Scroll Top

Ζωή Σαμαρά – Μένει κανείς εδώ;

   Σε μια εποχή που «καθένας χωριστά ονειρεύεται», είναι μάλλον ανέφικτο για το λογοτέχνη να ασχολείται με τα θαύματα ή τα δεινά της κοινωνίας. Κλείνεται στο δικό του όστρακο και ψάχνει στο σκοτάδι να ανακαλύψει τον εαυτό του, που κρύβεται κυρίως από τον ίδιο. Και είναι αλήθεια ότι αν αντλήσουμε τη θεματική μας από τον κόσμο γύρω μας, το κείμενό μας, όσο μυθοποιημένο και αν είναι, θα θυμίζει δελτίο ειδήσεων. Όταν συνομιλώ νοερά με τον Καζαντζάκη ή τον Σεφέρη, νοσταλγώ το παρελθόν, τίποτε σημερινό δεν με εμπνέει. Το «τίποτε», φυσικά, υπερβολή, μήπως ταρακουνηθούμε, μήπως αντικρύσουμε την πραγματικότητα με σθένος.
Ας σκεφτούμε όλοι τον αγαπημένο μας πεζογράφο ή ποιητή. Και αυτή τη φορά ας αφήσουμε τους τεθνεώτες στη γαλήνη της αθανασίας τους. Σας προσκαλώ να προσθέσετε στη λίστα μου το όνομά του. Ονόματα λογοτεχνών που, και όταν μιλούν για κάτι προσωπικό, εσύ ξέρεις ότι βογκούν κάτω από το βάρος της πραγματικότητας που δεν μπορούν να αλλάξουν. Γι’ αυτό αγκαλιάζουν τον άνθρωπο και προσπαθούν να του δώσουν τη δική τους δύναμη να παλέψει. Ο Γιώργος Μαρκόπουλος κρατά ψηλά τη σημαία της κοινωνικής ποίησης και συγκλονίζει. Ο Γιώργος Χουλιάρας επιτρέπει στο παίγνιο και στο λογοπαίγνιο να μας παρασύρουν σε διονυσιακό γλέντι, να αφαιρέσουμε τη μάσκα από πρόσωπα και πράγματα.
Και όμως, δεν υπάρχει μονάχα ένας τρόπος να μιλήσουμε για τον περίγυρό μας. Πολύ παλιά διάβαζα πρώτα την κοινωνία ή και το σύμπαν, μετά σκεφτόμουν, μετά έγραφα. Με τα χρόνια, ωστόσο, έγινε σαφές ότι ο εξωτερικός κόσμος είναι πιο πλούσιος, όταν περικλείεται στη γραφή του άλλου. Τότε άρχισε να με εμπνέει ένα βιβλίο, πεζό ή ποιητικό, περισσότερο από τα κοινωνικά δρώμενα που περιέγραφε, ακόμη και από την κύρια πηγή της δημιουργικότητας, τη γλώσσα. Ο τρόπος που βλέπει ένας συγγραφέας τον κόσμο με υποχρεώνει να τον ξαναδώ και να επιλέξω, ανάμεσα σε όλες τις ερμηνείες που ξεδιπλώνονται μπροστά μου, αυτήν που είναι πιο κοντά στη δική μου ματιά.
Ανακαλύπτω την πρωτοτυπία μου, όταν υποκλίνομαι μπροστά στη δημιουργία του άλλου. Την ίδια στιγμή αντιλαμβάνομαι ότι ανήκω στο σύνολο.
Παρέα με τον Baudelaire δεν νιώθουμε ποτέ μοναξιά. Συχνά αναρωτιόμαστε. Γιατί χρειάζονται οι ποιητές σε χαλεπούς καιρούς; Μα τότε ακριβώς χρειάζονται. Να βοηθήσουν τον άνθρωπο να περάσει μέσα από δάση συμβόλων, να τα προκαλέσει με το βλέμμα του να τον κοιτάξουν σαν φίλοι από τα παλιά. Να ενεργοποιήσουν τη μνήμη, τη φαντασία του.
Και είναι τότε που, εφησυχασμένη κάτω από τη σκιά των δένδρων, ακούω τη φωνή του Γιώργου Μαρκόπουλου:

– Ανοίξτε το φως, ανοίξτε τα παράθυρα.

Αλήθεια, τι ντροπή
να πεθαίνουμε στα άσπρα μας σεντόνια
ενώ όλοι οι φίλοι μας σκοτώθηκαν στο πεζοδρόμιο.
(«Επί πιστώσει», Η Κλεφτουριά του Κάτω Κόσμου)

Και, στο Λεξικό αναμνήσεων, σε εντελώς διαφορετικό πνεύμα, που ο αναγνώστης του δεν μπορεί να μη συμμερίζεται, ο Γιώργος Χουλιάρας, αφού αναρωτηθεί,
Εγώ είμαι στο βιβλίο; (Λήμμα «Εγώ;»),
με την πρωτότυπη παράδοξη σκέψη του, διαπιστώνει τελικά ποιος θα ήθελε να είναι:
Θα ήθελα να είμαι κάποιος άλλος που θα ήθελε να είμαι εγώ.
(Λήμμα, «Επιτάφιο»)
Το ταξίδι μέσα από τον άλλο. Ένα εγώ χωρίς ερωτηματικό.