Scroll Top

Μιχάλης Μοδινός – Λογοτεχνία και κοινωνία: λίγες σκέψεις για μια πολυκύμαντη σχέση

Η σχέση λογοτεχνίας και κοινωνίας δεν ήταν ποτέ ακύμαντη. Η γραφή βυθίζεται σε ποικίλους βαθμούς στο κοινωνικό υλικό, το ψηλαφεί, το περιγράφει, το αναπαριστά, επιχειρεί να του δώσει μορφή έτσι ώστε τα χαοτικά γύρω μας πράγματα να αποκτήσουν νόημα. Άλλοτε πάλι τους στρέφει την πλάτη και βυθίζεται σε εσωτερικές εστιάσεις και μικροκόσμους, κάτι σαν τον διογκούμενο σήμερα ναρκισσιστικό ταυτοτισμό. Όλα τούτα επηρεάζονται από τάσεις και μόδες, από στοχεύσεις και πολιτικοκοινωνικά συμφραζόμενα.
Καθώς οι κοινωνίες αλλάζουν σήμερα ραγδαία και επιταχυνόμενα, καθώς οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι περίπου ασύλληπτες, οι επιστήμες του ανθρώπου στέκουν απέναντι στις διαρκείς μεταλλάξεις αμήχανες και αντιφατικές. Κυρίαρχη θεωρία δεν υφίσταται, πρότυπα, αξίες και αναλυτικά εργαλεία καταρρέουν. Αυτό ωστόσο που δεν μπορούν να κάνουν οι κοινωνικές επιστήμες –το βλέπουμε ξεκάθαρα εδώ και σ’ όλο τον κόσμο- καλείται να το κάνει επαρκέστερα η τέχνη και ειδικότερα η μυθοπλασία. Πώς; Επαναφέροντας ένα είδος συνθετικής προσέγγισης στα πράγματα που μπορεί να οδηγήσει, αν όχι σε απτά πολιτικά αποτελέσματα, πάντως σε σφαιρικότερη κατανόηση του κόσμου και ιδεατά σε εν δυνάμει λύτρωση. [Ή καλύτερα ας πούμε κάθαρση, μιας και η αρχαιοελληνική αυτή έννοια, κεντρική στην τραγωδία, έχει επιπροσθέτως απτές συμπαραδηλώσεις με το κεντρικό πλέον οικολογικό αίτημα.]
Έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι π.χ. το φαινόμενο του θερμοκηπίου ή ο πυρηνικός όλεθρος -που επανήλθε πρόσφατα ως απειλή- δεν είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν με επαρκή μέσα στο κοινό, ούτε άλλωστε στις ανεπαρκέστατες πολιτικές ηγεσίες των ημερών μας. Ένας πρώτος λόγος είναι ότι η επιστημονική γνώση κοινοποιείται ευρύτερα μέσω του αντιφατικού και δυσνόητου λόγου ενός εκπαιδευμένου ιερατείου που αναπαράγει «εσωτερικά» συμφέροντα μέσω του εκάστοτε Παραδείγματος που διακονεί. Ένας άλλος λόγος είναι ότι οι αλλαγές που συμβαίνουν γύρω μας είναι συχνά μη αντιληπτές από τα αισθητήρια όργανά μας ή και έξω από το πεδίο των εμπειριών μας. Ένας τρίτος ότι νοιώθουμε πως παρόμοια φαινόμενα δεν μας αφορούν άμεσα και όσο για τα παιδιά και τα εγγόνια μας, έ! ας βρουν εκείνα τις λύσεις. Ένας τέταρτος είναι η εγκατάλειψη στη μοιρολατρική πεποίθηση ότι σε τελευταία ανάλυση είναι δουλειά της τεχνολογίας (και για πολλούς της αγοράς) να υποδείξουν και επιβάλλουν διεξόδους. Και ένας πέμπτος ότι η ανθρωπότητα έχει κοντή μνήμη, ειδικά σε καιρούς ραγδαίων εξελίξεων και άμετρης πληροφοριακής ροής. Γι’ αυτό, ο λεγόμενος «λαός» που όλοι επικαλούνται ή και αγιοποιούν, συνεχίζει απερίσπαστος την πορεία του ακόμη και εν μέσω των αλλεπάλληλων κρίσεων, με επιταχυνόμενη καταναλωτική βουλιμία και παράλογη απληστία, επαναλαμβάνοντας περίπου τελετουργικά τις ίδιες καθημερινές «χειρονομίες».
Ίσως λοιπόν πέφτει στις πλάτες της λογοτεχνίας το καθήκον της κατασκευής του περιγράμματος ενός κοινωνικού μέλλοντος που δεν είναι απλή γραμμική συνέχεια του παρόντος, ενός πλαισίου όπου τα υποκείμενα της δράσης κινούνται πειστικά μέσα στον χαοτικό κόσμο της κοινωνίας του ρίσκου και της αβεβαιότητας. Σε τελευταία ανάλυση, η σημερινή λογοτεχνία οφείλει να αναδομήσει τα εργαλεία της και ήδη το κάνει σε μεγάλο βαθμό, στοχεύοντας σ’ ένα ενοποιητικό όραμα αφηγηματικού και επιστημονικού/ δοκιμιακού λόγου. Η αφθονία πληροφοριών στις μέρες μας αποτελεί πρόκληση αλλά και παγίδα. Απαιτείται αυτοσυγκράτηση και χαμηλοί τόνοι αν είναι να αποδώσεις τον υπόκωφο θρήνο γι’ αυτό που έχει ήδη χαθεί. Απαιτείται λελογισμένη επανεπίσκεψη του παρελθόντος, συνθετική δουλειά βασισμένη στην άφθονη περιρρέουσα γνώση, σεμνότητα ενώπιον ενός μέλλοντος όπου βασιλεύει η αρχή της απροσδιοριστίας και όπου η ύπαρξη και μόνο του παρατηρητή τροποποιεί το αντικείμενο της παρατήρησης, όπως μας διδάσκει η κβαντική φυσική. Απαιτείται ακόμη αίσθηση του κυκλικού και επιταχυνόμενου χρόνου – του χρόνου-ακορντεόν ή καλύτερα του σπειροειδούς χρόνου. Και ίσως ίσως, πάνω απ’ όλα –κι αυτό είναι ίσως ένα κεντρικό δίδαγμα– απαιτείται λιτότητα των μέσων εν μέσω της πληροφοριακής και ενεργειακής εντροπίας, αν είναι να ικανοποιηθεί το αίτημα του οργανικισμού, της παραδοχής δηλαδή ότι «ένα συν ένα κάνουν δύο και κάτι».
Καλούμαστε στις μέρες μας να κατανοήσουμε και αποδώσουμε όχι πια την πραγματικότητα αλλά την απώλεια. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η φύση, ακόμη και εγκιβωτισμένη, καθημαγμένη ή ποδηγετημένη, συνιστά τον καθρέφτη όπου μπορούμε να διακρίνουμε το ανεστραμμένο μας είδωλο – την αναδιατύπωση των ιδρυτικών μύθων της ανθρώπινης κοινωνίας. Παραμένει μ’ άλλα λόγια ο εν δυνάμει κεντρικός ήρωας της αφήγησης της ανθρώπινης περιπέτειας, που κάποιοι ακόμη την ονομάζουν λογοτεχνία.