Τη στιγμή που ο κόσμος όλος εξουσιάζεται, καθοδηγείται, καταπιέζεται και ελέγχεται από το πανίσχυρο δίδυμο Παγκοσμιοποίηση-Τεχνοκρατία, με τον κυνισμό και τον αντιρομαντισμό που όλο αυτό σέρνει πίσω του σαν την ουρά του, μαζί με ό,τι στρογγυλοκάθεται στον αντίποδα της ανθρωπιάς, της ενσυναίσθησης, της συμπόνοιας, της κοινωνικής ισότητας, του σεβασμού στο περιβάλλον και στην οικολογική αλυσίδα, τη στιγμή που τεχνολογικοί Κολοσσοί και οι μεγιστάνες ιδιοκτήτες τους πετάνε σύγχρονα μπιχλιμπίδια, χάντρες, φωτάκια και ζαχαρωτά με ψηφιακή μορφή, για να θαμπώνουν, για ν’ απασχολούν, να ξεγελούν και να γλυκαίνουν τα δισεκατομμύρια των εθισμένων χρηστών που καταναλώνουν ακόρεστα megabites και pixels, τη στιγμή που ο μισός πλανήτης βρίσκεται στα χέρια ημιπαραφρόνων ή εντελώς παραφρόνων ηγετών, παντελώς αδιάφορων για τη μοίρα του ανθρώπου και του πλανήτη ολόκληρου, έτοιμων ανά πάσα στιγμή να πατήσουν το γνωστό κουμπί που θα επιφέρει ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα «δωρεά» στην ανθρωπότητα, τη στιγμή που ένα μέρος των υπολοίπων αποτυγχάνουν να συμφωνήσουν σε κάθε Σύνοδο για την κλιματική αλλαγή, τη στιγμή που άλλοι έχουν εγκαταστήσει ή τείνουν να εγκαταστήσουν ακροδεξιές κυβερνήσεις, την ίδια στιγμή που σύγχρονα ναζιστικά κινήματα ευγονικής γεννιούνται, όπως το πρόσφατο των προγενετιστών για την παραγωγή «ανώτερων ανθρώπων», την ίδια στιγμή ακριβώς που όλα αυτά το κοσμοϊστορικά συμβαίνουν, ένας ποιητής, όπως ένας συνηθισμένος άνθρωπος, σαν μια μικρή, αόρατη κι ασήμαντη κουκίδα ζει στο περιθώριο της ζωής των γεγονότων και του ποιήματος που σκαρώνει κάθε φορά, νιώθοντας πιο άβουλος, άχρηστος, απενεργοποιημένος κι ανήμπορος από ποτέ, μια που αδυνατεί να δράσει δυναμικά και να γίνει έστω για λίγο επιδραστικός στην κατακλυσμιαία ροή των γεγονότων και των εξελίξεων.
Όταν η περιρρέουσα πολεμική ρητορική γειτονικών και μη γειτονικών χωρών, που έχουν ξεθάψει από καιρό το τομαχόουκ του πολέμου και το κραδαίνουν απειλητικά σε γειτονικές χώρες, ως συνέπεια αλυσιδωτών κρίσεων, στη μοναδική στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας όπου η ανθρωπότητα καλείται να διαχειριστεί [να διαχειριστεί;] πέντε και έξι ακόμα παράλληλες και απανωτές κρίσεις, την υγειονομική, την οικονομική, την ενεργειακή, την περιβαλλοντική την επερχόμενη επισιτιστική και κατά τόπους όπως στη χώρα μας και την εθνική, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι δεν βλέπουμε ισχυρές αντιπολεμικές, φιλειρηνικές και ανθρωπιστικές συντονισμένες δράσεις να συμβαίνουν.
Είναι τέτοια η δραματική πύκνωση των δραματικών εξελίξεων που βιώνουμε καθημερινά που κανονικά με όλα τα μέσα αντίδρασης και αντίστασης που διαθέτουμε, κυρίως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και όχι μόνον, η αντίδραση και η αντίσταση θα έπρεπε να είναι τόσο ισχυρή που να ταρακουνήσει τον πλανήτη ολόκληρο, κι εδώ ο μέσος ευαισθητοποιημένος άνθρωπος ίσως αναρωτηθεί πού πήγαν και κρύφτηκαν οι ποιητές που συνήθως διαφημίζουν την περιβόητη ευαισθησία τους.
Ο ποιητής κάθεται στη γωνιά του, σκαρώνοντας ποιήματα, βιβλία και φεισμπουκικές αναρτήσεις που συχνά έχουν ενδιαφέρον, αλλά είναι προϊόντα εσωτερικής κατανάλωσης, γιατί όπως αποδεικνύεται έχουν επιδραστική ή συνεργατική δράση στα μέλη μιας μικρής ομάδας ανθρώπων στους οποίους απευθύνονται και που σίγουρα δεν διαθέτουν καμία ανατρεπτική δράση γιατί η δομή της δράσης τους και το κοινό στο οποίο απευθύνονται είναι τέτοιο που δεν έχει τη δύναμη ν’ αγγίξει, να επηρεάσει, ν’ αλλάξει, πόσο μάλιστα ν’ ανατρέψει τα δεδομένα.
Έτσι ο μεμονωμένος ποιητής καταλήγει σαν τον μέσο άνθρωπο που αισθάνεται μόνος και αβοήθητος έχοντας παραλύσει από τον τρόμο των συγχρονισμένων υπερ-απειλών που δέχεται από το μέγεθος των ορμητικών και καταστροφικών γεγονότων, μη βρίσκοντας μια χειρολαβή πίστης ή επαναστατικής πνοής για να πιαστεί και ν’ ανασάνει.
Ο ποιητής γράφει τα ποιήματά του, κι οι νέοι ποιητές και όχι μόνον, γράφουν καλή ποίηση, κάτι που -ναι- είναι ένας ατομικός και υπέροχος πάντα τρόπος να διαδηλώσει κανείς ειρηνικά, κι η Ποίηση είναι ένα περίστροφο που όταν τραβάς την σκανδάλη εκπυρσοκροτεί μια μαργαρίτα. Το πρόβλημα με την καλή ποίηση είναι ότι εμφανίζεται μεν όπως της πρέπει σε έντυπα και ψηφιακά περιοδικά, σε ψηφιακούς κόμβους και σε blogs, σε βιβλία έντυπα και ηλεκτρονικά, σε ένα πλήθος αναρτήσεων, και σε μύριες όσες ψηφιακές πλατφόρμες που διαβάζει η υποψιασμένη μειοψηφία, όμως με εξαίρεση τα διεθνή Φεστιβάλ που οργανώνονται προκειμένου να επιτύχουν μεγαλύτερη απήχηση, στην ουσία τα ποιητικά κείμενα μένουν εγκλωβισμένα «αντιλαλώντας» στα «τοιχώματα» των υπολογιστών, δεν φτάνουν δηλαδή εκεί που οφείλουν να φτάσουν ως έργα τέχνης του λόγου, ως φορείς ισχυρών πολιτικών και πολιτισμικών ερεισμάτων, με ισχυρά μηνύματα γεμάτα ανθρωπιστικό περιερχόμενο, προκειμένου ν’ αγγίξουν ανθρώπους που έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν και να ταράξουν τα πράγματα. Φυσικά δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα ότι και να έφταναν σε παραλήπτες με δύναμη και ισχύ, δεν θα απωθούνταν ή δεν θα απαξιώνονταν.
Μια άλλη πικρή πικρότατη διαπίστωση είναι το γεγονός ότι το ποιητικό επιδραστικό κύμα δεν φτάνει ποτέ και στον σκληρό επιστημονικό πυρήνα, ή ίσως αγγίζει τις όποιες εξαιρέσεις για να μην γενικεύω επικίνδυνα. Είναι όμως γεγονός αναμφισβήτητο ότι στην εποχή της υπερ-εξειδίκευσης σε όλους τους επιστημονικούς και εργασιακούς τομείς, τα δυνατά μυαλά της ανθρωπότητας που έχουν στρέψει τη δύναμή τους σε τεχνοκρατικούς τομείς -οι οποίοι και αθρόα χρηματοδοτούνται από τους ίδιους πολυεθνικούς Κολοσσούς, κάτι που την ίδια στιγμή στερούνται οι ανθρωπιστικές επιστήμες οι οποίες και ολοένα μαραζώνουν και συρρικνώνονται- οι άνθρωποι αυτοί οι υπεραπορροφημένοι από τις νέες έρευνες, τις νέες εξελίξεις και τα επιτεύγματά τους, επικεντρώνονται στο απόλυτα συγκεκριμένο αντικείμενό τους χάνοντας συνήθως τη μεγάλη εικόνα. Πόσο απασχολεί ο ουμανισμός, δηλαδή η περίφημη υπεράσπιση της ύπαρξης με τις πολυποίκιλες διαστάσεις της, την σκληροπυρηνική επιστημονική κοινότητα των ηλεκτρονικών, ρομποτικών, ψηφιακών ερευνών και επιτευγμάτων της τεχνητής νοημοσύνης, των μεγαλεπήβολων οικονομοτεχνικών σχεδιασμών για Τραπεζικούς Οργανισμούς και άλλα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, των διαστημικών προγραμμάτων, των φυσικών, πυρηνικών ερευνών που χρηματοδοτούνται με πακτωλό χρημάτων προς όφελος της εξέλιξης και παραγωγής νέων όπλων και υπερόπλων κυριολεκτικού αφανισμού; Πόσο χρόνο μπορούν να διαθέτουν για να «φιλοτεχνούν» γύρω τους το μεγάλο κάδρο, προκειμένου να καταλάβουν [να καταλάβουν;] και πόσο τους απασχολεί η εκμετάλλευση και κατάθεση της διάνοιάς τους για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων και όλων των άλλων ειδών σ’ έναν πλανήτη που εκπέμπει απελπισμένα sos;
Μήπως είναι υπερβολικά απασχολημένοι με την εξειδίκευσή τους που προκαλεί ένα είδος στενομυαλιάς, χαμένοι μέσα στον στρόβιλο των φιλοδοξιών τους για υπέρμετρη δόξα, επαίνους, βραβεία και υπέρογκες αμοιβές που φουσκώνουν την αλαζονεία τους και τους εξασφαλίζουν υπερπολυτελείς ζωές που ζούνε με κόστος τις εξαγορασμένες τους συνειδήσεις;
Στην εποχή της υπερπληροφόρησης όπου ο χρόνος και η ύπαρξη σπαταλούνται αποκτώντας νόημα από την ατέρμονη και επιπόλαια έκθεση σε πληροφορίες που φέρουν όλες τις αποχρώσεις της αλήθειας και του ψέματος, κι όχι από τη συστηματική ανάγνωση και την εμβάθυνση σε καλά βιβλία, την εποχή που όλοι γράφουν και λίγοι διαβάζουν, έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να συμβεί μια παγκόσμια κατακραυγή, ένα κίνημα αντίδρασης κι ανατροπής αν στερηθεί ο κόσμος το ιντερνετικό καναβούρι τύπου wi-fi που τον ταΐζουνε, παρά για τον κίνδυνο ενός πυρηνικού ολέθρου, και αυτή από μόνη της είναι μια εντυπωσιακή διαπίστωση.
Υπάρχει όμως μια ακτίνα φωτός και αισιοδοξίας σε όλο αυτό το τοπίο της φαινομενικής ανημπόριας, όπως για παράδειγμα το τεράστιο κύμα από τους σχεδόν τριάντα χιλιάδες νέους ανθρώπους -το νέοι άνθρωποι αξίζει να υπογραμμιστεί- που έσπευσαν πρόσφατα στη συναυλία του ράπερ Λεξ στη Θεσσαλονίκη, γεμίζοντας ένα τεράστιο στάδιο, υποστηρίζοντας με ενθουσιασμό έναν καλλιτέχνη που προάγει μέσω του νέου τύπου μουσικής της εποχής μας, μια ποιοτικότερη εκδοχή της λόγω του χαρακτηριστικού πολιτικοποιημένου του στίχου.
Αυτό είναι ένα ελπιδοφόρο γεγονός, το γεγονός ότι δηλαδή η Ποίηση θα μπορούσε να ταρακουνήσει, να συγκλονίσει, ν’ ανατρέψει, να προκαλέσει μέσω της μουσικής, έχοντας βρει τη θέση που της ανήκει δικαιωματικά στα τραγούδια που συγκινούν [συν-κινούν] μεγάλες ομάδες ανθρώπων, μέσα στον γενικότερο ζόφο που περικλείει μέσα του την ψυχολογία, κυρίως των νέων ανθρώπων της generation z, της γενιάς zero, της γενιάς μηδέν, της γενιάς της επαφής χωρίς επαφή, και πολλών άλλων δεινών, όπου στον κόσμο των μεσηλίκων κανείς δεν φαίνεται ν’ αναρωτιέται και ν’ ανησυχεί για το πόσο σοβαρό είναι να νιώθεις ότι ζεις στο μηδέν, όπου τίποτα και κανείς δεν έχει πια νόημα ή αξία.
Εδώ στο σημείο μηδέν λοιπόν αποδεικνύεται γιατί η ποιητική φωνή είναι τόσο αναγκαία όσο και η μουσική. Είναι ο πιο ειρηνικός, έντιμος και πολιτισμένος «ήχος» για την αφύπνιση της ανθρώπινης συνείδησης.
Η Ποίηση είναι ο πιο ευγενικός τρόπος για να διαδηλώνει κανείς κοινωνώντας την ανάγκη για μια ανθρωποκεντρική εποχή, όταν αυτό που χάνεται είναι η ανθρωπιά και η συνείδηση του κόσμου. Αν ο άνθρωπος δεν επιστρέψει στον άνθρωπο τότε η κοινωνία αυτή, ο κόσμος ολόκληρος είναι καταδικασμένος στη βία, στο έγκλημα, στη βαρβαρότητα, στην αποξένωση, στη χυδαιότητα, στη φαυλότητα, στην αποκτήνωση στον μεταφορικό και κυριολεκτικό χαμό του.