Scroll Top

Piedad Bonnet – Έξι ποιήματα

(ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ. Τον Οκτώβριο του 2019 στο Εργαστήρι Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Ινστιτούτου Θερβάντες της Αθήνας, υπό τον συντονισμό μου, ξεκινήσαμε την μετάφραση Ισπανόφωνων ποιητών, με στόχο να γνωστοποιήσουμε σημαντικές φωνές, ανέκδοτες τις περισσότερες φορές στην Ελλάδα.

Η μέθοδος μετάφρασης που ακολουθούμε είναι το εξής: αρχικά, τα κείμενα μεταφράζονται σε ατομικό επίπεδο και στη συνέχεια επανελέγχονται στην τάξη σε συλλογικό επίπεδο, με την συμμετοχή όλων των μεταφραστών. Όμως ο κύριος μεταφραστής, ο υπογράφων, είναι εκείνος που θα επιλέξει, εν τέλει, σύμφωνα με τις προτιμήσεις του, παρά τις προτεινόμενες εναλλακτικές, με την προϋπόθεση ότι δεν υποπίπτει σε κάποιο σημασιολογικό ή άλλης φύσης λάθος. Αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει πλήρης ομοιογένεια μεταξύ των μεταφράσεων, αλλά, αντιθέτως, διακρίνεται, σε κάθε μια, το προσωπικό στίγμα του κύριου δημιουργού της. Πριν δημοσιευτούν, οι μεταφράσεις επιβλέπονται και από τον ποιητή, Κρατικό Βραβείο και Ισπανιστή, Σταμάτη Πολενάκη).

 

PIEDAD BONNET

Η Πιεδάδ Μπονέτ (Piedad Bonnet, 1951) είναι Κολομβιανή ποιήτρια, πεζογράφος, δραματουργός και κριτικός λογοτεχνίας. Σπούδασε Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο των Άνδεων, όπου και διετέλεσε καθηγήτρια. Έχει δημοσιεύσει εφτά ποιητικά βιβλία. Με το πρώτο, De círculo y ceniza (1989) της δόθηκε τιμητική αναφορά στο Ιβερο-αμερικάνικο Διαγωνισμό Ποίησης Οκτάβιο Παθ (Mención de honor en el Concurso Hispanoamericano de Poesía Octavio Paz), και με El hilo de los días (1995) έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης από το Κολομβιανό Ινστιτούτο Πολιτισμού (Premio Nacional de Poesía del Instituto Colombiano de Cultura). Με το βιβλίο Explicaciones no pedidas (2011) πήρε το βραβείο Σπίτι της Αμερικής της Μαδρίτης της Αμερικάνικης Ποίησης (Premio Casa de América de Madrid de Poesía Americana), επίσης το Τιμητικό Βραβείο Ποίησης Χοσέ Λεθάμα Λίμα (Premio Honorífico de Poesía José Lezama Lima) το 2014 στην Κούβα. Και το 2012 πήρε το Βραβείο Ποίησης «Ποιητές του Λατινικού Κόσμου Βίκτορ Σανδοβάλ (Premio de Poesía Poetas del Mundo Latino Víctor Sandoval) για την προσφορά του έργου της στην Ισπανική γλώσσα.

Επίσης έχει γράψει τέσσερα θεατρικά έργα που έχουν ανέβει με επιτυχία στην σκηνή και έξι μυθιστορήματα (Después de todo (2001), Para otros es el cielo (2004), Siempre fue invierno (2007), El prestigio de la belleza (2010), Lo que no tiene nombre (2013) και Donde nadie me espere 2018). Μετά από το χαμό του γιού της το 2011 η ποιήτρια έπαψε να γράψει ποίηση πέντε ολόκληρα χρόνια, αλλά το 2017 έβγαλε το ποιητικό Los habitados που πήρε στην Ισπανία το Βραβείο Γενιά του 27 (Premio Generación del 27)[1].

Στην ανθολόγηση που ακολουθεί συλλέγονται ποιήματα από διάφορα βιβλία της.

Η απόδοση στα ελληνικά είναι της Χρυσούλας Ξένου.

Βιρχίνια Λόπεθ Ρέθιο

 

Los que no sueñan nunca 

Las madrugadas
de aquellos que nunca tienen sueños
son limpias, como calles lavadas en la noche.
En sus manos no hay sangre de enemigos,
ni en sus ojos destellos de lujuria,
ni nostalgias confusas
ni violentos deseos
de volver a buscar lo ya perdido.
No hay rastros de vergüenza en los que nunca sueñan,
ni ese aire distraído, ensimismado,
del que en sus manos trae sólo pobres jirones.
No los veremos nunca
tratando de contar con gesto apasionado
y los ojos clavados en medio del vacío,
lo que a nadie interesa,
como viejos que jalan torpemente
la cuerda de sus años más antiguos.
Y sin embargo,
los que no sueñan nunca
tienen otras maneras de vivir sus dos vidas.
Tal vez menos hermosas y menos inocentes.

Αυτοί που δε ονειρεύονται ποτέ

Οι χαραυγές
εκείνων που ποτέ δεν ονειρεύονται
είναι καθαρές σαν δρόμοι που πλύθηκαν τη νύχτα.
Στα χέρια τους δεν υπάρχει αίμα εχθρών,
μήτε στα μάτια τους λαμπυρίσματα λαγνείας,
μήτε συγκεχυμένες νοσταλγίες
μήτε βίαιοι πόθοι
να γυρέψουν ξανά ό,τι ήδη χάθηκε.
Δεν υπάρχουν ίχνη ντροπής σ΄ αυτούς που ποτέ δεν ονειρεύονται,
μήτε αυτός ο αέρας ο αφηρημένος, ο απόμακρος,
εκείνου που στα χέρια του φέρει μονάχα φτωχικά κουρέλια.
Δεν θα τους δούμε ποτέ
να προσπαθούν να διηγηθούν, με παθιασμένη έκφραση
και τα μάτια καρφωμένα στη μέση του κενού,
αυτό που κανέναν δεν ενδιαφέρει,
σαν τα γερόντια που σέρνουν αδέξια
το γαϊτανάκι των πανάρχαιων χρόνων τους.
Κι ωστόσο,
αυτοί που δεν ονειρεύονται ποτέ
έχουν άλλους τρόπους να ζουν τις δυο ζωές τους.
Ίσως λιγότερο όμορφες και λιγότερο αθώες.

*

Réquiem

Resulta
que ya nada es igual, nada es lo mismo,
que algo se ha muerto aquí
sin llanto,
sin sepulcro,
sin remedio,
que otro aire se respira ahora en el alma,
patio oloroso a humo donde cuelgan
tantos locos afectos de otros días.
Tendría que decir
que ha llovido ceniza tanto tiempo
que ha tiznado por siempre las magnolias,
pero es pueril la imagen y me aburro.
Me aburro dócilmente, blandamente,
como cuando era niña y me tiraba
a ver pasar las nubes,
y la vida
era larga como una carrilera.
Ahora el tren da la vuelta y unos rostros
borrosos me saludan desde lejos:
yo amé a aquel hombre que va hablando solo.
Aquel otro me amó y no sé su nombre.
La tarde se silencia y todos parten.
Soy yo la que hace tiempo ya se ha ido.

Ρέκβιεμ

Συμβαίνει
τίποτα πια να μην είναι όμοιο, τίποτα να μην είναι το ίδιο,
κάτι εδώ να έχει πεθάνει
δίχως κλάμα,
δίχως μνήμα,
δίχως γιατρειά,
άλλος αέρας να πνέει τώρα στην ψυχή,
αυλή που μυρίζει καπνό όπου κρέμονται
τόσα παράλογα συναισθήματα άλλων ημερών.
Θα ‘πρεπε να πω
πως έβρεχε στάχτη τόσο καιρό
που μουντζούρωσε για πάντα τις μανόλιες,
αλλά η εικόνα είναι παιδική και πλήττω.
Πλήττω πειθήνια, μαλθακά,
σαν τότε που ΄μουν κορίτσι και ξαπλωνόμουν
να δω να περνούν τα σύννεφα,
κι η ζωή
ήταν μακριά σαν τις ράγες.
Τώρα το τρένο επιστρέφει και μερικά πρόσωπα
θολά με χαιρετούν από μακριά:
εγώ αγάπησα εκείνον τον άνδρα που μιλά μονάχος.
Εκείνος ο άλλος με αγάπησε και δεν ξέρω τ’ όνομά του.
Το βράδυ σωπαίνει κι όλοι αναχωρούν.
Είμαι εγώ αυτή που εδώ και καιρό έχει πια φύγει.

*

Desolación

Ese sonar de aldabas me levantó del sueño,
sobresaltó mi corazón dormido.
Cuánto ruido trajiste a esta casa:
Qué músicas extrañas,
qué silencios no oídos.
Todos los corredores se poblaron de ti
y olvidaron de golpe su soledad de siglos.
Un aroma de mar invadió las alcobas
y a un día tembloroso se abrieron sus postigos.
Ese sonar de aldabas sobresaltó mi noche,
rompió candados y rompió cerrojos.
No podía saber que cuando el aire
barriera el polvo en todos los rincones
y de olor a manzanas se llenara la huerta,
te marcharías sin sonar de aldabas,
dejando tus silencios
y las puertas abiertas.

Ερήμωση

Αυτός ο ήχος από ρόπτρα με ξύπνησε από τ’ όνειρο,
λαχτάρισε την κοιμισμένη μου καρδιά.
Πόσο θόρυβο έφερες σ΄ αυτό το σπίτι:
Τι παράξενες μουσικές,
τι ανεπαίσθητες σιωπές.
Οι διάδρομοι όλοι γέμισαν από σένα
και ξέχασαν με μιας την από αιώνες μοναξιά τους.
Ένα άρωμα θαλασσινό εισέβαλε στις κάμαρες
κι άνοιξαν τα παντζούρια τους σε μια τρεμάμενη μέρα.
Αυτός ο ήχος από ρόπτρα λαχτάρισε τη νύχτα μου,
έσπασε λουκέτα κι έσπασε μάνταλα.
Δεν μπορούσα να ξέρω πως όταν ο αγέρας
θα σάρωνε τη σκόνη απ’ όλες τις γωνιές
και θα γέμιζε το περιβόλι με άρωμα μήλων,
θα ‘φευγες δίχως ήχο από ρόπτρα,
αφήνοντας τις σιωπές σου
και τις πόρτες ανοιχτές.

*

S.O.S.

Estoy pensando qué cuerda podría lanzarte yo,
qué salvavidas.
Y pensando también
-con el alma estrujada en un turbión de pena-
en el hondo sofoco de tus aguas,
en tu esfuerzo
de nadar y nadar la vida entera,
en tus ojos que buscan, como peces sonámbulos
ensombrecidos de algas y de arena.

En tu cansancio,
en tu desgarradura.

Pero no tengo cuerda
ni red para salvarte
ni oración que conjure las tinieblas
o que sirva de tabla de naufragio

y ni siquiera
-ahí donde me ves, cargada con mis jarcias-
tengo orilla certera.

S.O.S.

Συλλογιέμαι τι σκοινί θα μπορούσα να σου πετάξω εγώ,
τι σωσίβιο.
Και συλλογιέμαι επίσης
-με την ψυχή σφιγμένη σ’ έναν κυκλώνα πόνου-
τη βαθιά πνιγμονή των υδάτων σου,
το μόχθο σου
να κολυμπάς και να κολυμπάς τη ζωή ολάκερη,
τα μάτια σου που γυρεύουν, σαν ψάρια υπνοβάτες
συσκοτισμένα από φύκια κι άμμο.

Την κόπωσή σου,
το σπαραγμό σου.

Αλλά δεν έχω σκοινί
μήτε δίχτυ για να σε σώσω
μήτε προσευχή που ξορκίζει τα σκοτάδια
ή χρησιμεύει για ναυαγού σανίδα

και μήτε ακόμη
-εδώ που με βλέπεις, φορτωμένη με της ψαρικής μου τα σύνεργα-
έχω σίγουρη όχθη.

*

De un tiempo a esta parte

De un tiempo a esta parte
algo nos abandona día a día,
secretamente y en puntillas
para que no haya sobresaltos inútiles,
vanos anuncios de imprevisibles efectos.
De esta manera,
al desayuno, de golpe, comprendemos que algo ha cambiado en la noche,
que irremediablemente hemos olvidado ese verso,
que el lustre de la piel se ha quedado prendido de las sábanas,
y en nuestros huesos crece ahora un murmullo,
un germinar de números,
y si callamos
podemos oír las pequeñas catástrofes del alma,
un ruido como de pedazos que caen
irremediablemente y sin estruendo.
De un tiempo a esta parte
hay un eco de adioses y derrumbes,
pero tal vez somos nosotros los que estamos partiendo,
pisando los rosales que cultivamos un día.

Πάει καιρός τώρα

Πάει καιρός τώρα
που κάτι μας εγκαταλείπει μέρα τη μέρα,
κρυφά και στις μύτες των ποδιών
για να μην υπάρξουν λαχτάρες ανώφελες,
μάταιες ανακοινώσεις απρόβλεπτων επιπτώσεων.
Μ΄ αυτό τον τρόπο,
στο πρωινό, ξάφνου, καταλαβαίνουμε πως κάτι άλλαξε
τη νύχτα,
πως ξεχάσαμε αναπόφευκτα αυτό το στίχο,
πως η γυαλάδα της σάρκας μας έμεινε κολλημένη στα σεντόνια,
και πως στα κόκκαλά μας μεγαλώνει τώρα ένας ψίθυρος,
βλασταίνουν αριθμοί,
κι αν σωπάσουμε
μπορούμε ν΄ ακούσουμε τις μικρές καταστροφές της ψυχής,
έναν θόρυβο λες κομματιών που πέφτουν
αναπόφευκτα και δίχως πάταγο.
Πάει καιρός τώρα
που ακούγεται ένας αντίλαλος από αντίο και γκρεμίσματα,
αλλά ίσως είμαστε εμείς αυτοί που τώρα φεύγουμε,
ποδοπατώντας τις τριανταφυλλιές που καλλιεργήσαμε μια μέρα.

*

Quemadura

La ceguera lo hace todo tan claro
HENRIK NORDBRANDT

Hice una lista de preguntas y con ellas iba tocando
puertas
Algunos las cerraban en mi nariz con impaciencia
Otros me servían café o me pasaban un pañuelo

Cómo no mirar a esa mujer con desconfianza
A quién se le puede ocurrir preguntar esas cosas

Cuántas preguntas en mis libretas llenas de tachaduras y
de lágrimas

Buscaba una lucecita en lo oscuro que nos había sido
dado
Buscaba la entraña de la piedra que nos había herido

A veces iba al pasado y examinaba su cola lustrosa.
A veces veía el futuro como una estrella destellando en tu
frente
A veces el presente era sólo silencio sobre nuestras
cabezas

Fue entonces cuando el rayo partió la casa en dos, como
un juguete,
y escribió en el vacío su respuesta.

Κάψιμο

                            Η τύφλωση τα κάνει όλα τόσο ξεκάθαρα
                            HENRIK NORDBRANDT

Έκανα μια λίστα μ’ ερωτήσεις και μ’ αυτές χτυπούσα
μια-μια τις πόρτες
Μερικοί μου τις έκλειναν κατάμουτρα με ανυπομονησία
Άλλοι μου πρόσφεραν καφέ ή μου έδιναν ένα μαντήλι

Πώς να μην κοιτάς αυτή τη γυναίκα με δυσπιστία
Σε ποιον μπορεί να του έρθει η ιδέα να ρωτάει τέτοια πράγματα

Πόσες ερωτήσεις στα σημειωματάριά μου γεμάτα μουτζούρες
και δάκρυα

Αναζητούσα ένα φωτάκι στο σκοτάδι που μας
είχε δοθεί
Αναζητούσα τα σπλάχνα της πέτρας που μας είχε πληγώσει

Κάποιες φορές πήγαινα στο παρελθόν κι εξέταζα το λαμπερό ίχνος του.
Κάποιες φορές έβλεπα το μέλλον σαν ένα άστρο που λαμπύριζε
στο μέτωπό σου
Κάποιες φορές το παρόν ήταν μόνο σιωπή πάνω απ’ τα
κεφάλια μας

Τότε ήταν που ο κεραυνός έκοψε το σπίτι στα δύο, σαν
ένα παιχνίδι,
κι έγραψε στο κενό την απάντησή του.