήματα για την μελλοντική ύπαρξη της ποίησης, την επισκίαση του λόγου από την εικόνα, την παρακμή της λογοτεχνίας κλπ, ωστόσο, η ποίηση και η λογοτεχνία θα είναι εδώ όσο υπάρχει ο άνθρωπος. Ίσως το ζητούμενο να είναι ο ποιητής να ξαναγίνει “ποιών”, όπως διατείνεται ο Μπόρχες. Βεβαία τίθεται το ερώτημα αν θα προλάβει, καθώς ο σύγχρονος άνθρωπος διακατέχεται από έντονες αυτοκαταστροφικές ενορμήσεις τις οποίες δυσκολεύεται να τιθασεύσει. Έχω την αίσθηση πως το ζητούμενο είναι η ποίηση και η τέχνη του λόγου γενικά να ξαναπάρει τον ρόλο του ιχνηλάτη στη συλλογική μας συνείδηση και στη διαδρομή μας στο χρόνο, το ζητούμενο είναι ο άνθρωπος να γίνει υποκείμενο της ιστορίας του. Ναι, θεωρώ ότι ο ρόλος του δημιουργού-ποιητή είναι πρωτίστως αυτός του ιχνηλάτη.
Δεν συμμερίζομαι αυτούς που υποστηρίζουν ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να μας αλλάξει. Πότε πότε αναρωτιέμαι τί θα ήμασταν δίχως την λογοτεχνία ως άτομα και ως κοινωνικές συλλογικότητες. Προσωπικά αισθάνομαι βαθιά ευγνωμοσύνη για τα πολύτιμα δώρα που μου έχει προσφέρει στην αναζήτηση και δόμηση της αίσθησης του εαυτού και του συστήματος αξιών μου, στην εδραίωση της θεώρησης και στάσης ζωής μου. Έχω την αίσθηση ότι λίγο πολύ κάπως έτσι νιώθουν οι περισσότεροι σε σχέση με την τέχνη του λόγου ως βιωμένη εμπειρία γραφής και ανάγνωσης. Το διατύπωσε πολύ ωραία ο Οδυσσέας Ελύτης: «Ἡ ποίηση δέν μπορεῖ ν’ ἀλλάξει τόν κόσμο. Αὐτός ἀλλάζει μέ τίς πράξεις. Ἀλλά ἡ ποίηση μπορεῖ ν’ ἀλλάξει τίς συνειδήσεις, κι αὐτές κατευθύνουν τίς πράξεις. Ἔτσι, ὁ ἐπηρεασμός γίνεται ἔμμεσα.»[1].
Υπό αυτήν την έννοια η λογοτεχνία και ο ιχνηλάτης ποιητής μετασχηματίζοντας και απαλύνοντας τον ανθρώπινο πόνο, αρθρώνοντας ιδέες και θεάσεις, αγγίζοντας το συνειδητό και το ασυνείδητο του δημιουργού και του αναγνώστη, τον συγκινησιακό και νοητικό νου τους, μπορούν να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο του ανθρώπου, προς την ανθρωπινότητα και την αναζήτηση της ομορφιάς και του καλού τιθασεύοντας το κτήνος μέσα του. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να αναπτύξει την ικανότητά του για υγιή αγάπη προς τον άλλον, προς τον εαυτό και τον κόσμο που τον περιβάλει. Στο βάθος όλοι μας επιζητούμε την πραγμάτωση της πανανθρώπινης ανάγκης μας να αγαπάμε και ν’ αγαπιόμαστε, δηλαδή τη βίωση της υγιούς αγάπης ως δώρο και αντίδωρο. Δυστυχώς όμως ακόμη δεν μάθαμε ν’ αγαπάμε και ν’ αγαπιόμαστε κι ο χρόνος επείγει. Η λογοτεχνία, και ο ιχνηλάτης ποιητής καλούνται να μερώνουν τους δαίμονες μέσα μας και ν’ ανοίγουν δρόμους.
Παραθέτω δυο σχετικά ποιήματά μου από δυο ποιητικές συλλογές μου μαζί με ένα ανέκδοτο ποίημα μου που θα συμπεριληφθεί σε συλλογική έκδοση της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης με θέμα τον πόλεμο.
Θ Α Π Α Ι Ξ ΟΥ Μ Ε Τ Ο Ν Π Ο Λ Ε Μ Ο
Μόνο οι νεκροί έχουν δει το τέλος του πολέμου
ΣτρατηγόςMcArthur
Θα παίξουμε τον πόλεμο είπαν
Παιδιά που από νωρίς την αθωότητα είχαν απεκδυθεί
Εσείς πολεμιστές και πόλεμος
Εμείς υποκινητές της ήττας ερωδιών και κολεοπτέρων
Εσείς δορκάδες διαμελισμένες το τέλος του πολέμου θά ‘χατε δει
Εμείς ολέθριοι εξολοθρευτές δορκάδων
Δεινοί εκδοροσφαγείς καταπατητές καθημαγμένων τόπων
Τη φρίκη του πολέμου θα πουλάμε με κροκοδείλια δάκρυα
Θα τη διανέμουμε σε ακριβά παράθυρα
ΔΚΧ, Λιγοστεύουν οι λέξεις, (Μελάνι, 2017, σ. 64)
*
ΔΕΗΣΗ
Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Γιώργος Σεφέρης, «Το ναυάγιο της “Κίχλης”»
Για τα δάση τα έκπαγλα που φλέγονται έκπληκτα
Για τους δούρειους λύκους με τα μάτια τα γυάλινα
Για τη στάχτη που σβήνει στου νομά το περπάτημα
Για τον κύκνο που πνίγεται στη λάσπη της λίμνης
Για τον άνδρα που κλαίει μπρος σε Ανδράποδα
Για τα άπληστα βουλιμίας τα δύσμορφα στόματα
Για μένα που τυλίγομαι απαθής στο κουκούλι μου
Για τις μέρες τις άδοξες του σκότους του άναρχου
Για την κόρη την άχρονη όταν ρόδο το αμάραντο
ΔΚΧ, Όλα σιγούν εκκωφαντικά, ηχούν ακατάληπτα, (Ρώμη, 2020, σ. 13)
*
«Angelus Novus»
[ο δύστηνος άγγελος]
ακινητεί αναμένοντας την Ιστορία με πετρωμένα το πέταγμα, τη ματιά την αναπνοή
Heiner Müller, «Δΰστηνος Άγγελος»
ο πλάστης μου με ονόμασε Angelus Novus
μου προσέδωσε διφορούμενη παιδικότητα πρόωρου γήρατος
το κεφάλι μου τερατόμορφο κύημα ανωριμότητας
τα φτερά μου ανασηκωμένα σε καθήλωση απόγνωσης
τα μάτια βγαλμένα το βλέμμα στραμμένο στην αποστροφή
το στόμα δείχνει τα δόντια στο συναπάντημα με τον Άλλον
με αποκάλεσαν Άγγελο της ιστορίας ξέρετε
συνονθύλευμα πολέμων και ουτοπίας δηλαδή
οι συρράξεις στο σώμα σκάνε σαν μανιτάρια
η πορεία μου γραμμή αίματος κορυφώνεται σβάστικα
αγγυλοτό περιδέραιο σφηνώνεται στα τέσσερα σημεία
και στραγγαλίζει το λαιμό του ορίζοντα
η χείριστη μορφή μου μετά το προπατορικό μύθευμα
με τρέφει η αντι-ποίηση του συλλογικού προσώπου μου
η μαζική βαρβαρότητα που βουλιάζει
είμαι ο δύστηνος άγγελος αλίμονο
βλέπω μπροστά κι όμως κοιτάζω πίσω
παραπαίω ανάμεσα σε καμένο χώμα και χίμαιρα
όμως πλέον η χίμαιρα μπορεί και να μην είναι χίμαιρα
η απαρχή αστράφτει προσιτά απρόσιτη
ο φόβος γεννά παραφορά μα και μεταφορά
η πρώτη μορφή της ελπίδας ο φόβος είπαν
η πρώτη εμφάνιση του νέου ο τρόμος
του νέου που τρέμω να φτάσω
(Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Με λένε Εύα»)
[1] Συν τοις άλλοις,37 Συνεντεύξεις (+CD) Ελύτης Οδυσσέας, Επιμέλεια Ηλιοπούλου Ιουλίτα, εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, 2011.