ΝΙΚΟΣ Α. ΠΟΥΛΙΝΑΚΗΣ
«ΔΑΣΟΤΟΠΙ ΕΥΦΛΕΚΤΩΝ ΟΥΛΩΝ»
Εκδόσεις Το Ροδακιό/2022
ΚΑΝΕΛΟΖΥΜΩΜΕΝΗ ΣΑΡΚΑ
Καμωνόταν τὸν καλὸ οἰκογενειάρχη.
Κι ὅμως καθημερινά σταύρωνε τη γυναίκα του.
Τὴν ἔβλεπε σὰν ἐχθρό του.
Στ’ ἀλήθεια πῶς μπόρεσε νὰ μπήξει καρφιά
στὴν κανελοζυμωμένη σάρκα της.
Στ’ ἀλήθεια πως ἄντεξε νὰ τσακίσει
τή μωρουδένια ἀπαλότητα τοῦ σώματός της
ποὺ τοῦ χάρισε δυὸ ὑγιέστατα ἀγοράκια.
Καμωνόταν τὸν καλὸ οἰκογενειάρχη.
Καὶ γευόταν τὸ κάθε της ὄνειρο
σὰν ψιλό κομμάτι λαρδί.
Σὰν ἕνα ὀρεκτικὸ παραγεμισμένο μὲ ἐντόσθια.
Καμωνόταν τὸν καλὸ οἰκογενειάρχη.
Μὰ τὴ φοροῦσε κατάσαρκα
σὰν τρίχινη φανέλα ποὺ τόν ἐνοχλούσε.
Ποτέ του δὲν ἔνιωσε τὴ ζεστασιὰ καὶ τὴ μοσχαβολιὰ
τῆς ψυχῆς τῆς νὰ τὸν ἀνεβάζουν ψηλά. Πολύ ψηλά.
Κι ἐκείνη ἕνα εὔλαλο ἁγιάζι σιγής
ἀπ’ τὰ βάναυσα χτυπήματά του
νὰ ἀναμετριέται μὲ δοξαριές χαλαζόβροχου.
Ποῦ νὰ πάει. Τί νὰ κάνει;
Θεωροῦσε, πάντα, πὼς ἔτσι ἤτανε τὸ γραφτό της.
Κι ἀνατρίχιαζε κάθε σούρουπο νιώθοντας τῇ ζωή της
νὰ κόβει σὰν ξυράφι καὶ νὰ πονάει βαθιὰ
σὰν αξεδίψαστο σπουργίτι τυφλό.
Ἐκεῖνος πάλι δὲν τὴ νοιαζότανε.
Καμωνόταν τὸν καλὸ οἰκογενειάρχη.
Ωστόσο μιὰ νυχτιὰ ξερίζωσε
τὴν καρδιά της σὰν ἀγριοράδικο.
Λὲς καὶ τοῦ ζητοῦσε μπαξίσι.
Τώρα ζωσμένος μὲ δίκοπες λεπίδες θράσους
θρηνολογεῖ μισοκακόμοιρα πάνω ἀπ’ τὴ νεκρόσακα.
Καμωνόταν τὸν καλὸ οἰκογενειάρχη.
Κάποια στιγμὴ συνελήφθη.
Στὸ ἐγκληματολογικὸ τῆς ἀστυνομίας
τὸν τράβηξαν φωτογραφία.
Η φωτογραφία βγήκε κανονικά.
Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἐμφανίστηκε.
Λὲς καὶ πῆρε φῶς τὸ φίλμ τῆς ζωῆς του καὶ κάηκε.
Κι ἤτανε θαρρῶ σκόλη
ὅταν τὸν ξέγραψαν οἱ οὐρανοί.
Κι ὅμως καθημερινά σταύρωνε τη γυναίκα του.
Τὴν ἔβλεπε σὰν ἐχθρό του.
Στ’ ἀλήθεια πῶς μπόρεσε νὰ μπήξει καρφιά
στὴν κανελοζυμωμένη σάρκα της.
Στ’ ἀλήθεια πως ἄντεξε νὰ τσακίσει
τή μωρουδένια ἀπαλότητα τοῦ σώματός της
ποὺ τοῦ χάρισε δυὸ ὑγιέστατα ἀγοράκια.
Καμωνόταν τὸν καλὸ οἰκογενειάρχη.
Καὶ γευόταν τὸ κάθε της ὄνειρο
σὰν ψιλό κομμάτι λαρδί.
Σὰν ἕνα ὀρεκτικὸ παραγεμισμένο μὲ ἐντόσθια.
Καμωνόταν τὸν καλὸ οἰκογενειάρχη.
Μὰ τὴ φοροῦσε κατάσαρκα
σὰν τρίχινη φανέλα ποὺ τόν ἐνοχλούσε.
Ποτέ του δὲν ἔνιωσε τὴ ζεστασιὰ καὶ τὴ μοσχαβολιὰ
τῆς ψυχῆς τῆς νὰ τὸν ἀνεβάζουν ψηλά. Πολύ ψηλά.
Κι ἐκείνη ἕνα εὔλαλο ἁγιάζι σιγής
ἀπ’ τὰ βάναυσα χτυπήματά του
νὰ ἀναμετριέται μὲ δοξαριές χαλαζόβροχου.
Ποῦ νὰ πάει. Τί νὰ κάνει;
Θεωροῦσε, πάντα, πὼς ἔτσι ἤτανε τὸ γραφτό της.
Κι ἀνατρίχιαζε κάθε σούρουπο νιώθοντας τῇ ζωή της
νὰ κόβει σὰν ξυράφι καὶ νὰ πονάει βαθιὰ
σὰν αξεδίψαστο σπουργίτι τυφλό.
Ἐκεῖνος πάλι δὲν τὴ νοιαζότανε.
Καμωνόταν τὸν καλὸ οἰκογενειάρχη.
Ωστόσο μιὰ νυχτιὰ ξερίζωσε
τὴν καρδιά της σὰν ἀγριοράδικο.
Λὲς καὶ τοῦ ζητοῦσε μπαξίσι.
Τώρα ζωσμένος μὲ δίκοπες λεπίδες θράσους
θρηνολογεῖ μισοκακόμοιρα πάνω ἀπ’ τὴ νεκρόσακα.
Καμωνόταν τὸν καλὸ οἰκογενειάρχη.
Κάποια στιγμὴ συνελήφθη.
Στὸ ἐγκληματολογικὸ τῆς ἀστυνομίας
τὸν τράβηξαν φωτογραφία.
Η φωτογραφία βγήκε κανονικά.
Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἐμφανίστηκε.
Λὲς καὶ πῆρε φῶς τὸ φίλμ τῆς ζωῆς του καὶ κάηκε.
Κι ἤτανε θαρρῶ σκόλη
ὅταν τὸν ξέγραψαν οἱ οὐρανοί.
* * *ΓΚΕΜΙΑ ΕΠΟΧΗΣ
Έχασα τὰ γκέμια τῆς ἐποχῆς μου
καὶ μὲ κατάπιε ἡ λασπουριά της.
Τώρα κρατῶ σφιχτὰ μὲς στὶς χοῦφτες μου
τρεῖς στίχους σὰν μοσχοκάρφια
πέντε-ἔξι βρώσιμες ἐλιὲς οὐρανοῦ
βουτηγμένες στὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
Γιὰ νὰ μὴ γίνω φτυσιὰ στὰ χείλη τοῦ ἔρωτα.
Γιὰ νὰ μὴν πῶ τὸ ψωμί ψωμάκι
ὅταν θὰ μὲ βροῦν σὲ κάποιο χαντάκι ξυλιασμένο.