Scroll Top

Ajmer Rode – Επτά ποιήματα – Μετάφραση: Μανώλης Αλυγιζάκης

Ο Ajmer Rode έχει γράψει ποίηση, δράμα, πεζό λόγο κι έχει μεταφράσει από τη γλώσσα του Παντζάμπ στα Αγγλικά. Τα έργα του περιλαμβάνονται σε φημισμένες ανθολογίες και στις δύο γλώσσες και χρησιμοποιούνται σε πανεπιστήμια του Punjab, και στο Νέο Δελχί της Ινδίας. Το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής του περιλαμβάνεται στο βιβλίο του 1000 σελίδων, Leela (συν-συγγραφέας N. Bharati), το οποίο αναγνωρίστηκε κριτικά ως ένα εξαιρετικό ποιητικό επίτευγμα του 20ου αιώνα. Ο Ajmer θεωρείται ιδρυτής του Καναδικού δράματος Punjabi και το έργο του Komagata Maru παρουσιάστηκε σε ψηφιακή μορφή πρόσφατα και δημοσιεύθηκε on-line από το Πανεπιστήμιο Simon Fraser του Καναδά. Ο Ajmer υπηρέτησε στο Εθνικό Συμβούλιο της Ένωσης Συγγραφέων του Καναδά το 1994 και προέδρευσεt της Επιτροπής Συλλόγων Φυλετικών Μειονοτήτων. Τα βραβεία του περιλαμβάνουν το βραβείο Lifetime Achievement Award από το Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας (2013), το βραβείο ποίησης του Ιδρύματος Anᾱd (2010), το βραβείο Best Overseas Author από το τμήμα Punjab Languages (1994). Πριν ασχοληθεί μόνιμα σαν συγγραφέας το 1994, ο Ajmer εργάστηκε ως Επίκουρος Καθηγητής, μηχανικός υπολογιστών, μηχανικός σχεδιασμού και εκπρόσωπος υπερθέρμανσης του πλανήτη σε διάφορα ιδρύματα και εταιρείες.

ΠΑΡΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ

Πάρε τα δυο μου χέρια
και μ’ αυτά φτιάξε οκτώ πόδια
δώσε τα στην αράχνη
που βούτηξα στο ζεστό νερό
του νεροχύτη της κουζίνας

Θα κρύψω τα χέρια μου
στα μακριά μανίκια
και με το πινέλο στο στόμα
θα τελειώσω τον πίνακα
μα πάρε τα δυο μου χέρια

Αν η αράχνη που κούρνιασε
μέσα στη σιωπή πεθάνει
θα υφάνει τον επόμενο ιστό της
στην ψυχή μου
μαζί μου θα ταξιδέψει
σ’ όλες της τις ζωές
ογδόντα τέσσερις εκατοντάδες
χιλιάδες και παραπάνω

TAKE MY HANDS

Take my two hands
make eight feet of them
give them to the spider
I soaked in hot water in
my kitchen sink.

I will hide my arms
in long sleeves, will
finish the last painting with
brush in my teeth
but take my two hands.

If the spider
curled up into
silence, dies
she will weave her next web
in my soul
she will travel with me
through all the lives
eighty four hundred thousand
and more

*

ΚΆΛΛΗ

Η Κάλλη μ’ ακολούθησε έξι μίλια
ως το παζάρι
που τα ζώα συναλλάσσονται
σαν τους σκλάβους
γελάδες, κατσίκες, ταύροι, καμήλες.

Η μαύρη Κάλλη ήταν όμορφη, έξι χρονών
βουβάλα στην ακμή της ηλικίας της.
Μα ήταν στείρα. Απόφευγε τους βούβαλους
είχε αποφασίσει να μην γκαστρωθεί.

Κι αφού ήταν δύσκολο να την ταΐζουμε
αποφάσισε ο πατέρας μου
να την πουλήσουμε. Υπάκουσε
καθώς την έσερνα απ’ την αλυσίδα

η μια άκρη στο χέρι μου
η άλλη γύρω στο λαιμό της.
Εγώ ήμουν δεκαπέντε χρονών.
Η νευρικότητά της εξαφανίστηκε
μόλις εμπήκαμε στην αγορά
εκεί που έμποροι είχαν κρατήσει
το χώρο του ο καθένας

σαν γαμήλιες συμφωνίες
σ’ εβδομαδιαία εφημερίδα.
Η Κάλλη κάθισε στο χώμα
τα μάτια της δίχως συναίσθημα
σαν ασκητής που πλησίαζε στο νιρβάνα του.

Κι έκατσα, κι εστάθηκα και βημάτισα τριγύρω
σαν μοσχάρι παραμελημένο.
Κανείς την Κάλλη δεν αγόρασε
και μ’ ακολούθησε πίσω στο σπίτι
οχτώ μίλια μακριά.

Ήμουν αβέβαιος αν ο πατέρας μου
ήταν χαρούμενος ή λυπημένος
μαζί που επιστρέψαμε.
Την είδε απλά σαν μέλος της οικογένειας
που είχε ξαφνικά χάσει το τραίνο.

KALLI

Kalli followed me eight miles
to the market where
animals were traded like slaves.
Cows goats bullocks camels

Kalli was black beautiful and six
prime age for a water buffalo.
She was dry. Repelled bulls as if she had
decided never to go green.

Hard to afford, my father decided
to sell her.
She obeyed as I led her
by the steel chain, one end in my hand

the other round her neck.
I was fifteen. Her nervousness was over
soon after we entered the market
where sellers occupied

their given spaces like matrimonials
on a large weekly page.
Kalli sat down with no emotion in her eyes
like an ascetic close to nirvana.

I sat stood walked around like a
neglected calf. Nobody bought Kalli.
She followed me 8 miles back home

I wasn’t sure if Father was sad
or glad to see her back. He just
looked at her like a family member
who had missed the train.

*

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΟΥ

Αν ξέχασες τ’ όνειρό σου
μη σε πειράζει
το είδα με τα δικά μου μάτια.

Η μορφή που στάθηκε μπροστά σου
με το μπουκέτο τα τριαντάφυλλα
δεν ήμουν εγώ.

Το χέρι που σ’ αγκάλιασε σφιχτά απ’ τη μέση
δεν ήταν δικό μου, ούτε τα δάχτυλα
που παίξαν τα μαλλιά σου.

Η ομπρέλα που ξαφνικά ξέφυγε απ’ το χέρι σου
κι υψώθηκε κι εξαφανίστηκε στα σύννεφα
ήμουν εγώ
που σ’ άφησα ελεύθερη
μες τη βροχή
να περπατάς και να γελάς
να τρέχεις και να γλιστράς
προτού ξυπνήσεις.

YOUR DREAM

If you have forgotten your dream
don’t worry
I saw it with my own eyes.

The figure that stood before you
with a bouquet of fresh roses was
not me.

The arm that wrapped round your
waist tightly was not mine, nor the fingers
that stroked your hair.

The umbrella that suddenly escaped from
your hand and disappeared in the sky
was me
leaving you free
in the rain
to walk, laugh, run and slip
before you wake up

*

ΣΦΙΧΤΗ ΑΓΚΑΛΙΑ

Αν αγκαλιάσεις τη γυναίκα
περισσότερο απ’ όσο περίμενε
θα σ’ ανταμείψει στη στιγμή
με πιθανότητες πολλές.

Μία απ’ αυτές θα `ναι:
τούτη είναι η τελευταία σου αγκαλιά
μ’ αυτή τη γυναίκα

ή και μ’ όλες τις γυναίκες.

Εκτός και αν,
εννοώ αν είσαι τυχερός,
μπορεί η αγκαλιά σου να την αλλάξει
σε νέα, ανόητη κοπελίτσα
πρόσωπο καλυμμένο από κρινάκια
έτοιμη ν’ αγαπήσει, μακριά να φτάσει.

Βλέπεις λοιπόν πόσο λίγο χρειάζεται
χιλίων λογιών αγάπη για να ζήσεις
αν ξέρεις πόσο σφιχτά
να την αγκαλιάσεις.

A LITTLE EXTRA HUG

If you hug a woman
a bit longer than she expected
you will be instantly rewarded
with scores of possibilities.

One of which is:
this will be your last hug
with that woman

or with any woman.

On the other hand,
I mean if you’re lucky,
she may turn into a grown-up child
looking silly
face covered with lilies
ready to fall in love, go further.

See how little it takes to experience
one of the myriad forms of love
if you know the amount
of that little extra hug.

*

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΜΟΥΣΤΑΡΔΑΣ

Αν δεις ένα γέρο να κάθεται μόνος
στη στάση του λεωφορείου
κι αναρωτηθείς ποιος είναι
μπορώ να σου πω.
Είναι ο πατέρας μου.
Δεν περιμένει το λεωφορείο ή κάποιο φίλο του
κι ούτε ξεκουράζεται
πριν συνεχίσει το δρόμο του.
Δεν σκοπεύει να ψωνίσει
στα κοντινά καταστήματα
απλά κάθεται εκεί στο παγκάκι

Συχνά μιλάει και χαμογελά.
Κανείς δεν τον ακούει.
Κανείς δεν ενδιαφέρεται.
Κι ο πατέρας μου αδιαφορεί
αν κάποιος τον ακούει ή όχι.
Σειρά αυτοκίνητα, λεωφορεία κι άνθρωποι
περνούν από μπροστά του.
Ποτάμι εικόνες, παρομοιώσεις
κι ομοιομορφίες περνούν απ’ το νου του.
Όταν όλα σταματούν στη διασταύρωση
στο χωριό του είναι μεσάνυχτα
και ξημερώνει όταν τα φώτα αλλάζουν σε πράσινο.
Όταν κάποιος κορνάρει
του γείτονά του ο σκύλος γαυγίζει.

Όταν κάποιο κίτρινο αυτοκίνητο περνά
χιλιάδες κίτρινα λουλούδια μουστάρδας
ανθούν στη φαντασία του.

Ένας ψηλός περνά κι ο ίσκιος του
χάνεται πίσω του. Ο πατέρας μου
θυμάται τον Παύλο που άφησε το χωριό του
και πήγε στη Μαλάγια
και δεν ξαναγύρισε. Ένα χαμόγελο απλώνεται
στα χείλη του και μετά χάνεται.

Όταν δεν συμβαίνει τίποτα το ενδιαφέρον
αρχίζει πάλι να μιλάει:
πού γεννήθηκες
κι από πού έρχεσαι;
Θα ξαναγυρίσεις στον τόπο σου;
Όλα είναι μια τύχη, ξέρεις,
ένα παιγνίδι της μοίρας, βλέπεις.
Σκέφτεται και κουνά το κεφάλι του
σα να συμφωνεί.
Και πού θα πεθάνεις αγαπητέ μου;

Η σκέψη του θανάτου είναι
η πιο ενδιαφέρουσα και τη συγκρατεί.
Σταματά την ομιλία του κι αναθιβάνει
το εκκλησάκι στην οδό Φρέϊζερ
εκεί που έχει πάει σε πολλές κηδείες.
Θυμάται τη μαύρη και κόκκινη διακόσμηση
και φαντάζεται να κείτεται άνετα
σειρά ανθρώπων να περνούν
και να τον βλέπουν
για τελευταία φορά.

Τα μάτια του ξάφνου φωτίζονται. Ίσως αυτή
η εικόνα να του αρέσει πιο πολύ απ’ τις άλλες
πριν τον διακόψει άγρια ο ερχομός του λεωφορείου.

Επιβάτες κατεβαίνουν
κι απομακρύνονται γρήγορα σαν μυρμήγκια.
Το λεωφορείο φεύγει.
Κοιτάζει ένα γύρω την κίνηση
αν περνά κάποιο κίτρινο αυτοκίνητο.

MUSTARD FLOWERS

If you see an old man sitting alone
at the bus stop and wonder who he is
I can tell you.
He is my father.
He is not waiting for a bus or a friend
nor is he taking a brief rest before
resuming his walk.
He doesn’t intend to shop in the
nearby stores neither
he is just sitting there on the bench.

Occasionally he smiles and talks.
No one listens.
Nobody is interested.
And he doesn’t seem to care
if someone listens or not.
A stream of cars, buses, and people
flow on the road.
A river of images, metaphors and
similes flow through his head.
When everything stops
at the traffic lights it is midnight
back in his village. Morning starts
when lights turn green.
When someone honks his neighbor’s
dog barks.

When a yellow car passes by
a thousand mustard flowers
bloom in his head.

A tall man passes with his shadow
vanishing behind him. My father
thinks of Pauli who left his village
for Malaya and
never came back. A smile appears
on his lips and disappears.

When nothing interesting seems to
happen he starts talking again:
where were you born, and where
have you come?
Shall you ever go back?
It is all destiny, yes a play of
destiny, you see.
He muses
and nods his head:
and where will you die my dear?

The thought of death is most
interesting and lingers on.
He stops talking and thinks of the
Fraser Street chapel where he
has attended many funerals:
He thinks about the black
and red decorations and
imagines himself resting peacefully,
a line of people
passing by looking at him
for the last time.
His eyes are lit. Perhaps
this is the image he enjoys most
before it is demolished
with the rude arrival of a bus.

Passengers get down and
walk away briskly like ants.
The bus leaves.
He looks
at the traffic again to see
if a yellow car is passing by.

*

ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ

Ο πατέρας διαλογιζόταν με τα πόδια του
σε μια λεκάνη με ζεστό νερό
πριν πάει για ύπνο το βράδυ.
Δεν περίμενε ποτέ τη μητέρα
που του έφερνε το νερό
να γονατίζει.

Αντί να πλένει τα πόδια του στα γρήγορα
τ’ άφηνε για λίγη ώρα στο νερό
για να διαλυθεί η σκόνη
καθώς εκείνος βιαστικά τα ευχαριστούσε
όπως και το Παντοδύναμο Πνεύμα
στο οποίο αμυδρά πίστευε.

Όπως διαλυόταν οι κόκκοι της σκόνης
ένιωθε τέτοια αγαλλίαση
που δεν θα ένιωθε με κανένα άλλο τρόπο.
Ούτε κι απ’ το άγγιγμα των χεριών
της μητέρας που τον φρόντιζαν.
Σιγά σιγά τα πόδια του χαλάρωναν
και ξεχνούσαν τη δουλειά που έκαναν
ξυπόλυτα στα άγρια χωράφια
που μερικές φορές
τον βοηθούσα να τελειώσει τη μέρα του.

Ο διαλογισμός πρέπει να αρχίζει στο κεφάλι
είπε ο Χέγκελ
εκεί που βρίσκεται ο νους
κι η διάνοια είναι εκεί
που το μη αγνό πνεύμα ζητά κάθαρση.

Ο πατέρας ποτέ δεν έχει ακούσει για τον Χέγκελ
και τη διαλεκτική του
που οδηγεί σε πνευματικό ανέβασμα
ούτε και για τον γκουρού Πανταζάλι
που ισχυρίζεται
ότι το σώμα σου είναι το πνεύμα σου
απλωμένο στη σάρκα και τα κόκκαλα
και δεν έχει καμμιά σημασία
πώς αρχίζει κάποιος το διαλογισμό.

Ο πατέρας κάθε βράδυ
απλά βυθίζει τα πόδια του
στο ζεστό νερό.

MEDITATION WITH FEET

Father meditated with his feet
in a pan of warm water
before sleep every evening
He never expected my mother,
who brought him the water,
to kneel.

Rather than wash in hurry
he wanted his feet left alone
let the dust particles loosen
as he quietly thanked
his feet and a supreme being
he vaguely believed in.

Dislodging particles
spawned sensations
he could experience no other way
not even from the touch
of Mother’s caring hands.
Slowly his feet calmed
forgetting the bare-soled work
in the rugged fields
where I sometimes
joined him to help end the day.

Meditation must start
in the head said Hegel.
Head is where the mind is
and mind is where
impure spirit waits healing.

Father had never heard of Hegel
and his dialectics
striving toward spiritual perfection
nor of guru Patanjali
who said
your body is your mind
stretched into bone and flesh.
It matters little
where you start the meditation.

Father simply dipped his feet
in warm water
every evening.

*

ΜΠΛΕ ΡΑΜΦΗ

Δεν υπήρχε πουθενά ένα γύρω τέμπλο
κι ούτε του είχε διαφύγει κανένα
ο πατέρας απλά χαμήλωνε το κεφάλι
με σεβασμό προς το ύπαιθρο
και μετά άρχιζε τη δουλειά του.
Κάθε χρόνο έσπερνε στάρι
στο σκούρο καφέ χώμα
του χωραφιού του.

Πριν να σπείρει το πρώτο του σπόρο
για την οικογένειά του
έπαιρνε μια χούφτα
και την σκορπούσε στον αέρα
κι έλεγε ήταν για τα πουλιά.

Τη δεύτερη χούφτα την σκόρπιζε
για τ’ άγρια ζώα και την τρίτη
για τους ταξιδιώτες που όταν περνούσαν
ίσως ήθελαν να μασήσουν
μερικούς σπόρους σταριού.

Κι όταν άρχιζε να σπέρνει
τους σπόρους στο αυλάκι που έκανε το υνί
καθώς το τραβούσαν δυο άσπρες γελάδες
εγώ περπατούσα δίπλα του
απορροφημένος απ’ το άνοιγμα
και το κλείσιμο του αυλακιού.
Παρών και παρελθόν
που συνέβαιναν την ίδια στιγμή.

Αργότερα όταν μετακομίσαμε
στις φάρμες της Βρετανικής Κολομβίας
και μαζεύαμε φράουλες
μερικές φορές ο πατέρας σταματούσε,
έπαιρνε μια χούφτα φράουλες
και τις πετούσε στον αέρα, κι έλεγε
ήταν για τα πουλιά.

Κοπάδια πουλιά που κελαηδούσαν
κι έκαναν σαν τρελά πάνω απ’ το κεφάλι του.
Με μπλε ράμφη από με μισοφαγωμένες φράουλες.

BLUE BEAKS

There was no temple around
and he didn’t miss one.
Father simply bowed
in the open and started working.

Every year he sowed wheat
in the dark brown soil
of his fields.

Before he buried the first seed
for his family
he took a fistful
scattered it and said
grow for the birds.

The second fistful he scattered
for the wild animals, and the third
for the travelers who might
pass by and want to
nibble raw grains.

As he started
pouring the seed behind the plowshare
pulled by a pair of white oxen
I walked beside him
captivated by the opening and
closing of the furrow.
Present and past happening
in the same instant.

Later when he
moved to the Fraser Valley farms
of British Columbia
he picked blueberries.
Sometimes
he paused took a fistful
of the fruit
hurled in the air and uttered,
this one for birds.

A whole bunch of song birds
ran riot in his head.
Beaks blue with half eaten berries.

Μετάφραση: Μανώλη Αλυγιζάκη//Translated by Manolis Aligizakis

————————————————————————

Ο Μανώλης Αλυγιζάκης, Κρητικός-Καναδός ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής. Είναι ο πιο πολυγραφέστατος συγγραφέας-ποιητής και μεταφραστής της ελληνικής διασποράς. Σε ηλικία έντεκα χρονών αντέγραψε το πασίγνωστο επικό-ρομαντικό ποίημα ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ που τελευταία εκδόθηκε σε περιορισμένο αριθμό 100 αριθμημένων αντιτύπων και είναι διαθέσιμο στην τιμή των 5.000 δολλαρίων Καναδά για τους εκλεκτικούς συλλέκτες σπανίων βιβλίων: το πιο ακριβό βιβλίο του είδους του στον κόσμο. Τελευταία έγινε επίτιμος καθηγητής και συνεργάτης της International Arts Academy και του απονεμήθει ο τιμητικός τίτλος Master of the Arts in Literature. Ξεχωρίζει για τη δυνατότητά του να κομίζει εικόνες και ιδέες με πλούσιο και συνειρμικό τρόπο που αγγίζουν βαθιά τον αναγνώστη.
Γεννήθηκε στο χωριό Κολυμπάρι δυτικά από τα Χανιά της Κρήτης το 1947. Όταν ήταν ακόμα σε παιδική ηλικία η οικογένεια του μετακόμισε πρώτα στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα όπου σπούδασε παίρνοντας πτυχίο Πολιτικών Επιστημών από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία για δυο χρόνια κι ύστερα μετανάστευσε στο Βανκούβερ του Καναδά όπου ζει έως τώρα και παρακολούθησε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Σαϊμον Φρεϊζερ.
Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων ποίησης που άρχισαν να εκδίδονται τα τελευταία χρόνια, αρκετά άρθρα, διηγήματα και μελέτες στα αγγλικά και στα ελληνικά που έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες στον Καναδά, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Μεγάλη Βρετανία, στην Αυστραλία, Ρουμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Λίβανο, Σουηδία, Βραζιλία, Πακιστάν και στην Ελλάδα.
Η ποίηση του έχει μεταφραστεί στη Ρουμανική γλώσσα, στη Σουηδική, στην Ουγγρική, στην Αραβική, στα Ισπανικά, στα Γαλλικά, στα Γερμανικά, στη Σερβική, στην Πορτογαλική, Τουρκική, και στη Ρώσικη γλώσσα, στα Ουκρανικά, στα Ιαπωνικά, στα Κινέζικα, στα Ιταλικά, κι έχει παρουσιαστεί σε διάφορους φορείς των χωρών αυτών.
Η μετάφραση του στα αγγλικά Απάντων Γιώργου Σεφέρη, κατέληξε στις βραχείες λίστες των Ελληνικών Βραβείων Λογοτεχνίας για εκδόσεις του 2012.Το Σεπτέμβριο του 2017 βραβεύθηκε με το Πρώτο Βραβείο Ποίησης στο Διεθνές Φεστιβάλ Μιχαήλ Εμινέσκου, στην Κραϊόβα της Ρουμανίας.