Scroll Top

ANTONIO DELTORO – Έξι ποιήματα

(ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ. Τον Οκτώβριο του 2019 στο Εργαστήρι Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Ινστιτούτου Θερβάντες της Αθήνας, υπό τον συντονισμό μου, ξεκινήσαμε την μετάφραση Ισπανόφωνων ποιητών, με στόχο να γνωστοποιήσουμε σημαντικές φωνές, ανέκδοτες τις περισσότερες φορές στην Ελλάδα.

Η μέθοδος μετάφρασης που ακολουθούμε είναι το εξής: αρχικά, τα κείμενα μεταφράζονται σε ατομικό επίπεδο και στη συνέχεια επανελέγχονται στην τάξη σε συλλογικό επίπεδο, με την συμμετοχή όλων των μεταφραστών. Όμως ο κύριος μεταφραστής, ο υπογράφων, είναι εκείνος που θα επιλέξει, εν τέλει, σύμφωνα με τις προτιμήσεις του, παρά τις προτεινόμενες εναλλακτικές, με την προϋπόθεση ότι δεν υποπίπτει σε κάποιο σημασιολογικό ή άλλης φύσης λάθος. Αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει πλήρης ομοιογένεια μεταξύ των μεταφράσεων, αλλά, αντιθέτως, διακρίνεται, σε κάθε μια, το προσωπικό στίγμα του κύριου δημιουργού της. Πριν δημοσιευτούν, οι μεταφράσεις επιβλέπονται και από τον ποιητή, Κρατικό Βραβείο και Ισπανιστή, Σταμάτη Πολενάκη).

 

ANTONIO DELTORO

ΑΝΤΟΝΙΟ ΝΤΕΛΤΟΡΟ (Πόλη του Μεξικού, 1947). Ποιητής και δοκιμιογράφος. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Εθνικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού, UNAM. Ήταν Καθηγητής στο ίδιο Πανεπιστήμιο και συντονιστής εργαστηρίων ποίησης στο Εθνικό Ινστιτούτο Καλλών Τεχνών και στο Σπίτι του ποιητή Ραμόν Λόπεθ Βελάρδε. Έχει δημοσιεύσει πάνω από δεκαπέντε ποιητικές συλλογές και έχει τιμηθεί με διάφορα Κρατικά βραβεία.

Η μετάφραση είναι της Χρυσούλας Ξένου.

Βιρχίνια Λόπεθ Ρέθιο

 

ANTONIO DELTORO

 

Capilla abierta

a Lourdes

Me gustan las capillas abiertas para ver el cielo,
las paredes sin techo, las puertas por donde entra la hierba.
No me gustan las cajas, no me asusta la muerte, me asusta el ataúd.
Quiero morir en los volcanes ahogado en fuego y piedra, o en el mar.
Me da miedo lo cerrado, la ciudad, el pensamiento.
Con la intemperie vedada, circulando por bajo, durmiendo sobre el techo de otro
tengo los sueños, te tengo a ti: a la carretera que lleva a la costa,
capilla abierta, ciervo en el bosque, en el jardín la más desnuda.
Tengo en el departamento una voz, una guitarra eléctrica,

el suave o violento golpear de unos tambores.
Eres la más puta y linda del burdel de mis sueños, la menos puta,
la niña, la inocente que copula en la calle como en un jardín y se da cuenta.
Eres la que dice ven y me sube en su música, eres la que juega conmigo
sobre esta alfombra, en esta cama; en este piso que es el techo de otros;
la que se embarca en mis sueños, con la que voy al mar.

Ξέσκεπο παρεκκλήσι

στη Λούρδες

Μ’ αρέσουν τα ξέσκεπα παρεκκλήσια για να βλέπω τον ουρανό,
οι τοίχοι δίχως στέγη, οι πόρτες απ’ όπου μπαίνει το χορτάρι.
Δεν μ’ αρέσουν τα κουτιά, δε με φοβίζει ο θάνατος, με φοβίζει το φέρετρο.
Θέλω να πεθάνω στα ηφαίστεια πνιγμένος σε φωτιά και πέτρα, ή στη θάλασσα.
Με φοβίζει το περίκλειστο, η πόλη, ο στοχασμός.
Με την ύπαιθρο απαγορευμένη, τριγυρνώντας από κάτω, κοιμώμενος πάνω σε ξένη στέγη
έχω τα όνειρα, έχω εσένα: στον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στην ακτή,
ξέσκεπο παρεκκλήσι, ελάφι στο δάσος, στον κήπο η πιο γυμνή.
Έχω στο διαμέρισμα μια φωνή, μια ηλεκτρική κιθάρα,
το απαλό ή βίαιο χτύπημα μερικών τυμπάνων.
Είσαι η πιο πόρνη κι όμορφη του μπορντέλου των ονείρων μου, η λιγότερο πόρνη,
η μικρούλα, η αθώα που ζευγαρώνει στο δρόμο όπως σ’ έναν κήπο και το αντιλαμβάνεται.
Είσαι εκείνη που λέει έλα και μ’ ανεβάζει στη μουσική της, είσαι εκείνη που παίζει μαζί μου
πάνω σ’ αυτό το χαλί, σ’ αυτό το κρεβάτι σ’ αυτό το διαμέρισμα που ‘ναι η στέγη άλλων
εκείνη που επιβιβάζεται στα όνειρά μου, με την οποία πάω στη θάλασσα.

*

Esqueletos

Ruinas insumisas se abren al ojo del asombro,
siempre altivas se yerguen por más que las penetre la catástrofe;
en el tiempo los gritos tienen un eco sereno.
Estas ruinas, esculturas de tiempo en la mano del hombre, eran cosa reciente,
su belleza era otra, otras nubes y otros ojos las vieron.
Hoy, bajo este sol, en esta selva, son esqueletos, sombras
de adentro desprovistas de carne.

Σκελετοί

Ερείπια ανυπόταχτα απλώνονται στη ματιά της έκπληξης,
πάντα υπεροπτικά ορθώνονται όσο κι αν τα διαπερνά η καταστροφή
στο χρόνο οι κραυγές έχουν μια γαλήνια ηχώ.
Αυτά τα ερείπια, γλυπτά του χρόνου στα χέρια του ανθρώπου, ήταν πράγμα πρόσφατο,
η ομορφιά τους ήταν άλλη, άλλα σύννεφα κι άλλα μάτια τα είδαν.
Σήμερα, κάτω απ’ αυτόν τον ήλιο, σ’ αυτή τη ζούγκλα, είναι σκελετοί, σκιές
από μέσα, στερημένες σάρκας.

*

Vecinos

En el piso de abajo el sufrimiento se extiende como el polvo,
resbala por los mosaicos, araña las paredes,
se escuchan gritos, lloros, los vecinos pelean.
Descanso en los puntos suspensivos del polvo que danza con la luz y oigo un concierto;
me distraigo del dolor que me rodea
en el regazo de la luz que se trenza con el polvo:
en el piso de abajo, entre el sufrimiento ¿el polvo juega con la luz?
Departamentos: el suelo de uno es el reverso del techo de otro,
las patas robustas de un sillón dejan caer su bovino sopor
en el envés de donde cuelga una lámpara.
Contigüidades, promiscuidades, distancias…
mientras yo escucho a Mozart los vecinos pelean:
imagino a Mozart y a su vecino; mientras uno compone
el otro se desgarra o vegeta ignorando
que a sus pies nace un manantial de vigilia:
¿es el pesado sillón que desconoce la agilidad de la lámpara?
¿Quién sabe del vecino de Mozart?
¿Qué sabe el vecino de Mozart?
¿Qué sabe Mozart de su vecino?
(A la intemperie somos lo que el prójimo quiere,
a salvo de sus miradas, creaciones de las paredes).
Departamentos: el tiempo que los acoge se llama mientras
y en este mientras cuántos tiempos diversos conviven.
Yo trato de escapar del tiempo de mis vecinos concentrándome
en la maravilla menuda del polvo y en la danza de notas.
Departamentos: como las aceras de una calle,
paralelas y opuestas, uno en la luz, otro en la sombra.
Una noche sufrí interminablemente
mientras en el piso de abajo todo dormía.

Γείτονες

Στο από κάτω διαμέρισμα η οδύνη απλώνεται όπως η σκόνη,
γλιστρά στα μωσαϊκά, γρατζουνά τους τοίχους,
ακούγονται κραυγές, κλάματα, οι γείτονες μαλώνουν.
Ξεκουράζομαι στ’ αποσιωπητικά της σκόνης που χορεύει με το φως κι ακούω ένα κονσέρτο
αποσπώμαι απ’ τον πόνο που με περιβάλλει
στην αγκαλιά του φωτός που πλέκεται με τη σκόνη:
στο από κάτω διαμέρισμα, ανάμεσα στην οδύνη η σκόνη παίζει με το φως;
Διαμερίσματα: ενός το πάτωμα είναι η ανάστροφη του ταβανιού άλλου,τα στιβαρά πόδια μιας πολυθρόνας αφήνουν να πέσει ο βόειος λήθαργός τους
στην από κάτω πλευρά απ’ όπου κρέμεται μια λάμπα.
Γειτνιάσεις, συγχρωτισμοί, αποστάσεις…
ενώ εγώ ακούω Μότσαρτ οι γείτονες μαλώνουν:
φαντάζομαι τον Μότσαρτ και το γείτονά του ενώ ο ένας συνθέτει
ο άλλος σπαράζει ή μαραζώνει αγνοώντας
πως στα πόδια του γεννιέται μια πηγή αγρύπνιας:
είναι η βαριά πολυθρόνα που δε γνωρίζει τη σβελτάδα της λάμπας;
Ποιος γνωρίζει για το γείτονα του Μότσαρτ;
Τι γνωρίζει ο γείτονας για το Μότσαρτ;
Τι γνωρίζει ο Μότσαρτ για το γείτονά του;
(Στο δρόμο είμαστε αυτό που θέλει ο πλησίον,
προφυλαγμένοι απ’ τα βλέμματά του, δημιουργίες των τοίχων).
Διαμερίσματα: ο χρόνος που τ’ αγκαλιάζει ονομάζεται ενόσω
και σ’ αυτό το ενόσω πόσοι διαφορετικοί χρόνοι συνυπάρχουν.
Εγώ προσπαθώ να δραπετεύσω απ’ το χρόνο των γειτόνων μου, συγκεντρωμένος
στο εξαίσιο θαύμα της σκόνης και στο χορό που στήνουν οι νότες.
Διαμερίσματα: όπως τα πεζοδρόμια ενός δρόμου,
Παράλληλα κι αντιτιθέμενα, ένα στο φως, τ’ άλλο στη σκιά.
Ένα βράδυ υπέφερα ασταμάτητα
ενώ στο από κάτω διαμέρισμα όλα κοιμόντουσαν.

*

Esta luz

En el fondo del patio se serenan
el helecho, la hierba, el moscardón
que hace seis horas era el calor y la energía sorda.
Descansa la luz de todo el día
alrededor de los objetos, fuera del lustre,
ausente del vigor, tranquila.
Descansa la luz de sí misma en la tarde
y da a lo que roza una dignidad dorada y enfermiza.
La luz descansa en la luz
y adopta una calidad de baño de oro y de madera.
El gato prefiere esta luz,
se esconde el cazador mejor en esta luz,
pero a mí me gusta el vigor y el moscardón zumbando.
Esta luz es la antesala de la otra,
que es la antesala de la otra,
que es la antesala de la noche.
La luz del mediodía es ella misma.
En esta luz de las seis hay una que contiene
el hilo de seda que ahorcará a este día.
Yo desconfío de esta luz que como el gato
se mueve hermosa y lentamente.

Αυτό το φως

Στο βάθος της αυλής γαληνεύουν
η φτέρη, το χορτάρι, η χρυσόμυγα
που έξι ώρες πριν ήταν η σβελτάδα κι η υπόκωφη ενέργεια.
Ξεκουράζεται το φως όλης της μέρας
γύρω από τ’ αντικείμενα, δίχως λάμψη,
απαλλαγμένο απ’ το σφρίγος, ήρεμο.
Ξεκουράζεται το φως απ´ τον εαυτό του στο σούρουπο
και δίνει σ’ ό,τι αγγίζει μια χρυσαφένια και νοσηρή αξιοπρέπεια.
Το φως ξεκουράζεται στο φως
κι αποκτά ποιότητα επιχρυσωμένου και ξύλινου.
Η γάτα προτιμά αυτό το φως,
κρύβεται καλύτερα ο κυνηγός σ’ αυτό το φως,
όμως εμένα μ’ αρέσει το σφρίγος κι η χρυσόμυγα να ζουζουνίζει.
Αυτό το φως είναι ο προθάλαμος του άλλου,
που είναι ο προθάλαμος του άλλου,
που είναι ο προθάλαμος της νύχτας.
Το φως του μεσημεριού είναι αυτό το ίδιο.
Σ’ αυτό το φως των έξι υπάρχει ένα που περικλείει
το μεταξένιο νήμα που θα πνίξει αυτήν τη μέρα.
Εγώ δυσπιστώ σ’ αυτό το φως που σαν τη γάτα
κινείται όμορφα και νωχελικά.

*

Cama

Esta cama es un árbol en estado de coma:
cuando quiere ponerse de pie
la inundan la abulia y la melancolía
y entonces adopta la forma resignada que se deja llevar.
Otras veces, harta de permanecer,
no se adhiere a su destino a la deriva
y hunde sus deseos en el suelo:
quiere definitivamente despertar o morir,
dar fin a las tareas que la ligan
al firmamento y los hombres,
perder para siempre las patas
que la separan de la tierra:
la cama esta cruzada por rayas
de día y noche, de tigre y cebra.

¿Cómo entrar al sueño
al que nos invita la cama,
aliada de la noche y de la tumba,
mestiza de sueños y de pesadillas?

¿De nuestros sueños, de nuestros amores y desamores,
de nuestras peleas y reconciliaciones sabe esta cama?

Siento que me dicta los sueños:
su madera tiene pesadillas de fuego
yo, afiebrado, sueño con agua.

Κρεβάτι

Αυτό το κρεβάτι είναι ένα δέντρο σε κώμα:
όταν θέλει να σηκωθεί
το κατακλύζουν η αβουλία κι η μελαγχολία
και τότε υιοθετεί τη στάση καρτερικότητας που αφήνεται να παρασυρθεί.
Άλλες φορές, μπουχτισμένο να στέκεται εκεί,
δεν προσκολλάται στο πεπρωμένο του έρμαιο
και βυθίζει τους πόθους του στο πάτωμα:
θέλει οριστικά να ξυπνήσει ή να πεθάνει,
να δώσει τέλος στα καθήκοντα που το συνδέουν
με το στερέωμα και τους ανθρώπους,
να χάσει για πάντα τα πόδια
που το χωρίζουν απ’ το χώμα:
το κρεβάτι διασχίζουν ρίγες
μέρας και νύχτας, τίγρης και ζέβρας.

Πώς να μπούμε σ’ εκείνο το όνειρο
που μας προσκαλεί το κρεβάτι,
σύμμαχος της νύχτας και του τάφου,
συνονθύλευμα από όνειρα και εφιάλτες;

Για τα όνειρά μας, για τους έρωτες και τις ερωτικές μας απογοητεύσεις,
για τους τσακωμούς και τις συμφιλιώσεις μας ξέρει αυτό το κρεβάτι;

Νιώθω πως μου υπαγορεύει τα όνειρα:
το ξύλο του έχει πύρινους εφιάλτες
εγώ, εμπύρετος, ονειρεύομαι νερό.

*

Ángeles cobardes

Tienen alas y no vuelan. Su mirada estúpida y  cruel, su  grotesco y ridículo  estar aquí. Desterradas  del
infierno, insoportable su mezquindad para los seres grandiosos y soberbios. Ángeles caídos con las alas
atrofiadas   por  la  impotencia.  A  ciegas,  sin   saberlo,  buscan   con  el pico  sus  infernales   orígenes.
Condenadas   por   su   cobardía   a   la   superficie,   llevan   en  su  carne, carne de  gallina, el   castigo.
Muchedumbre de soledades en el corral que en venganza se matan a picotazos. Demonios desterrados,
ángeles caídos, tienen alas y no vuelan, condenados por su cobardía a la superficie.

Δειλοί άγγελοι

Έχουν φτερά  και  δεν  πετούν. ο  βλέμμα  τους ηλίθιο και σκληρό, η γκροτέσκα και γελοία παρουσία
τους   εδώ.   Εξόριστοι   απ’  την   κόλαση, ανυπόφορη  η  μικρότητά   τους   για  τα  μεγαλειώδη  και
υπεροπτικά   όντα.  Έκπτωτοι  άγγελοι  με  τα  φτερά τους  ατροφικά απ’ την ανικανότητα. Στα τυφλά,
δίχως να το γνωρίζουν, γυρεύουν με το ράμφος τις καταχθόνιες καταβολές τους. Καταδικασμένοι για
τη δειλία τους  στην  επιφάνεια,  κουβαλούν  στο  σαρκίο τους,  σαρκίο όρνιθας, την τιμωρία. Πλήθος
μοναξιών   στον  ορνιθώνα  όπου   για  εκδίκηση   αλληλοσκοτώνονται   με   ραμφίσματα.   Δαίμονες
εξόριστοι,  έκπτωτοι  άγγελοι,  έχουν   φτερά   και δεν πετούν, καταδικασμένοι για τη δειλία τους στην
επιφάνεια.