Scroll Top

Δημήτρης Κοσμόπουλος – «Pixels»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ
«Pixels»
Εκδόσεις Κέδρος / 2020
Εξώφυλλο: πίνακας του Τάκη Σινόπουλου, 1962/Σινική μελάνη

XXV

        Δημώδες σε ρυθμό hip-hop

Για ιδές τούτη την άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι,
ήλιο σπασμένο λάστιχο και μελανό φεγγάρι.
Άκου τυφλό θανατικό τις χώρες να διαβαίνει,
δόλιους ανθρώπους ορφανούς μπρος στις τηλεοράσεις.
Περνάει κάμπους και βουνά, θάλασσες και ποτάμια,
κι αφήνει πόρτες σφαλιστές, παράθυρα κλεισμένα.
Ο Χάρος που ξεχνούσαμε καβάλα στον αέρα
όπου βρει δέντρο το χτυπά, νεράκι το θολώνει.
Στα κινητά μας κατοικεί, στις συσκευές κουρνιάζει,
και κάμνει την καρδούλα μας επιφάνεια εργασίας.
Κι αν πέσουνε στα χέρια του οι ψυχαναλυτές μας,
γιατροί και επιστήμονες και teams των ειδημόνων,
τους παίρνει για συνέταιρους, τους έχει για κολλήγους.
΄Ποσκέπασε την πλάση σου κι ας σε ξαναδικάζουν
ο καίσαρας κι ο πραίτορας κι ο μέγας λογοθέτης.
Αν είναι να ΄ρθει θάνατος, μην έρθει με μαράζι
μα μ’ ένα χάδι σου ας έρθει και με τον διακαμό σου.* * *

                    XXVII              Του τυφλού

Παίρνει τους δρόμους μοναχός και πάει,
νύχτα χτυπάει στις πολυκατοικίες.
Ρακένδυτος γυρνάει σε πάρκα, σε πλατείες.
Με του ύπνου μας τους πυρετούς πονάει,

πατέρας σε αγωνία γι΄ άρρωστο παιδί του.
Η λάμψη των ηλεκτρικών χαράζει την μορφή του,
τα μάτια του στάζουν αγιάζι. Λέει: «Δες
στα χέρια μου και στην πλευρά πληγές».

Χτυπάει κουδούνια, θύρες, παραθύρια,
μα δεν μπορούμε, παίζει η τηλεόραση.
Τυφλοί εκ γενετής, στήνουμε δικαστήρια,
τον ξανασέρνουμε στα κρατητήρια,

μεθούμε απέξω με της λύσσας το κρασί.
Τί θέλει ο ξένος δώδεκα και μισή
να κρούει; Μες στο κελλί κάνει πηλό
το δάκρυ του και μένει σιωπηλός,

κι ο δεσμοφύλακας κοιτώντας τόνε βρίζει.
Αυτός μέσ’ απ’ τα σίδερα του αγγίζει
τα μάτια και αστράφτει τ’ άλλο φως.
Χάνεται ο ξένος, μόνος και κρυφός.

* * *
                          XXI                    Speculum

Κι όμως αιχμάλωτοι μες στο καθρέφτισμά μας
σε γυάλινη αλυκή, κόκκοι, εικονοστοιχεία
έκαστος στην οθόνη του κι όλοι μια συστοιχία
στου τίποτα το κάτοπτρο, θεατές στο ξέφτισμά μας,

γυρεύουμε ένα άγγιγμα, μα το γυαλί εμποδίζει.
Στο γυάλινο κλουβί μας πια ο αέρας δεν περνά,
το φως το γάργαρο νερό του πια δεν μας κερνά,
μαζούτ των πληροφοριών ως πάνω μας γεμίζει.

Διψάσαμε ένα άγγιγμα, ποθήσαμε τα φύλλα,
όταν την ώρα της νυχτός κοιμίζουν τα πουλιά,
την θάλασσα ποθήσαμε στην πρωινή αντηλιά,

αλλά σαν τους πιθήκους καρφωμένοι στο καντράν
αλλάζουμε κανάλια με τα χείλη να παραμιλάν.
Τις διαφημίσεις περιμένουμε, να πέσουν μήλα.